ΑΡΘΡΟ

Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά

ATPL

AIRLINE PILOT

B737NG AIRBUS 320

 

 

  • Εγκοσμιότητα, ματαιοδοξία, παγκοσμιότητα

 

Ο άνθρωπος είναι ένα ον. Ως ον δημιουργείται. Από ποιον; Από τον ίδιο τον άνθρωπο, ακατάπαυστα, ανοικτά, με διαρκείς επανακαθορισμούς εφ’ όρου ζωής. Δεν ισχύει τόσο το «όλα αλλάζουν», όσο το ότι συνειδητά μεταμορφώνουμε, δημιουργούμε διαρκώς τον εαυτό μας, το περιεχόμενό του, τις οπτικές μας με βάση νέες μορφές του που θεωρούμε ότι μας βελτιώνουν. Η ουσία του ανθρώπου είναι αυτοδημιουργία, κι αυτή η φράση νοείται με τις δύο έννοιες: ο άνθρωπος δημιουργεί την ουσία του, και η ουσία αυτή είναι δημιουργία και αυτοδημιουργία. Ο άνθρωπος δημιουργεί τον εαυτό του ως δημιουργό…

Κ. Καστοριάδης, Ανθρωπολογία, πολιτική, φιλοσοφία, σελ. 31.

22 Σ. Φουρνάρος, «Η φιλοσοφική ανθρωπολογία του “ανοιχτού ανθρώπου” στη διαύγαση του Καστοριάδη», ό.π., σελ. 119.

23 Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1253 a25-29…

Εάν συνεχίσουμε έτσι την θεώρηση δημιουργίας, ύπαρξης και συνέχισης του δημιουργήματος του Πλάστη Θεού, τον άνθρωπο, τότε νομίζω ότι στους θιασώτες αυτής της κατά άνθρωπο ανθρωπολογικής και φιλοσοφικής θεώρησης, καλό θα ήταν να μην συνεχίσουν την ανάγνωση του κειμένου μιας και θα προβληματιστούν σε τοιούτον βαθμό, ώστε πολύ πιθανόν να επανέλθουν εις πρότερον γνώση περί δημιουργίας, πριν την κατήχηση και εντρύφησή τους στα περί της αυτοδημιουργίας του ανθρώπου εκ του ανθρώπου.

Ο σύγχρονος άνθρωπος της πόλης, ο λεγόμενος μικροαστός ή μεγαλοαστός, ανάλογα με το κοινωνικοοικονομικό του status, διακατέχεται ως επί το πολύ από μία νοοτροπία ακόρεστης πλεονεξίας, άμετρης φιλοδοξίας, απληστίας… Αυτά, βέβαια, δεν είναι παρά εκφάνσεις της πηγής του Κακού, που, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι άλλη από αυτό που συνήθως αποκαλείται ως αλαζονεία, υπεροψία ή εγωκεντρισμός. Δεν υποστηρίζω, βέβαια, ότι η νοοτροπία αυτή είναι χαρακτηριστική μόνο του σύγχρονου ανθρώπου των πόλεων. Τουναντίον, η ανθρώπινη αλαζονεία χαρακτηρίζει τους ανθρώπους κάθε τόπου και εποχής – άλλοτε σε μεγαλύτερο και άλλοτε σε μικρότερο βαθμό – αλλά η μελέτη του φαινομένου αυτού εκφεύγει του ενδιαφέροντος του παρόντος άρθρου. Εν προκειμένω, δεν σκοπεύω να ασχοληθώ με την ανθρώπινη αλαζονεία αλλά με κάτι άλλο το οποίο αποτελεί μία εκ των αμεσότερων συνεπειών αυτής. Σκοπεύω να ασχοληθώ με την Ματαιοδοξία των ανθρώπων…

Προσπαθώντας να προσδιορίσω το εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου αυτού, θα έλεγα ότι Εγοσμιότητα – Ματαιοδοξία είναι αναζήτηση της δόξας επί ζητημάτων τα οποία στερούνται πραγματικής σημασίας. Ματαιοδοξία είναι η αναζήτηση ανώφελων και άσκοπων πραγμάτων, η ίδια η υπερηφάνεια για ασήμαντα πράγματα. Αντικείμενο της ματαιοδοξίας είναι το «Εγώ», το οποίο χρησιμοποιώντας τον αυτάρεσκο ναρκισσισμό και την υπερβολική εκτίμηση των ικανοτήτων του ατόμου από αυτό το ίδιο, αποβλέπει στη δημιουργία εντυπώσεων στο κοινωνικό περιβάλλον και, μέσω των εντυπώσεων αυτών, στη συνεχή ικανοποίηση του αισθήματος της αυταρέσκειας.

