ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

 

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

«Τον χρόνο εκείνο, όπως το παραδέχονται όλοι, σημειώθηκαν πολύ λίγες άλλες αρρώστιες και όσοι υπέφεραν από κάτι άλλο προγενέστερα, πάθαιναν όλοι λοιμική. Όσοι όμως ήταν υγιείς, πάθαιναν την αρρώστια ξαφνικά.

Στην αρχή με δυνατούς πονοκεφάλους, υψηλό πυρετό, με φλόγωση των ματιών, που κοκκίνιζαν. Το στόμα βρωμούσε. Μετά άρχιζε φτέρνισμα και η αρρώστια κατέβαινε στο στήθος προκαλώντας δυνατό βήχα! Όταν κατέβαινε στην καρδιά, προκαλούσε μεγάλη αναταραχή και πολύ οδυνηρούς εμετούς και κενώσεις κάθε είδους χολής.

Τους περισσότερους τους έπιανε λόξυγγας, που προκαλούσε δυνατούς σπασμούς.

Το σώμα εξωτερικά δεν ήταν στην αφή θερμό ούτε κίτρινο, αλλά κοκκινωπό και χλωμό, γεμάτο φουσκαλίδες και εξανθήματα! Όμως ο εσωτερικός πυρετός ήταν τόσο μεγάλος, ώστε οι άρρωστοι δεν μπορούσαν να υποφέρουν ούτε τα λεπτά ρούχα ούτε σεντόνια ούτε άλλο τι και ήθελαν να μένουν γυμνοί. Ένιωθαν μεγάλη ανακούφιση, αν μπορούσαν να μπουν σε δροσερό νερό. Και πολλοί, που δεν είχαν κανένα να τους προσέχει, έπεφταν στις στέρνες τυραννισμένοι από ακατάπαυστη δίψα, που, όσο κι αν έπιναν, δεν μπορούσαν να τη σβήσουν.

Όσο η αρρώστια ήταν στην οξεία φάση της, το σώμα άντεχε και δεν αδυνάτιζε. Οι περισσότεροι πέθαιναν μετά από επτά ή εννιά ημέρες με υψηλό πυρετό.

Η αρρώστια διαπερνούσε όλο το σώμα, αρχίζοντας από το κεφάλι, κατέβαινε σ’ όλο το σώμα, περνούσε στα άκρα και προσέβαλε τα γεννητικά όργανα, τα χέρια και τα πόδια.

Πολλοί σώθηκαν άλλοι έμειναν παράλυτοι, άλλοι έχασαν το φως τους και άλλοι πάθαιναν αμνησία.

Όταν γίνονταν καλά δεν ήξεραν ποιοι ήταν και δεν αναγνώριζαν τους συγγενείς και τους φίλους τους.

Τα όρνια και τα άλλα τετράποδα, όσα τρώνε ανθρώπινο κρέας, δεν ζύγωναν τα πτώματα και, αν τα άγγιζαν, ψοφούσαν. Τα όρνια εξαφανίστηκαν και δεν τα έβλεπε κανείς, ούτε και τους σκύλους.

Αυτά ήταν, γενικά, τα χαρακτηριστικά της αρρώστιας! Όσο διαρκούσε η επιδημία, δεν παρουσιάστηκε καμία από τις συνηθισμένες αρρώστιες. Και αν παρουσιαζόταν κατέληγε στη λοιμική.

Τον μεγαλύτερο οίκτο για τους αρρώστους ένιωθαν όσοι είχαν πάθει την αρρώστια και είχαν σωθεί. Η αρρώστια δεν πρόσβαλε ποτέ τον ίδιο άνθρωπο δεύτερη φορά ή, αν τούτο συνέβαινε, δεν ήταν θανατηφόρα».

Έτσι περιγράφει ο μεγάλος ιστορικός τον λοιμό της Αθήνας. Προτού όμως δούμε τα κοινά σημεία του με τον Covid-19, ας προσθέσουμε κάποιες πληροφορίες σχετικές μ’ αυτόν (λοιμό).

 

(συνεχίζεται)