ΠΑΥΛΟΣ

Ἐλέῳ Θεοῦ Ἐπίσκοπος καί Μητροπολίτης τῆς Θεοσώστου Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας

πρός

τόν εὐαγῆ Ἱερόν Κλῆρον καί τούς εὐσεβεῖς καί εὐλογημένους χριστιανούς τῆς μαρτυρικῆς Ἐπαρχίας ταύτης, εὐχήν καί εὐλογίαν παρά τοῦ τεχθέντος Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

 

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν κατά σάρκα γέννηση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, πού γεννήθηκε ἀπό τήν Ἁγία Παρθένο καί Θεοτόκο Μαρία στή Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας. Μεγάλο τό θαῦμα καί παράδοξο τό μυστήριο πού ἔλαβε χώρα στήν πόλη τοῦ προφήτη καί Βασιλέα Δαυίδ.

Τό ταπεινό σπήλαιο ἀκτινοβολεῖ, ἀστράφτει, ἀπό τό φῶς τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ Βηθλεέμ ἀγάλλεται γιατί στούς κόλπους της γεννήθηκε ὁ Βασιλεύς τῶν Βασιλευόντων. Αὐτός πού μέ τόν λόγο του δημιούργησε τόν οὐρανό, τή γῆ, τά ὁρατά καί ἀόρατα κτίσματα.

Ἀπό τόν θρόνο τῆς φάτνης του μᾶς προσκαλεῖ ὅλους κοντά του: «Δεῦτε πρός με, πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. 11, 28). Ἄς πλησιάσουμε μέ θάρρος καί σεβασμό τή φάτνη καί ἄς ἀνταποκριθοῦμε στό κάλεσμά του, χωρίς δειλία γιά τήν ἀναξιότητά μας. Γιατί ἐκεῖνος ἦρθε γιά μᾶς.

Παίρνοντας τήν ἀνθρώπινη σάρκα, μᾶς δείχνει τήν μεγάλη του ἀγάπη. Ἔπρεπε νά φορέσει σάρκα καί νά γίνει ὅμοιος μέ μᾶς ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία, γιά νά συντρίψει τόν διάβολο καί νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Τό γεγονός αὐτό τό προκατήγγειλαν οἱ προφῆτες καί τό ἐπιβεβαίωσε ὁ Ἄναρχος Θεός ὅπως ἡ Ἁγία Γραφή μαρτυρεῖ: «Καί σύ Βηθλεέμ, γῆ Ἰούδα, οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεμόσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ γάρ μοι ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ τόν λαόν μου τόν Ἰσραήλ» (Ματθ. 2, 6 κ Μιχ. 5,2).

Ἀλλά καί αὐτά τά πράγματα μαρτυροῦν, ὅτι ὁ σήμερα γεννηθείς Ἰησοῦς εἶναι αὐτός ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό ἀπαύγασμα τῆς δόξης τοῦ Πατρός. Τό μαρτυροῦν ἡ σκιά τοῦ νόμου πού καταργήθηκε, τά μαντεῖα πού σίγησαν, ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων πού ἐξορίστηκε, ἡ παύση τῶν θυσιῶν πρός τούς ψευδοθεούς, ἡ ἴδια ἡ ἀνθρωπότητα πού ζοῦσε μέσα στό σκοτάδι τῆς δεισιδαιμονίας, τῆς διαφθορᾶς καί τῆς ἀποσύνθεσης.

Ἐάν δέν γεννιότανε ὁ Χριστός, ἡ εἰρήνη μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου θά ἦταν ἀδύνατη. Οἱ πύλες τοῦ παραδείσου δέν θά ἄνοιγαν, ὁ Ἀδάμ δέν θά ἐλευθερωνότανε ἀπό τήν κατάρα, ἡ ἀνθρωπότητα θά συνέχιζε νά βρίσκεται δέσμια τῆς παρακοῆς καί τῆς παραβάσεως, τῆς ἀθλίας ἐκείνης καταστάσεως καί τῆς τελείας ἀποκτηνώσεως στήν ὁποία εἶχε περιέλθει.

Ἡ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀνακαίνισε ὁλόκληρη τήν κτίση, ὕψωσε τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό, ἀπό τήν πλάνη στήν ἀλήθεια, ἀπό τήν αἰχμαλωσία στήν ἐλευθερία, ἔδωσε νόημα στή ζωή του. Τόν ἐπανέφερε στήν κανονική τροχιά, τοῦ ὑπενθύμισε ὅτι τό πολίτευμά του εἶναι στούς οὐρανούς, καί ὅτι στόν κόσμο αὐτό δέν ἔχει μένουσα πόλη ἀλλά εἶναι πάροικος. Ὅτι δέν εἶναι μόνο ὕλη, ἀλλά καί πνεῦμα καί ὅτι δέν πλάστηκε μόνο γιά τόν πρόσκαιρο αὐτόν κόσμο, ὅτι ὑπάρχει καί ἄλλη ζωή.