Με βάση τα παραπάνω, προκύπτει αμέσως ότι ο εγκόσμιος – ματαιόδοξος άνθρωπος δεν δύναται να αποδεχθεί επ’ ουδενί την κριτική από άλλους ανθρώπους. Το ίδιο, επίσης, ισχύει και για την αυτοκριτική, κάτι που δεν νοείται καν για όποιον διακατέχεται από τέτοια αισθήματα. Αυτό δε καθώς ο ναρκισσισμός και η αυταρέσκεια δημιουργούν ένα ιδιόμορφο σύμπλεγμα ανωτερότητας, το οποίο δυστυχώς αποτρέπει την ίδια την αυτογνωσία. Ένας ματαιόδοξος άνθρωπος δεν παραδέχεται ποτέ ότι έχει κάνει λάθη. Δεν το παραδέχεται όχι μόνο στους άλλους ανθρώπους αλλά ούτε καν στον ίδιο του τον εαυτό. Αλλά και αν τύχει κάποτε να συνειδητοποιήσει τυχόν λάθη του, αυτά σίγουρα δεν θα είναι ιδιαίτερα σοβαρά! Εξάλλου, όλοι οι άνθρωποι κάνουν λάθη και τα λάθη των άλλων είναι σίγουρα πιο σοβαρά από τα δικά μας! Ακόμη κι αν κάποτε κάναμε κάποια σοβαρά λάθη, σίγουρα δεν φταίμε εμείς αλλά οι άλλοι που μας παρέσυραν ή δεν μάς απέτρεψαν από αυτά. Σίγουρα…

Σε επίπεδο στόχων και σκοπών, ο εγκοσμιος ματαιόδοξος άνθρωπος δεν επιζητεί κάτι που θα έκανε πραγματικά ευτυχισμένο τον ίδιο αλλά αυτά που είναι γενικώς παραδεδεγμένα, ή έστω αυτά που επιζητεί το μεγαλύτερο μέρος των κοινωνών. Αυτό δε όχι γιατί έχει στην πραγματικότητα κάποια αξία για τον ίδιο αλλά επειδή είναι πιο σημαντικό γι’ αυτόν να έχει κάτι που οι άλλοι το επιθυμούν διακαώς και γι’ αυτό το λόγο τον φθονούν αναγνωρίζοντας έτσι ότι έχει κάτι παραπάνω από αυτούς. Έχοντας, λοιπόν, κατά νου την κοινωνική άνοδο και την κοινωνική αναγνώριση, ο ματαιόδοξος άνθρωπος αναλώνεται επιζητώντας να αποκτήσει όσο γίνεται περισσότερο χρήμα, δόξα, εξουσία, κύρος, δύναμη. Ο εγκόσμιος ματαιόδοξος άνθρωπος επιθυμεί να έχει πάντοτε τον πρώτο λόγο, να ελέγχει τους πάντες και τα πάντα, να αποδεικνύει διαρκώς ότι είναι ο καλύτερος σε ό,τι κάνει αλλά και να απαξιώνει ταυτόχρονα ό,τι δεν είναι σε θέσει να επιτύχει…

Και ο χρόνος περνά μέσα στην τρυφή της ψευτοαίγλης, της των ανθρώπων ψεύτικων επαίνων και της ματαιοδοξίας μαζί με την εγκόσμια στάση μας ως παρουσία στην ζωή αυτή, κάτι που χαρακτηρίζει τούς πολλούς ανθρώπους πάσης μορφώσεως, πάσης οικονομικής κλίμακας, πάσης κοινωνικής θέσης και πάσης ιδεολογίας, πολιτικής, θρησκευτικής, αθεϊσμού…

