ΑΡΘΡΟ
Της Σωτηρίας Γιαννακοπούλου
Πτυχιούχου του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες τους τελευταίους μήνες βιώνουν μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ιστορίας τους. Οι κρατικοί μηχανισμοί γονατίζουν έναντι της πανδημίας, όντας αδύναμοι να διαχειριστούν το βάρος των ευθυνών τους, ενώ παράλληλα η οικονομική απόρροια της υγειονομικής κρίσης σε συνδυασμό με τη διεθνή απαξίωση, δοκιμάζουν τις αντοχές της άλλοτε ηγετικής δύναμης του πλανήτη. Παράλληλα, η απάνθρωπη δολοφονία του Αφροαμερικανού George Floyd έχει συγκλονίσει την υφήλιο, με το κίνημα «I can’t breathe» να λαμβάνει παγκόσμιες διαστάσεις, στοχεύοντας όχι μόνο στην πάταξη της αστυνομικής βίας, αλλά και στην καταγγελία του Αμερικανικού κράτους. Η εν λόγω πραγματικότητα, ωστόσο, δεν αποτελεί απλώς μία δοκιμασία για τον αμερικανικό λαό, αλλά και το background των πολυαναμενόμενων εκλογών του Νοεμβρίου.
Οι δημοσκοπήσεις καθιστούν ένα μέσο αξιολόγησης των πολιτικών ηγετών, το οποίο αντικατοπτρίζει την άποψη του συνόλου των πολιτών, αποτυπώνοντας παράλληλα τις προθέσεις τους. Εν καιρώ κρίσης και δεδομένου ότι βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο, οι δημοσκοπήσεις έχουν πάρει φωτιά, επιδιώκοντας τόσο την πρόβλεψη του τελικού αποτελέσματος, όσο και την καλλιέργεια μίας γενικότερης τάσης ως προς τη διαμόρφωσή του. Οι τελευταίες έρευνες παρουσιάζουν σαφή υπεροχή των Δημοκρατικών στις εκλογές, με τον Biden να προηγείται σταθερά έναντι του Trump, ο οποίος βλέπει τα ποσοστά του να κατρακυλούν. Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα του πανεπιστημίου Quinnipiac δίνει προβάδισμα 11 ποσοστιαίων μονάδων στον Joe Biden με ποσοστό 50% έναντι 39% του Donald Trump, ενώ και νέα δημοσκόπηση από το Firehouse Strategies-Optimus δείχνει ότι η ψαλίδα υπέρ των Δημοκρατικών έχει ανοίξει κατά 3 βαθμούς, σε σχέση με τις μετρήσεις του Μαρτίου, με ποσοστό 54% υπέρ του Biden, τη στιγμή που τα ποσοστά του Trump παρέμειναν σταθερά στο 43%. Την ίδια τάση παρατηρούμε και στη δημοσκόπηση του RealClearPolitics, στην οποία οι Δημοκρατικοί προηγούνται με 5,3%, αλλά και στην έρευνα του YouGov σε μικρότερο βέβαια βαθμό, καθώς δίνεται προβάδισμα 3% στον Biden.