Ὅσοι ζητοῦν ἀποδείξεις γιά τήν σάρκωση τοῦ Θεοῦ ἄς ἐρευνήσουν τίς ἐνέργειες τοῦ σαρκωθέντα Χριστοῦ. Ἐπειδή ἡ οὐσία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπροσπέλαστη, ἀγνώριστη, ἀδιάβατη γιά τόν χοϊκό ἄνθρωπο, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης πού τήν ἐποχή του ἀμφισβητεῖτο ἔντονα ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, τούς Ἰουδαίους καί τούς αἱρετικούς τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας περί τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Θεοῦ, στόν «Μέγα Κατηχητικό» λόγο του λέει ὅτι μόνο διά τῆς πίστεως ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά εἰσοδεύσει στό μυστήριο αὐτό. Ἀπόδειξη τῆς ἐπιφανείας τοῦ Θεοῦ εἶναι «τά κατά τάς ἐνεργείας αὐτοῦ θαύματα» ἀπό τά ὁποῖα χαρακτηρίζεται ἡ θεία φύση. Χαρακτηριστικό τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ συντήρηση τῶν ὄντων, ἡ διακυβέρνηση τῆς κτίσεως καί πρό πάντων ἡ ἀνωτερότητα ἀπέναντι στή φθορά καί τόν θάνατο. Γέννηση καί θάνατος εἶναι ἴδιο τῆς σαρκικῆς φύσεως, πού ἀρχή καί τέλος ἔχει τό πάθος. Στόν Χριστό, οὔτε ἡ γέννηση ἄρχισε μέ πάθος, οὔτε ὁ θάνατός του κατέληξε στό πάθος, ἀφοῦ τῆς γεννήσεώς του δέν προηγήθηκε σαρκική ἡδονή, οὔτε τόν θάνατο ἀκολούθησε ἡ φθορά.

Ἄν λοιπόν τά ἀναφερόμενα στόν Χριστό ἀκολουθούσαν τήν φυσική πορεία καί τροχιά, ποῦ τότε τό θεῖον;

Ἡ χριστιανική διδασκαλία ὑπερβαίνει τά προδιαγεγραμμένα ὅρια τῆς φύσεως, ἀφοῦ ὅπου θέλει ὁ Θεός, νικᾶται ἡ τάξη τῆς φύσεως. Αὐτή ἡ ὑπέρβασή της ἤ καλλίτερα ἡ ἀναστολή τῶν νόμων της στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τήν καθιστοῦν μοναδική καί ἀποδεικνύουν τήν ἀλήθεια τοῦ κηρύγματος.

Ὅσοι ἀποροῦν γιά τόν ἐξευτελισμό αὐτό τοῦ Θεοῦ πού καταδέχεται τήν ἕνωση μέ τήν εὐτελῆ ἀνθρώπινη φύση καί ἀναζητοῦν τήν αἰτία, θά πρέπει νά μάθουν ὅτι γνώρισμα τῆς θείας φύσεως εἶναι ἡ φιλανθρωπία. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο. Ὁ εὐεργέτης γνωρίζεται ἀπό τήν εὐεργεσία στόν πάσχοντα.

Ἡ ἀσθενής ἀνθρώπινη φύση χρειαζότανε γιατρό. Ὁ ἄνθρωπος πού κατέπεσε χρειαζότανε ἀνορθωτή. Ἐναγώνια ζητοῦσε, τόν λυτρωτή ὁ αἰχμάλωτος, τόν συναγωνιστή ὁ δεσμώτης. Αὐτά ἐνεργοποίησαν τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ πρός ἐπίσκεψη τῆς «οὕτως ἐλεεινῶς καί ἀθλίως διακειμένης ἀνθρωπότητος» (ΕΠΕ Γρ. Νύσσης τόμος 1, 444-416, 15). Αὐτό πού ἀδυνατεῖ νά συλλάβει ἡ ἀνθρώπινη διάνοια, αὐτό πραγματοποιήθηκε ἀπό τόν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο μέσα στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ.

Ὁ Λόγος ἑνώθηκε μέ τήν σάρκα, ἡ πιό δυνατή ἀπόδειξη τῆς δυνάμεως καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἀποκάλυψη τῆς ὑποστάσεώς του. Ὁ Θεός κατακτᾷ τόν ἄνθρωπο, δέν τόν κατακυριεύει, δέν τόν κατακαίει, δέν τόν συνθλίβει, ἀλλά τόν θεώνει.

