ΑΡΘΡΟ

Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά

ATPL

AIRLINE PILOT

B737NG AIRBUS 320

 

 

 

 

Σε πρόσφατο άρθρο εφημερίδας ευρείας κυκλοφορίας με τίτλο «Οι Τσιγγάνοι» και αφορμή ένα αποτρόπαιο έγκλημα που διέπραξαν δύο Έλληνες Ρομά στην Κορινθία, ο συντάκτης διαπιστώνει: «Η παραβατικότητα των γύφτων στην Ελλάδα είναι καθημερινό πρόβλημα. Η φυλή αυτή […] ζει στο περιθώριο της ελληνικής κοινωνίας. Είναι κακοντυμένοι, βρόμικοι, εντελώς αγράμματοι και ρέπουν μονίμως στην παρανομία» («Το Βήμα», 14.1.2020).

Η παραπάνω διαπίστωση είναι καταφανώς ρατσιστική. Αποδίδει συγκεκριμένα αρνητικά χαρακτηριστικά σε μια ομάδα ανθρώπων με βάση τη φυλή, εξαιτίας της δράσης κάποιων μελών της. Η εγκληματική δράση συμμοριών ή και μεμονωμένων ατόμων, όσο εκτεταμένη και να είναι, δεν θα πρέπει να μας κάνει να ξεχνούμε όσους ανήκουν σε μια κοινωνική κατηγορία και δεν εγκληματούν. Και αυτοί είναι η πλειονότητα. Και, ιδιαίτερα για ομάδες όπως οι Ρομά οι οποίοι βρίσκονται στο κοινωνικό περιθώριο, να ενδυναμώνουμε τους υπόλοιπους: τις γυναίκες, που βιώνουν έναν διπλό αποκλεισμό, όσους δεν έχουν καμία ευκαιρία απασχόλησης, τα παιδιά και τις νέες που –με ευθύνη είτε των γονιών τους είτε του κράτους– είναι αποκλεισμένα από το σχολείο. Μόνο αν στραφούμε στους μη εγκληματίες –και όχι γενικεύοντας την εγκληματική δράση κάποιων– θα προωθηθεί η κοινωνική συμπερίληψη.

Από τις αρχές του 2017 με το Συμβούλιο της Ευρώπης (ΣτΕ) υλοποιείται στην Ελλάδα ένα πρόγραμμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, με έμφαση και στις Ρομά γυναίκες, καθώς η πρόσβαση σε δικαιώματα και υπηρεσίες αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση αντιμετώπισης του αποκλεισμού. Διεθνείς και ευρωπαϊκοί οργανισμοί άλλωστε έχουν κάνει συστάσεις στα κράτη και έχουν προωθήσει στρατηγικές (όπως η 2018-2023 για την ισότητα των φύλων του ΣτΕ) καθώς δέχονται ότι ιδιαίτερα οι γυναίκες που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, όπως οι Ρομά, αντιμετωπίζουν πολλαπλές μορφές βίας και διακρίσεων, ακόμη και από τα μέλη της ίδιας τους της κοινότητας. Αυτό έχουν δείξει και έρευνες, όπως η EUMIDIS II του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

Απευθύνθηκαν σε αυτό το πρόγραμμα περισσότερες από 1.500 Ρομά γυναίκες, με πάνω από 2.000 υποθέσεις. Το πρόβλημά τους δεν ήταν ότι παρέβησαν τον νόμο και χρειάστηκαν βοήθεια, αλλά ότι δεν είχαν επαρκή πρόσβαση σε αρχές και υπηρεσίες, ήταν αποκλεισμένες. Τους βοήθησαν να υποβάλουν αιτήσεις, να απευθυνθούν στον θεσμό της νομικής βοήθειας τον οποίο δεν γνώριζαν, να καταγγείλουν διακρίσεις από τις αρχές, ενδοοικογενειακή βία.

Εντοπίστηκαν γυναίκες και άντρες που για λόγους που έχουν να κάνουν με ιστορικές ευθύνες του ελληνικού κράτους –και όχι επειδή οι ίδιοι το επιλέγουν– δεν μπορούν να εγγραφούν στα δημοτολόγια και να εκδώσουν μια απλή ταυτότητα, που είναι «αόρατοι» και δεν μπορούν να κάνουν καμία νόμιμη εργασία.

