Η Χαρά Κεφαλίδου, Βουλευτής Δράμας και Τομεάρχης Παιδείας και Θρησκευμάτων του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, κατά τη διάρκεια της Ολομέλειας για την «Κύρωση του Προϋπολογισμού του 2023», αναφέρθηκε στην προσπάθεια της Κυβέρνησης να εμφανίσει περιβάλλον σταθερότητας και προοπτικής μέσω του προϋπολογισμού του 2023, που έρχεται στους αβέβαιους καιρούς του πολέμου, της ενεργειακής κρίσης και της πληθωριστικής έξαρσης. Σε ένα περιβάλλον βίαιης ανακατανομής πλούτου, με πρώτα θύματα τους ευάλωτους και τα μεσαία νοικοκυριά.
«Σε αυτή τη διαρκή αστάθεια και ρευστότητα οι παραγωγοί ενέργειας αποκομίζουν τεράστια κέρδη, αποστραγγίζοντας πόρους και δυνάμεις, ενώ οι κυβερνητικές πιρουέτες με μέτρα ασπιρίνη δεν άλλαξαν και δεν μπορούν να αλλάξουν την δεινή πραγματικότητα», τόνισε η Βουλευτής.
Η Κυβέρνηση της Ν.Δ. επιμένει σε αισιόδοξα σενάρια χωρίς στέρεο αιτιολογικό υπόβαθρο, την ώρα που όλες οι διεθνείς αναλύσεις προβλέπουν ότι και το 2023 θα είναι παγκοσμίως μια εξαιρετικά δύσκολη χρονιά.
Οι Τράπεζες, που διασώθηκαν από το υστέρημα των φορολογουμένων, δείχνουν ξεδιάντροπα τα δόντια τους, αυξάνοντας εν μία νυκτί τα επιτόκια δανείων και σφυρίζοντας αδιάφορα στο αίτημα για αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων, που διατηρούν κοντά στο μηδέν!
Η Ελληνική Κοινωνία δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα ενώ οι Πάροχοι Ενέργειας και οι Τραπεζίτες τρίβουν τα χέρια τους.
Η εικονική πραγματικότητα επιτυχίας, που προβάλλει το Υπουργείο Οικονομικών, με ευημερούντες αριθμούς, κρύβει δομικά και διαρθρωτικά προβλήματα που καθιστούν αδιέξοδη την πορεία της οικονομίας.
Αυτή η βαριά ατμόσφαιρα επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο από την κυβερνητική διαχείριση της σκοτεινής υπόθεσης των παρακολουθήσεων του Νίκου Ανδρουλάκη και άλλων πολιτικών προσώπων, δημοσιογράφων και επιχειρηματιών από την ΕΥΠ. Μια υπόθεση σύντομης συγκάλυψης ενός παρακρατικού μηχανισμού, που υπάρχει και δρα κάτω από τη μύτη μας.
Αναφερόμενη στα εκπαιδευτικά θέματα η Βουλευτής τόνισε ότι παρά την επίμονη υπουργική καμπάνια διαφήμισης επιτευγμάτων ο προϋπολογισμός του Υπουργείου Παιδείας παραμένει αναιμικός, ανισοβαρής με μειωμένους πόρους στο τακτικό μέρος του, και με περικοπές που πλήττουν το δημόσιο σχολείο και πανεπιστήμιο.
Οι πιστώσεις δαπανών δημοσίων επενδύσεων χρηματοδοτούν έργα υποδομής, κτιριακές υποδομές και εξοπλισμό των ΑΕΙ και των σχολικών μονάδων Α’βάθμιας και Β’βάθμιας εκπαίδευσης. Στην επαρχία όμως, πολλά σχολεία ρημάζουν, έργα παραμένουν ατελείωτα και υπάρχει κίνδυνος ασφάλειας των μαθητών.
Την ίδια ώρα το σύνολο των δαπανών για να καλυφθούν τα κενά του δημόσιου σχολείου αγγίζει το 3,2 δις €. Αυτά είναι χρήματα που πληρώνει η ελληνική οικογένεια προκειμένου τα παιδιά της να αναπληρώσουν τις ελλείψεις, που αφήνει πίσω της η δημόσια εκπαίδευση, που έχει αφεθεί στην τύχη της.
Η έρευνα του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ, έδειξε ότι οι γονείς επιλέγουν ιδιωτικές δομές (σχολεία, ΙΕΚ, παιδικούς σταθμούς), δίνοντας ετησίως πάνω από 950 εκατομμύρια ευρώ σε δίδακτρα που είναι το 40,9% της συνολικής δαπάνης των οικογενειών για την εκπαίδευση των παιδιών τους.
Στην μεταμνημονιακή Ελλάδα η υποχρηματοδότηση αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος, που δεν άλλαξε το 2022, δεν αλλάζει ούτε το 2023.
Μιλώντας για την Τεχνική-Επαγγελματική εκπαίδευση, επισήμανε ότι τα Πρότυπα Τεχνικά Λύκεια είναι εξαιρετικά αλλά δεν αρκούν. Ούτε τα ιδιωτικά ΙΕΚ, που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια, υποκαθιστούν την ελλειμματική προσφερόμενη εκπαίδευση, που θα έπρεπε να έχουν τα δημόσια ΙΕΚ.
Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, δεν έχουν προβλεφθεί κονδύλια για:
-τη μισθοδοσία των μελών ΔΕΠ,
-τις δαπάνες λειτουργίας των ΑΕΙ εξαιτίας της αύξησης του κόστους ενέργειας,
-τα αυξημένα κόστη υλοποίησης του εσωτερικού ERASMUS,
-το κόστος της πρακτικής άσκησης παιδιών από τους ιδιώτες και τους δημόσιους φορείς.
-το κόστος υλοποίησης των διπλών προγραμμάτων σπουδών, δηλ. όλων όσων έχουν ψηφιστεί στο τελευταίο νομοσχέδιο του Υπουργείου.
Η Χαρά Κεφαλίδου κλείνοντας ανέφερε ότι: «Ως ΠΑΣΟΚ–Κίνημα Αλλαγής έχουμε καταθέσει σειρά προτάσεων, που αν δεν παρασυρόταν η κυβέρνηση από την προεκλογική φρενίτιδα του ΣΥΡΙΖΑ, θα μπορούσε να αξιοποιήσει.
Καταψηφίζουμε, γιατί αυτός ο τελευταίος προϋπολογισμός της Κυβέρνησης, περιχαρακώνεται σε παραδοσιακά συντηρητικές θέσεις, αρνείται το άνοιγμα στην κοινωνία, ξεχνά τη μεταρρυθμιστική πνοή, που ήταν η προτεραιότητά σας όταν αναλάβατε, και βγαίνει από τη ρότα της αναπτυξιακής πολιτικής».