Ὅλα αὐτά πολύ ὄμορφα τονίζονται στήν ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς: «Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ, σήμερον ἡνώθησαν, τεχθέντος τοῦ Χριστοῦ. Σήμερον ὁ Θεός ἐπί γῆς παραγέγονε, καί ἄνθρωπος εἰς οὐρα­νούς ἀναβέβηκε».

Τό μεγάλο γεγονός τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Θείου Λόγου, ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ «ἐν σαρκί» (Α’ Τιμ. 3, 16) καί ἡ εἴσοδος «ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ» (Β’ Κορ. 4, 6) στήν ἱστορία τοῦ κόσμου, τήν χωρίζει πλέον σέ δύο ἐποχές τήν πρό Χριστοῦ καί τήν μετά Χριστόν. Τό παράδοξο αὐτό μυστήριο «τοῦ χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένου» (Ρωμ. 16, 25) δοκιμάζει τήν πίστη μας στό πρόσωπο τοῦ Λυτρωτή.

Ὅλες οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ πού ἔχουν σχέση μέ τόν ἄνθρωπο, ὁλόκληρο τό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας, μόνο μέ τήν πίστη μποροῦμε νά τό προσεγγίσουμε. Μέ τά μάτια βλέπουμε τό βρέφος στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας του, μέ τόν νοῦ ἐρευνοῦμε αὐτό πού βλέπουμε καί μέ τήν γλῶσσα δέν μποροῦμε μήτε αὐτό πού βλέπουμε καί ἐπεξεργαζόμαστε μέ τόν λογισμό μας ἐπαρκῶς νά διατυπώσουμε.

Μόνο μέ τήν πίστη μποροῦμε νά θεωρήσουμε τόν σκοπό τῆς εἰσόδου τοῦ Θεοῦ στήν ἱστορία τοῦ κόσμου. «Οὐ φέρει τό μυστήριον ἔρευναν».

Ἡ πίστη στόν σαρκωθέντα Χριστό εἶναι ἡ ζωντανή ἐκείνη πηγή, ἀπό τήν ὁποία ἀναβλύζουν ὅλες οἱ χριστιανικές ἀρετές πού στολίζουν τόν ἄνθρωπο. Μακάριοι αὐτοί πού πιστεύουν, πού θ’ ἀνοίξουν τήν καρδιά τους, θά τήν κάνουν φάτνη γιά νά ἀνακλιθεῖ ὁ Ἐρχόμενος.

Σήμερα ἄς μιμηθοῦμε τούς τρεῖς μάγους, ἄς ἀκολουθήσουμε τό ἄστρο τῆς πίστεως πού μας ὁδηγεῖ στό θεοδέγμον σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, ἄς γονατίσουμε μπροστά στή φάτνη ψελλίζοντας τόν χαιρετισμό τῶν μάγων πού διέσωσε ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί ἄς τοῦ προσφέρουμε τά δῶρα μας ἀναφωνώντας: Δεῦτε προσκυνήσωμεν καί προσπέσωμεν τῷ Βασιλεῖ ἡμῶν Θεῷ, καί ἀντί χρυσοῦ ἄς ἀποθέσουμε μπροστά του καθαρή τήν καρδιά μας. «Γιατί ὅσο πιό διάφανη γίνεται ἡ καρδιά, τόσο πιό εὐδιάκριτη θά γίνεται ἡ μορφή τῆς εἰκόνας τοῦ Ἰησοῦ μέσα της. Διότι, ὅπως τό καθαρό νερό καί τό λαμπρό κρύσταλλο ἀντανακλοῦν τόν ἥλιο, ὅμοια καί ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ὡς καθαρός καθρέπτης ἀντανακλᾷ τήν δόξα τοῦ μεγάλου Βασιλέως, τή μορφή τοῦ Χριστοῦ», ὅπως ἐμπειρικά μᾶς διδάσκει ὁ νέος ὅσιος Σωφρόνιος.

Δεῦτε προσκυνήσωμεν καί προσπέσωμεν Χριστῷ τῷ Βασιλεῖ ἡμῶν Θεῷ καί ἀντί λιβάνου ἄς τοῦ προσφέρουμε τήν εὐχαριστήρια δοξολογία γιά τήν σωτηρία μας.

Δεῦτε προσκυνήσωμεν καί προσπέσωμεν Αὐτῷ Χριστῷ τῷ Βασιλεῖ καί Θεῷ ἡμῶν καί ἀντί σμύρνων ἄς τοῦ προσφέρουμε τά δάκρυα τῆς μετανοίας μας. ΑΜΗΝ.

 

Διάπυρος πρός τόν ἐν τῷ θεοδέγμονι σπηλαίῳ

τεχθέντα Κύριον εὐχέτης πάντων ὑμῶν.

 

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

† Ο ΔΡΑΜΑΣ ΠΑΥΛΟΣ