Πώς ερμηνεύονται αυτά τα ποσοστά από πλευράς των δύο αντιπάλων; Η πιο αισιόδοξη ερμηνεία για την ομάδα των Ρεπουμπλικανών είναι ότι τα παραπάνω αποτελέσματα αποδεικνύουν ότι έχει κλονιστεί η εμπιστοσύνη των Αμερικανών ψηφοφόρων προς τον Trump, ενώ μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση υποστηρίζει ότι καθιστούν απόρροια των επιπτώσεων του κορωνοϊού και ένδειξη αμφισβήτησης έναντι του προέδρου, προμηνύοντας την οριστική απομάκρυνσή του από τον Λευκό Οίκο. Για το στρατόπεδο των Δημοκρατικών τα νούμερα των δημοσκοπήσεων είναι σαφώς ενθαρρυντικά και ελπιδοφόρα. Μάλιστα, εξαιτίας της αύξησης των εν λόγω ποσοστών, αυξήθηκαν και τα έσοδα από τις δωρεές για τον προεκλογικό αγώνα, φτάνοντας τον προηγούμενο μήνα τα 60 εκατομμύρια δολάρια, πλησιάζοντας σημαντικά τα αντίστοιχα ποσά των Ρεπουμπλικανών, που κυμάνθηκαν στα 61,7 εκατομμύρια. Ωστόσο, τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικανοί παραμένουν συγκρατημένοι έναντι των αποτελεσμάτων, ανακαλώντας στη μνήμη τους τις λανθασμένες εκτιμήσεις των δημοσκόπων στις εκλογές του 2016, οι οποίες προέβλεπαν την επικράτηση της Hillary Clinton και των Δημοκρατικών. Κατά πόσο, επομένως, πρέπει να εμπιστευόμαστε τις δημοσκοπήσεις και ποιοι παράγοντες συμβάλλουν στην αλλοίωση των αποτελεσμάτων τους;
Οι εταιρείες δημοσκοπήσεων μετά το «φιάσκο» των προηγούμενων εκλογών ισχυρίστηκαν ότι έχουν εντοπίσει τα λάθη τους, τα οποία όπως υποστήριξαν, υπάρχει η δυνατότητα να διορθωθούν, ούτως ώστε να αποφευχθεί στο μέλλον μια αντίστοιχη απόκλιση με τα τελικά αποτελέσματα. Το πρώτο πρόβλημα που παρατηρήθηκε αφορά τη δειγματοληψία και εστιάζει στον παράγοντα της εκπαιδευτικής σύνθεσης του εκλογικού σώματος. Είναι γεγονός ότι οι άνθρωποι που είναι πιο δεκτικοί προς τις έρευνες και αρέσκονται να αφιερώνουν χρόνο, προκειμένου να απαντήσουν στα ερωτήματα που τους τίθενται, έχουν συνήθως υψηλό επίπεδο μόρφωσης, ενώ στην πλειοψηφία τους διαθέτουν και υψηλά εισοδήματα. Η άποψη αυτή ευσταθεί αν αναλογιστούμε ότι οι άνθρωποι με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο εργάζονται περισσότερες ώρες ημερησίως, με αποτέλεσμα να έχουν λιγότερο ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή τους για να συμμετάσχουν σε μία τηλεφωνική, κατά βάση, έρευνα. Κατά συνέπεια, παρατηρείται ότι δεν εκπροσωπούνται στον ίδιο βαθμό όλες οι κοινωνικές ομάδες, με αποτέλεσμα η άποψη συγκεκριμένων μερίδων της κοινωνίας να επικρατεί στα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, αλλοιώνοντας σημαντικά τα ποσοστά που προκύπτουν. Πράγματι στις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν για τις εκλογές του 2016, υπήρξε υποεκπροσώπηση των λευκών με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων τάχθηκε υπέρ των Ρεπουμπλικανών.
Ένα δεύτερος σημαντικός παράγοντας που συνέβαλε στη μείωση της αποδοτικότητας των στατιστικών ερευνών δεν είναι άλλος από το φαινόμενο ψηφοφόρων «Shy Trump». Η «ντροπαλή» αυτή μερίδα ψηφοφόρων επηρεασμένη από το αρνητικό κλίμα έναντι του προέδρου Trump, εξαιτίας των ακραίων δηλώσεων του κατά των ισλαμιστών, των Αφροαμερικανών, της LGBT κοινότητας, ακόμη και εναντίον των γυναικών, δίσταζε να αποκαλύψει την πρόθεση ψήφου της, ισχυριζόμενη είτε ότι δεν έχει καταλήξει ακόμη, είτε απαντώντας ψευδώς ότι επρόκειτο να στηρίξει το κόμμα των Δημοκρατικών. Η συγκεκριμένη κατηγορία ψηφοφόρων, όπως υποστηρίζουν οι αναλυτές εξακολουθεί να υφίστανται, επηρεάζοντας αρνητικά την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων. Η λύση προκειμένου να απελευθερωθούν τα εν λόγω άτομα και να αποκαλύψουν την επιλογή τους είναι οι ερωτήσεις να μην είναι αποκλειστικά στοχευμένες στους ίδιους, αλλά να τους απευθύνονται ερωτήματα για το σύνολο των πολιτών και του κοινωνικού τους περίγυρου, όπως για παράδειγμα «Τι πιστεύετε ότι θα ψηφίσουν οι γείτονές σας;» και έπειτα να ερωτώνται για την πρόθεση ψήφου τους, ούτως ώστε βάσει των παραπάνω ερωτημάτων να τους είναι πιο εύκολο να αποκαλύψουν την επιλογή τους.