Κι έρχεται κάποτε η στιγμή που ο άνθρωπος συνειδητοποιεί πόσο μάταια ήταν όλα τα εγκόσμια αυτά. Πως έζησε τη ζωή του με πράγματα που δεν του έδιναν παρά μια επιφανειακή ικανοποίηση, μια επίπλαστη ευτυχία. Πως τίποτα από αυτά τα οποία προσπαθούσε σε ολόκληρη τη ζωή του να έχει δεν του έδινε αληθινή χαρά. Είναι αυτή η αίσθηση που έχουμε λίγο-πολύ όλοι μας κάθε φορά που επιτυγχάνουμε κάτι το οποίο επιθυμούσαμε διακαώς. Κάτι για το οποίο προσπαθήσαμε πάρα πολύ και, όταν τελικά το επιτύχουμε, αισθανόμαστε προσωρινά ικανοποιημένοι και πολύ σύντομα παύουμε να το έχουμε σε εκτίμηση και θέτουμε νέους στόχους για κάτι περισσότερο από αυτό. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του διαρκώς ανικανοποίητος και πάντα επιζητεί κάτι άλλο από αυτό που έχει, αλλά ότι παραμένει ανικανοποίητος επειδή οι στόχοι που θέτει δεν είναι για πράγματα που επιθυμεί πραγματικά. Είναι για πράγματα που υποτίθεται ότι ανταποκρίνονται στις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις περί επιθυμητού. Αντιλήψεις οι οποίες είναι δυνατόν να μην ανταποκρίνονται κατ’ ουσία σε κανενός ανθρώπου τις πραγματικές επιθυμίες…

Και ο χρόνος περνά και όπως ο Άσωτος του Ιερού Ευαγγελίου έρχεται ώρα και Άγγελος Κυρίου κρούει την θύρα και μας λέγει ότι ήρθε η ώρα τούτη την στιγμή αυτή να πάρει την ψυχή μας, «Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην, ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν η χώρα, και διελογίζετο εν εαυτώ λέγων, τι ποιήσω, ότι ουκ έχω πού συνάξω τους καρπούς μου;

Είπε δε αυτώ ο Θεός, άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου, α δε ητοίμασας τίνι λεσται; Ούτως ο θησαυρίζων εαυτώ, και μη εις Θεόν πλουτών. Ταύτα λέγων εφώνει, ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω».

Κι έρχεται κάποτε η στιγμή που ο άνθρωπος συνειδητοποιεί ότι στην πραγματικότητα αυτό που έζησε δεν ήταν η δική του ζωή. Ήταν η ζωή ενός άλλου μη-πραγματικού ανθρώπου, ο οποίος κατά κάποιον τρόπο τον κατηύθυνε μια ολόκληρη ζωή. Όταν όμως το συνειδητοποιούμε αυτό είναι συνήθως αργά. Και είναι αργά γιατί τις περισσότερες φορές ο άνθρωπος δεν αποκτά ποτέ εγκαίρως αυτό που νομίζει ότι επιθυμεί, ώστε να συνειδητοποιήσει τη ματαιότητα του πράγματος. Γι’ αυτό το λόγο, είναι ίσως πιο τυχεροί οι άνθρωποι που επιτυγχάνουν τους στόχους τους το συντομότερο δυνατό, γιατί έτσι έχουν την ευκαιρία να συνειδητοποιήσουν το συντομότερο δυνατό πόσο μάταια ήταν όλα αυτά για τα οποία τόσο προσπάθησαν, τόσο κόπιασαν και τόσα άλλα πράγματα θυσίασαν…

Τότε έρχεται η ώρα που συνειδητοποιεί παράλληλα και πολλά άλλα πράγματα. Συνειδητοποιεί, μεταξύ άλλων, ποιοι από τους υποτιθέμενους φίλους του τον περιτριγύριζαν προς ίδιον όφελος, ποιοι τον κολάκευαν απλώς και μόνο για να ικανοποιούν τον ναρκισσισμό και την αυταρέσκειά του, ποιοι δεν νοιάζονταν τόσο ώστε να τού ασκήσουν κριτική ρισκάροντας έτσι να χαλάσουν τη σχέση τους μαζί του. Συνειδητοποιεί όμως και ποιοι είναι αυτοί που νοιάζονταν γι’ αυτόν πραγματικά, ποιοι κατά καιρούς τον κατέκριναν για τις πράξεις του όχι επειδή τάχα τον θεωρούσαν κατώτερο ή ήθελαν να υποτιμήσουν την αξία του ως άνθρωπο αλλά επειδή πίστευαν πραγματικά σ’ αυτόν και ήθελαν να τον βοηθήσουν να γίνει καλύτερος άνθρωπος, έστω κι αν έτσι ρίσκαραν να χαλάσουν τη σχέση τους μαζί του.

(συνεχίζεται…)