ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

 

ΕΙΚΟΝΕΣ ΘΛΙΨΗΣ ΚΑΙ ΟΡΓΗΣ

 

Όσα ακολουθούν, γράφονται με βαθύτατο πόνο ψυχής για την κακοδαιμονία, που πλήττει έναν τόπο, στον οποίο αξίζει καλύτερη μοίρα.

Και του αξίζει καλύτερη μοίρα, γιατί είναι ένας τόπος ευλογημένος, αφού προικίσθηκε με πολύτιμα αγαθά, όπως το νερό, τον δασικό πλούτο, το ανεκτίμητης αξίας υπέδαφος (μάρμαρο, μέταλλα κ.α.) και την ιστορική πορεία επτά χιλιετηρίδων.

Και όμως αυτός ο τόπος, που οι κάτοικοί του φυλάγουν Θερμοπύλες, αντί να τρώνε με χρυσά κουτάλια, οδεύουν εδώ και δεκαετίες στις φάμπρικες της Αλλοδαπής, αφήνοντας πίσω τους με σπαραγμό ψυχής τα περήφανα γηρατειά και απογυμνώνοντάς τον από τα δημιουργικά χέρια.

Και για να γίνω πιο σαφής αναφερόμενος στα χάσκοντα εναπομείναντα κουφάρια κάνω αρχή από το κουφάρι της Αθηναϊκής Χαρτοποιίας, της γνωστής Softex. Τον οικονομικό πνεύμονα της πόλης και του Νομού που διόγκωνε τα θυλάκια των κατοίκων του κάθε μήνα. Ένα σμάρι χιλίων και πλέον ατόμων έδινε λύση όχι μόνο στον επιούσιό του, αλλά και ενίσχυε τον καταθετικό τομέα των Τραπεζών. Ένας πνεύμονας οικονομικός, ρωμαλέος, δημιουργικός, που έδινε ζωή, αναπτέρωνε ελπίδες, καλλιεργούσε την αισιοδοξία και όπλιζε την ψυχή με δύναμη για ποικίλη δημιουργία.

Και τώρα ένα πελώριο κουφάρι σε αποσύνθεση, στον ζωογόνο κάμπο της μαρτυρικής Δράμας. Θλίψη και οργή δίκαια αγκαλιάζουν την ψυχή σου καθώς ξεδιπλώνεις το δρόμο προς την συμπρωτεύουσα.

Εύλογα σε καταλαμβάνει μελαγχολία καθώς αντικρύζεις ένα κουφάρι, που επιδίδεται σε μια σιωπηλή διαμαρτυρία! Ένα γιατί διασχίζει τον χρυσοφόρο κάμπο! Ένα γιατί του μάννα χολήν αντί του ύδατος όξος πλανάται στον αέρα.

Ποιες λοιπόν βέβηλες χείρες υπέγραψαν ασύστολα τη ληξιαρχική πράξη θανάτου της Softex; Με πόσα αργύρια εκτιμήθηκε ο θάνατός της; Και ποιος ο αποδέκτης, ο ωφεληθείς από τη σορό της;

Η ταπεινότητά μου πολλές φορές από το τηλεοπτικό βήμα υπέβαλε το ερώτημα: Ποιο το αμάρτημα της Softex, ώστε να καταδικασθεί στην εσχάτη των ποινών και στη συνέχεια να οδηγηθεί στην αγχόνη; Και ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα. Κατάπιαν τη γλώσσα τους και εποιήσαν την νήσσαν τόσο οι ηθικοί, όσο και οι πραγματικοί δράστες της δολοφονίας της.

Κι ο λαός της Δράμας, που του πήραν οι βέβηλοι την μπουκιά από το στόμα, που ανάμεσά τους συγκαταλέγονται και δράστες συντοπίτες μας, ακολούθησε τον παροιμιακό λόγο «σφάξε με, αγά μου, να αγιάσω».

Και άγιασαν όσοι τον επικαλέσθηκαν και ξετσίπωτοι περιφέρονται ανά τας οδούς της πόλεως απεχθανόμενοι το χαρακίρι. Κι οι μαύρες σημαίες και οι οργισμένες κραυγές αδικίας έμειναν να σκονίζονται στα ερμάρια της λήθης. Και οι δυνατοί του τόπου, οι ενδεδυμένοι την τήβεννο του λαϊκού σωτήρα, προτίμησαν να σιτίζονται στο δημόσιο πρυτανείο.

Έλειψαν τα φραγέλια και οι βρεγμένες σανίδες, ενώ δεν λειτούργησαν οι ναοί της θείας δίκης. Φρόντισαν με την ανοχή των αδικηθέντων να κλειδομανταλώσουν το ιερό τέμενος της ευθυκρισίας.

Τέτοιο κεφάλι, τέτοιο ξύρισμα, αποφαίνεται ο κατά τα άλλα μαχητικός και εύθικτος λαός μας! Όμως, μολονότι το διατυμπανίζει, αρκείται μόνο σε κενή φραστική διαμαρτυρία.

Ας μην επιρρίπτει τις ευθύνες άλλους δράστες. Το κυνήγι της χίμαιρας έχει καταγραφεί στη δέλτο της μυθολογίας. Η πράξη καθαγιάζει, αυτή απονέμει το δίκαιο, αυτή λειτουργεί ως πρόφραγμα της αδικίας.

Μα δεν τελειώσαμε. Θα επανέλθουμε αναφερόμενοι σ’ άλλο κουφάρι προς δόξαν των αμετανόητων δραστών.