ΑΡΘΡΟ

Του Θεόφιλου Ξανθόπουλου

Βουλευτή Ν. Δράμας

Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ

Με την αποχώρηση των 11 Βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και τη δημιουργία της νέας κοινοβουλευτικής ομάδας με τον τίτλο Νέα Αριστερά, ολοκληρώθηκε για το Κόμμα μας μια περίοδος βαθιάς εσωστρέφειας και εσωτερικής περιδίνησης. Περίοδος που ξεκίνησε με τη διπλή εμφατική ήττα των εκλογών, που είχε ως αποτέλεσμα την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα και την έναρξη της εσωκομματικής διαδικασίας, που ανέδειξε Πρόεδρο τον Στέφανο Κασσελάκη.

Δυστυχώς η εκλογή δεν ήταν το τέρμα αλλά η αρχή μιας νέας περιόδου εσωστρέφειας καθώς ένα τμήμα της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ δεν αποδέχθηκε ουσιαστικά το αποτέλεσμα των εκλογών και το ενδεχόμενο διάσπασης ή αποχώρησης εξακολουθούσε να απασχολεί τα μέλη και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και φυσικά την κοινή γνώμη. Εδώ και δύο περίπου μήνες η αξιωματική αντιπολίτευση πρωταγωνιστεί στα πρωτοσέλιδα και την ειδησεογραφία για τους λάθους λόγους.

Το ερώτημα αν θα φύγουν, ποιοι θα φύγουν, πόσοι θα φύγουν και πότε θα φύγουν είχε εγκατασταθεί στη δημόσια σφαίρα, με αποτέλεσμα να επικαλύπτεται κάθε άλλη προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ. Σημαντικές παρεμβάσεις της Κοινοβουλευτικής Ομάδας δεν έβλεπαν το φως της δημοσιότητας και έμεναν στο ημίφως ενώ και το κλίμα εντός του Κόμματος δεν βοηθούσε στην ανάληψη πολιτικών πρωτοβουλιών, που θα σηματοδοτούσαν την υπέρβαση της κρίσης. Ως αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης έχουμε το γεγονός της πλήρους υπεροχής της κυβέρνησης είτε δημοσκοπικά είτε πολιτικά.

Ήδη όλα τα ανωτέρω αποτελούν παρελθόν. Η αποχώρηση των Βουλευτών/τριών έκλεισε αυτόν το εκτεταμένο κύκλο της εσωστρέφειας και πλέον το κόμμα απερίσπαστο επιχειρεί να διαμορφώσει πολιτική που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες, τις απαιτήσεις αλλά και τα δικαιώματα της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας, την οποία φιλοδοξεί να εκφράσει. Οι συνθήκες, που μας κληροδότησε η ήττα των διπλών εκλογών, είναι δυσμενείς. Οι δημοσκοπήσεις δεν είναι ενθαρρυντικές και οι ανάγκη να υπερβούμε τις δυσκολίες επιτακτική.

Η πρόσφατη συνεδρίαση της Κ.Ε. ήταν ένα μήνυμα ελπίδας. Επιτέλους, μετά από καιρό δεν υπήρξε γκρίνια και ήδη το Κόμμα τέθηκε σε κίνηση ενόψει του Συνεδρίου στο τέλος Φεβρουαρίου. Ψηφίσθηκε η Κεντρική Οργανωτική Επιτροπή του Συνεδρίου, που αποτελείται από νέα αλλά και έμπειρα μέλη. Ταυτόχρονα ανασυστήνονται οι Επιτροπές Παρακολούθησης και Ελέγχου Κυβερνητικού Έργου, οι γνωστές ΕΠΕΚΕ και διασυνδέονται με τα ανάλογα Τμήματα του Κόμματος.

Καταλύτης για την ολοκλήρωση των εργασιών υπήρξε η συζήτηση του προϋπολογισμού. Ούτως ή άλλως πρόκειται για κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία, στην οποία είναι απαραίτητο να συμμετάσχουν όλοι οι τομείς του Κόμματος, ώστε η συζήτηση στη Βουλή να λάβει χαρακτήρα συνολικής αντιπαράθεσης με την κυβερνητική πολιτική και τον προτεινόμενο προϋπολογισμό. Εδώ πράγματι τέθηκε το Κόμμα, μετά από καιρό, σε κίνηση και στα χέρια των Βουλευτών έφθασαν συλλογικά επεξεργασμένες θέσεις για όλα τα επιμέρους θέματα. Η συζήτηση στη Βουλή εξελίχθηκε με τον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ να ανταποκρίνεται στον ρόλο της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, να ασκεί συνολική αντιπολίτευση στο επιχειρούμενο σχέδιο της κυβέρνησης και να αναδεικνύει το δικό μας πολιτικό σχέδιο, που βρίσκεται στον αντίποδα με το κυβερνητικό.

Φυσικά τελικός και αποκλειστικός κριτής είναι οι πολίτες. Αλλά για να κρίνουν οφείλουμε να τους παρουσιάσουμε την εναλλακτική μας πρόταση. Πρόταση που βασίζεται στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων της μεγάλης πλειοψηφίας του Ελληνικού Λαού και τα οποία δικαιώματα, οικονομικά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά βρίσκονται τα τελευταία χρόνια σε διαρκή υποχώρηση και περιστολή. Ήρθε η ώρα της αντεπίθεσης, ήρθε η ώρα των πολιτών, η ώρα της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Είναι η στιγμή της οικοδόμησης ενός μεγάλου δημοκρατικού μετώπου, που θα χτισθεί σε όλα τα κοινωνικά μέτωπα και θα καταστεί ηγεμονικό στην Κοινωνία. Και σ’ αυτή την προσπάθεια ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ θα είναι συνεχώς παρών και θα δίνει τη μάχη με τη μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση και ένταση. Γιατί το απαιτεί και η Ιστορία της Αριστεράς και το ‘χει ανάγκη η Κοινωνία.

 

Το άρθρο του κ. Ξανθόπουλου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Documento»