ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

τ. Λυκειάρχη

Μετά την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) και τη βραχύβια συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) η κατάσταση στον μακεδονικό χώρο κατέστη εκρηκτική. Η πρώτη ήταν έργο τόσο της ρωσικής πολιτικής, όσο και της τουρκικής. Οι Ρώσοι με την ίδρυση της Εξαρχίας αποβλέπανε στον έλεγχο των Βαλκανίων, και ιδιαίτερα της Βουλγαρίας, με στόχο την πρόσβασή τους στο Αιγαίο και από εκεί στη Μεσόγειο, γι’ αυτό και ενισχύανε οικονομικά τα βουλγαρικά κομιτάτα στην προσπάθειά τους για αφελληνισμό του μακεδονικού χώρου. Οι Τούρκοι από την πλευρά τους επιμένανε στην εφαρμογή του δόγματος του «διαίρει και βασίλευε». Και στην προκειμένη περίπτωση επιδιώκανε τη διαίρεση του χριστιανικού κόσμου στον βαλκανικό χώρο.

Από την άλλη πλευρά η θνησιγενής συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) ισχυροποιούσε το όνειρο της Μεγάλης Βουλγαρίας, ένα όνειρο, που ενώ το Συνέδριο του Βερολίνου (1878) το οδήγησε σε λήθαργο, όμως εξακολουθούσε να τρέφει τις ελπίδες των Βουλγάρων.

Όταν πια οι Βούλγαροι διαπίστωσαν ότι η διπλωματική οδός δεν επρόκειτο να το οδηγήσει σε ανάνηψη το κείμενο σε λήθαργο όνειρό τους, έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο της τρομοκράτησης, του εκβιασμού, του εκμαυλισμού των συνειδήσεων των κατωτέρων και συνήθως απαίδευτων και οικονομικά ασθενέστερων λαϊκών στρωμάτων με την οικονομική ευλογία της ορθοδόξου Ρωσίας, των άγριων δολοφονιών, των δημεύσεων, των πυρπολήσεων των σπιτίων των πατριαρχικών, την κατάληψη των ορθοδόξων ναών και σχολείων, την εξόντωση των ορθοδόξων ιερέων και των διαπνεομένων από Ελληνισμό διδασκάλων.

Ομάδες κομιτατζήδων με αρχηγούς τους Σαντάνσκη, Ντόντσου, Στόικου, Στανίση, Μπάντσεφ, Σαπράνωφ και άλλους είχαν καταστείθ οι εφιάλτες των Ελλήνων Πατριαρχικών της Ανατολικής και Βορειοανατολικής Μακεδονίας.

Από τηλεγράφημα του δραστήριου προξένου της Ελλάδος στην Καβάλα Νικολάου Μαυρουδή προς τον Υπουργό των Εξωτερικών Α. Σκουζέ πληροφορούμεθα ότι η δράση των κομιτατζήδων εκδηλώθηκε αρχικά στα χωριά της Δράμας Τσατάλτζα (σημερινή Χωριστή), Πλέβνα (σημ. Πετρούσα) και Γκόρνιτσα (σημ. Καλή Βρύση) με προοπτική να επεκταθεί στην Αλιστράτη, την Προσοτσάνη και σε άλλα πατριαρχικά χωριά, όπως στο Εγρί-Δερέ (σημ. Καλλιθέα), Κουμάλιστα (σημ. Κοκκινόγεια), Καρλίκοβα (σημ. Μικρόπολη) κ.ά., πράγμα που συνέβη. Όλο το σαντζάκι βρέθηκε επί ποδός. Ανταρτικά σώματα άρχισαν να συγκροτούνται σε κάθε σχεδόν οικισμό, ενώ η κυβέρνηση των Αθηνών τα εξόπλιζε με το αναγκαίο πολεμικό υλικό, που κατέφθανε στο λιμάνι της Καβάλας και από εκεί προωθούνταν με άκρα μυστικότητα στα χέρια των στελεχών των ανταρτικών ομάδων.

Από την πλευρά των Ελλήνων αρχικά, πριν το 1903, η αντίδραση ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Ένοπλη αντίσταση δεν υφίστατο. Και σ’ αυτό έφεραν ευθύνη οι Έλληνες διπλωματικοί και στρατιωτικοί εκπρόσωποι, οι οποίοι, υιοθετώντας το δόγμα της διατήρησης αγαθών σχέσεων με τις τουρκικές αρχές, αποθαρρύνανε τους ορθοδόξους Έλληνες να προβούν στην ανάληψη οποιασδήποτε δυναμικής πρωτοβουλίας.

Το δόγμα αυτό υποστήριζε και ο χαμηλών τόνων Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’, ο οποίος συνιστούσε τη διπλωματική οδό για την αντιμετώπιση των βιαιοτήτων, με σκοπό την υπεράσπισης των δικαιωμάτων του ποιμνίου του.

Οι Έλληνες της Μακεδονίας είχαν κουρασθεί να ακούουν τους διπλωματικούς εκπρόσωπους τους να τους συνιστούν να κάνουν υπομονή, τη στιγμή που οι Βούλγαροι κομιτατζήδες δεν είχαν καμία αναστολή, γιατί είχαν έναν στόχο: να δολοφονούν, να ρίχνουν βόμβες, όπως στο καζίνο της Δράμας, στην Αγία Κυριακή της Αλιστράτης, και μάλιστα την ημέρα της πανήγυρης, μολονότι ο σουλτανικός ιραδές προέβλεπε καταδίκη σε θάνατο των βομβιστών. Όταν πια η κατάσταση πήρε ανησυχητικές διαστάσεις, άρχισε η ενεργός κινητοποίηση του ελληνισμού στην Ανατολική Μακεδονία μετά το 1903.

Οι Έλληνες των Αθηνών άρχισαν να ανησυχούν. Ιδρύουν συλλόγους και σωματεία για τη στήριξη των Ελλήνων της Μακεδονίας. Κάποια στιγμή αφυπνίζεται και η ελληνική κυβέρνηση. Στέλνει επιτροπή από αξιωματικούς στη Μακεδονία για να εξετάσει την κατάσταση και να συντάξει έκθεση. Στην αποστολή μετέχει και ο Παύλος Μελάς, ο οποίος εισηγείται την ένοπλη επίθεση με το σύνθημα: «Φωτιά στη Φωτιά».

(συνεχίζεται…)

*Το άρθρο αποτελεί εισήγηση στο συνέδριο τοπικής Ιστορίας της πόλης της Καβάλας, το οποίο πραγματοποιήθηκε από 24 ώες 26 Νοεμβρίου 2017