ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
Άρχοντος Ιερομνήμονος της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας
Η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 18701, η οποία συντελείται με τις ευλογίες της ορθόδοξης Ρωσίας, αναζωπυρώνει τον αιώνιο ιμπεριαλιστικό πόθο των σλαβικών φύλων. Η γη των μαρτύρων και ηρώων, η εν λίθοις και μνημείοις σωζομένοις φθεγγομένη την ελληνικότητά της Μακεδονία, ζει σε πυρακτωμένο καμίνι.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, του οποίου τον οίακα διευθύνει ο νουνεχής, σώφρων, διπλωματικά οξύνους, ηπίων τόνων, προικισμένος με οργανωτικές ικανότητες και βαθύτατα Έλληνας Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’ Δεβετζής2 ανησυχεί για την αναμενόμενη δυσάρεστη κατάσταση, στην οποία περιέρχεται ο Ελληνισμός της Μακεδονίας. Ο φαεινός νους του συλλαμβάνει την ιδέα θωράκισής της και την αποτροπή του αφελληνισμού της.
Για αυτό και στέλνει στις Μητροπόλεις του βορειοελλαδικού χώρου αρχιερείς ψυχωμένους, νεανικής ηλικίας, που είναι αποφασισμένοι να μεταβάλουν τη λαμπηδόνα των λίθων της μίτρας τους σε ακάνθινο στέφανο μαρτυρίου3. Στο σαντζάκι της Δράμας τον Χρυσόστομο Καλαφάτη4.
Ο Χρυσόστομος Καλαφάτης, γεννημένος στην Τρίγλια της Μικράς Ασίας το 1867, έρχεται στη Δράμα στις 22 Ιουλίου 1902. Και όχι μόνος. Φέρνει μαζί του τον 22χρονο Θεμιστοκλή Χατζησταύρου5 γεννημένο στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας το 1880, προσωπικό του φίλο, το alter ego του, εγκρατή των θεολογικών Γραμμάτων, αριστούχο της Ιεράς Θεολογικής Σχολής Χάλκης και πτυχιούχο του Πανεπιστημίου της Λωζάννης6.
Ψυχωμένος και βαθύτατα Έλληνας και, παρά το νεαρό της ηλικίας του, αντιλαμβανόμενος πλήρως το δυσοίωνο κλίμα του χώρου, όπου περιχαρής έρχεται να υπηρετήσει, επιδίδεται σε τιτάνιο έργο.
Αναλαμβάνει πρόθυμα και χωρίς να φείδεται του σαρκίου του την εκτέλεση των εντολών του Γέροντός του, παριστάμενος σε ευχάριστα και σε θλιβερά γεγονότα7.
Εκφωνεί, μεταβαίνοντας στο Νευροκόπι, στην Πλέβνα (Πετρούσα), στο Εγρί Δερέ (Καλλιθέα) και Γκόρνιτσα (Καλή Βρύση) τους επικηδείους των Ιω. Δεληνάσιου, Αθ. Βαλαβάνη, Μάρτζιου [στύλου και σωτήρα της Γκόρνιτσας (Καλής Βρύσης)], της θρυλικής οικογένειας των Κομβόκηδων, του παπα Ιωάννη Οικονόμου Παπαεμμανουήλ, του ιερέα και των πέντε ιερομαρτύρων Νευροκοπίου, που τους θάβει μαζί με τον Ίωνα Δραγούμη, πρόξενο στις Σέρρες8.
Μεταβαίνει με εντολή του Γέροντός του στη Βησσοτσάνη (Ξηροπόταμο) για να ανοίξει τον σφραγισμένο ιερό ναό της, τον οποίο διεκδικούσαν οι Εξαρχικοί9 και να τελέσει εσπερινό. Και την ώρα, που έλεγε τα ειρηνικά, δέχθηκε τις αποδοκιμασίες και τις απειλές των αντιθέτων, ενώ γυναίκες των εξαρχικών μπήκαν στην εκκλησία, τον τραυματίσανε και επιχειρήσανε χωρίς επιτυχία να τον απαγάγουν. Τον έσωσε η δύναμη χωροφυλακής, η οποία έφθασε έγκαιρα από τη Δράμα10.
(συνεχίζεται…)
- Αποστόλου Βακαλοπούλου, Η πορεία του Γένους, Αθήνα 1966, σ. 68, Μιχ. Γεδεών, Έγγραφα πατριαρχικά και συνοδικά περί του βουλγαρικού ζητήματος (1852-1873), Κωνσταντινούπολις 1908.
- Αρχείον Χρυσοστόμου, τόμ. Α’, σελ. 379.
- Σαράντου Καργάκου, Ο Εθνομάρτυρας Χρυσόστομος, σ. 45, Βόλος χ.χ.
- Αρχείον Χρυσοστόμου, τόμ. Α’, σ. 476.
- Περισσότερα για τον Θεμιστοκλή Χατζησταύρου δες: Γ. Κ. Χατζοπούλου, Ιστορικά Ανάλεκτα της Εκκλησίας της Δράμας, Δράμα 2006, 2017 και Γεωργίου Θ. Πρίντζιπα, Χρυσόστομος Β’ Χατζησταύρου, Καβάλα 1982.
- Αρχείον Χρυσοστόμου, τόμ. Α’, σελ. 413.
- Ιωβηλαίον του Μητροπολίτου Φιλίππων Νεαπόλεως και Θάσου, σ. 372, Καβάλα 1960 και Αρχείον Χρυσοστόμου, τόμ. Α’, σ. 81.
- Ιωβηλαίον, σσ. 372, 393 και Αρχείον Χρυσοστόμου τόμ. Α’, σ. 81.
- Αρχείον Χρυσοστόμου, τόμ. Α’, σσ. 11, 12, 16, 28, 32, 36, 384.
- Ιωβηλαίον, σσ. 394,400 και Γεωργίου Θ. Πρίντζιπα, Χρυσόστομος Β’ ο Χατζησταύρος, εκδόσεις «Παρουσία», σσ. 21-22, Καβάλα 1982. Ο ναός της Βησσοτσάνης κλείσθηκε το 1892 (Αρχείον Χρυσοστόμου σ. 5, τόμ. Α’). Το κλείσιμο οφειλόταν στο ότι την κατέλαβαν οι εξαρχικοί, εμποδίζοντας τους πατριαρχικούς να λειτουργήσουν σε αυτόν. Στη διαμάχη ανάμεσα στους πατριαρχικούς και στους εξαρχικούς αποφάσισαν να θέσουν τέρμα οι οθωμανικές αρχές σφραγίζοντάς τον με εισήγηση των Άγγλων αξιωματικών, οι οποίοι βρίσκονταν ως τοποτηρητές στο σαντζάκι της Δράμας (Αρχείον Χρυσοστόμου, τόμ. Α’, σσ. 11 και 384).
Το 1903 ο Χρυσόστομος, ύστερα από έντονες διπλωματικές ενέργειες στις τουρκικές Αρχές παραλαμβάνει τα κλειδιά και την Εκκλησία. Παρά ταύτα οι εξαρχικοί συνεχίζουν τη διεκδίκησή της, δημιουργώντας επεισόδια με κορυφαίο αυτό του 1903 (Ιωβηλαίον, σ. 399), Αρχείον, Χρυσοστόμου, τόμ. Α’, σσ. 35, 384).