Υπήρξαν Ρομά που προσπάθησαν να νοικιάσουν σπίτια με νόμιμο εισόδημα, ή την βοήθεια προγραμμάτων, και να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο και οι περίοικοι ή οι σύλλογοι γονέων αντέδρασαν. Αναφέρθηκαν περιπτώσεις όπου συνταγματικά κατοχυρωμένοι θεσμοί, όπως αυτός της νομικής βοήθειας, δεν λειτουργούν στην πράξη – προκαλώντας την παρέμβαση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου (11159/2017). Υπήρξαν καταγγελίες για δράση των αρχών με «φυλετικό προφίλ», για επιχειρήσεις «σκούπα» σε καταυλισμούς και αστυνομική βία. Και, φυσικά, έγινε γνωστό στους ανθρώπους ότι και δικαιώματα έχουν, μαζί και υποχρεώσεις. Την ίδια στιγμή, αναφέρθηκαν στις αρχές τα προβλήματα και προσφέρθηκαν εκπαιδεύσεις στο προσωπικό σε ζητήματα καταπολέμησης των διακρίσεων και υλοποίησης της σχετικής νομοθεσίας.

Στο πρόγραμμα αυτό υπήρξε συνεργασία με Έλληνες Ρομά δικηγόρους, διαμεσολαβητές, γυναίκες και άντρες, οι οποίοι δεν είναι κακοντυμένοι ή βρόμικοι, ούτε ρέπουν προς την παρανομία. Είχαν τις προϋποθέσεις –δεν ζουν όλοι οι Ρομά σε ακραία φτώχεια ούτε είναι όλοι στο περιθώριο–, τύχη, ικανότητα. Παρ’ όλα αυτά έπρεπε και αυτοί να ξεπεράσουν τους σκοπέλους των αρνητικών στερεοτύπων και του χαρακτηρισμού τους ως «γύφτων». Είναι οι Ρομά που δεν θα τους εντοπίσει κανείς στον δρόμο, δεν ζουν σε παράγκες και δεν είναι βρόμικοι, που η ύπαρξή τους δεν δείχνει μόνο ότι μπορούν να υπάρχουν επιτυχημένοι Ρομά –τους οποίους όμως δεν βλέπουμε– αλλά και προδίδει όσους εν τέλει συνδέουν την παραβατικότητα με τα βρόμικα ρούχα.

Αν λοιπόν υπάρχουν –που φυσικά υπάρχουν– εγκληματίες, ανεύθυνοι ή παραβατικοί Ρομά, η ευθύνη των υπολοίπων δεν έγκειται στο να κάνουμε απλουστευτικές γενικεύσεις. Ευθύνη είναι το να ενισχύσουμε και να ενδυναμώσουμε τους υπόλοιπους, θύματα και αυτοί των όσων εγκληματούν. Μόνο έτσι θα προωθήσουμε τον στόχο της μείωσης του αποκλεισμού και της παραβατικότητας.

Να σκεφτούμε πέρα από το μίσος. Και με τους Ρομά και με τους αστυνομικούς Στην κοινωνία υπάρχουν πραγματικά προβλήματα και πραγματικές αντιθέσεις. Το μίσος είναι ο χειρότερος τρόπος να τα αντιμετωπίσουμε.

Πολλές φορές φερόμαστε λες και στην κοινωνία μας δεν υπάρχουν μεγάλα προβλήματα και αντιθέσεις. Και όλες οι κοινωνικές τάξεις δεν έχον τα «λουλούδια» τους. Εδώ υπήρξε ένας φόνος, εδώ χάθηκε μια ζωή, άσχετα αν αυτή η ζωή είχε παραβατική συμπεριφορά, αλλά στο κάτω – κάτω της γραφής χάθηκε μια ζωή 20 ετών μονάχα. Το εάν φταίνε οι αστυνομικοί ή όχι ας το κρίνει νηφάλια η Δικαιοσύνη, μιας και αν συνυπολογίσουμε ότι οι βοηθός της Δικαιοσύνης είναι η Αστυνομία με ό,τι αυτό ακολουθεί.

Ο καθένας από εμάς έχει δει πολλά γύρω από την Αστυνομία και το προσωπικό της, όπως έχει δει πολλά γύρω από την ζωή και την παραβατικότητα των Ρομά. Επειδή η Ιστορία και τα γεγονότα γράφονται και από τον νικητή, αλλά και από τον νικημένο, η αλήθεια βρίσκεται πάντοτε στην μέση, διότι αλίμονο να γραφόταν μονάχα είτε από τους Ρομά είτε από τους αστυνομικούς. Τότε πιστέψτε με θα γινόταν μεγάλο πανηγύρι.

Αφήστε το τι λένε οι διάδικοι δικηγόροι της κάθε πλευράς, τη δουλειά τους κάνουν, ο καθένας για τους λόγους του προβάλει τους ισχυρισμούς του, για χάρη και της τηλεθέασης ρίχνει και ένα δάκρυ και αυτό δεν μας αφορά, αρκεί οι διαχειριστές της Δικαιοσύνης να κάνουν την δουλειά τους σωστά και ευσυνείδητα Αυτό είναι μεγάλο λάθος γιατί και προβλήματα υπάρχουν και αντιθέσεις.