Το μεγαλύτερο, ωστόσο, αγκάθι στην προσπάθεια εκτίμησης των τελικών αποτελεσμάτων της εκλογικής διαδικασίας αποτελεί ο αστάθμητος παράγοντας των αναποφάσιστων και των ψηφοφόρων που απέχουν από τις εκλογικές κάλπες. Η κρίση των αναποφάσιστων έχει σε πολλές περιπτώσεις τη δύναμη να διαφοροποιήσει αλλά και να ανατρέψει την έκβαση των εκλογών, κάτι το οποίο παρατηρήθηκε και στις εκλογές του 2016, καθώς η πλειοψηφία των «ανένταχτων» έως τότε ψηφοφόρων υποστήριξε με την ψήφο της τον πρόεδρο Trump. Όσον αφορά την αποχή καθιστά επίσης έναν πολύ σημαντικό δείκτη, ο οποίος μπορεί θεωρητικά να προβλεφθεί, ωστόσο εξακολουθεί να παραμένει μια τιμή η οποία κρίνεται ως απρόβλεπτη και η οποία συνέβαλε στην εκλογή των Ρεπουμπλικανών το 2016.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εταιρείες δημοσκοπήσεων προέβλεψαν σωστά την υπεροχή των Δημοκρατικών, καθώς η Clinton ξεπέρασε σε ψήφους τον Trump και μάλιστα με αισθητή διαφορά 3 εκατομμυρίων ψήφων. Ωστόσο, το λάθος τους έγκειται στο γεγονός ότι δεν υπολόγισαν τον παράγοντα της εκλεκτορικής ψήφου, η οποία και καθορίζει το τελικό αποτέλεσμα και στην οποία ο νυν Πρόεδρος κυριάρχησε κατά κράτος, υπερέχοντας κατά 80 ψήφους.
Το Αμερικανικό πολιτικό σύστημα είναι ιδιαιτέρως σύνθετο, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την όποια πρόβλεψη για την έκβαση των εκλογών. Ο Donald Trump έχει πολλάκις δηλώσει ότι δεν πιστεύει στις δημοσκοπήσεις. Δεδομένης της εμπειρίας του στην προηγούμενη εκλογική μάχη, υποστηρίζει ότι είναι στην πλειοψηφία τους δρομολογούμενες. Μάλιστα, σχολιάζοντας τα τελευταία αποτελέσματα, δήλωσε ότι θεωρεί ανίκανο τον Biden και ότι η εξωτερική του πολιτική ήταν καταστροφική για τις ΗΠΑ, επισημαίνοντας ότι οι Αμερικανοί είναι έξυπνοι και θα επιλέξουν έναν ικανό άνδρα. Παρά το ποσοστό λάθους που προβλέπεται, κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει ότι τα ποσοστά που προκύπτουν από τις εν λόγω έρευνες αποτυπώνουν τις διαθέσεις του εκλογικού σώματος. Ασφαλώς τα νούμερα μπορεί να μην είναι ακριβή, ωστόσο η δυσαρέσκεια των Αμερικανών πολιτών έναντι του Trump είναι έκδηλη, είτε θέλει να το παραδεχτεί ο νυν πρόεδρος, είτε όχι. Όλοι γνωρίζουμε βέβαια ότι ο κύριος Trump είναι πολύ σκληρός για να πεθάνει… Άλλωστε το κλειδί σε κάθε αμερικανική εκλογική μάχη ακούει στο όνομα swing states!
*Το άρθρο της κ. Γιαννακοπούλου δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα www.offlinepost.gr