Ας πάρουμε το περιστατικό με το Πέραμα και το πώς χάθηκε μια ζωή.

Είναι προφανές ότι σε αυτή την υπόθεση υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με το πώς συμπεριφέρθηκαν οι αστυνομικοί και αν τήρησαν τους κανόνες εμπλοκής. Γιατί στο τέλος χάθηκε μια ζωή. Και γιατί είναι προτιμότερο να κλαπεί ένα αυτοκίνητο από το να χαθεί μια ζωή.

Όπως προφανές είναι ότι υπάρχει και ένα υπόβαθρο πραγματικού ρατσισμού στην ελληνική κοινωνία. Γιατί είναι αλήθεια ότι όντως αποτελεί πραγματικότητα ότι οι ζωές των Ρομά δεν μετρούν το ίδιο. Και ο ρατσισμός εναντίον τους είναι πραγματικός.

Όπως είναι αλήθεια ότι υπάρχουν πολλά προβλήματα με το πώς λειτουργεί και σκέφτεται η αστυνομία. Από την απουσία εκπαίδευσης για το χειρισμό καταστάσεων μέχρι την ανοχή ακροδεξιών νοοτροπιών, πολλά μπορεί κανείς να σκεφτεί.

Πρόβλημα όμως είναι και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τους αστυνομικούς. Γιατί και αυτά παιδιά δικά μας είναι.

Άσχετα το τι λένε στις τηλεοράσεις οι συνδικαλιστές τους για «παιδιά των 800 ευρώ είναι», θα τους απαντήσω ότι αυτοί επέλεξαν να κάνουν αυτό το επάγγελμα και όπως οι περισσότεροι από εμάς, είμαστε παιδιά των 500 έως και 800 ευρώ. Και εμάς μάνα μας γέννησε.

Μόνο που για όλα αυτά ο χειρότερος τρόπος να τα αντιμετωπίσουμε είναι το μίσος. Και δυστυχώς αυτό βλέπω τριγύρω. Δεν βλέπω προσπάθεια να γίνει κατανοητό το τι έγινε στο Πέραμα και ποια επείγοντα προβλήματα αναδεικνύει ή ποιες αλλαγές υποδεικνύει σε όλα τα επίπεδα, από την οργάνωση της αστυνομίας έως την αντιμετώπιση της κοινωνικής περιθωριοποίησης.

Να διερευνηθεί αν θέλετε ακόμη και αν μας βολεύει ως κοινωνία να υπάρχουν στο περιθώριο οι Ρομά. Και αν υπάρχει πρόβλημα με τους Ρομά ή άλλες κοινότητες η λύση δεν είναι η πρόσκαιρη αναμέτρηση και η λογική «τώρα που τους βρήκαμε να τους βάλουμε μυαλό». Κοινώς βλέπω την εύκολη καταφυγή σε παραλλαγές του μίσους.

Από τη μια, το ρατσιστικό μίσος ή το μίσος για όποιον θεωρείται διαφορετικός ή «παραβατικός», που κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι μερικές ζωές μετράνε λιγότερο ή να θεωρούν ότι για να αντιμετωπιστεί μια κλοπή δεν χάλασε κι ο κόσμος εάν σκοτωθεί κάποιος. Από την άλλη, την εύκολη λύση του μίσους για τους «μπάτσους», που δεν βλέπει ένα πρόβλημα, ούτε προτείνει τρόπους να αντιμετωπιστεί, αλλά περιμένει τρόπο να εκτονώσει μια οργή που δεν μπορεί ποτέ να πάρει σχήμα.

Μόνο που έτσι παραμένουμε εγκλωβισμένοι στον φαύλο κύκλο του μίσους. Απλώς διαλέγουμε «με ποιων το μέρος είμαστε» και «ποιους πολεμάμε». Μπορεί έτσι να αυταπατώμεθα ότι έχουμε «ήσυχη συνείδηση». Όμως, μπροστά δεν θα πάμε.

Μπροστά δεν θα πάμε ποτέ ως κοινωνία όταν σε κάθε ζήτημα που ανακύπτει στη δημόσια σφαίρα θα χωριζόμαστε σε δύο ομάδες που η κάθε μία αναζητά τρόπο να χτυπήσει την άλλη. Με πρόχειρα επιχειρήματα που αποσκοπούν στην ένταση και στην δικαίωση της στιγμής στο δημόσιο λόγο και στα social media. Και αυτή συνήθως είναι η ήπια εικόνα. Η «αναμέτρηση του καναπέ» στα social media στο τέλος καταλήγει σε χτυπήματα κάτω από τη μέση και στο μίσος για την προσωρινή δικαίωση.

«Συχάστε και παραγγέλλατε Delivery» που λέει και ένας φίλος μου.