ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΑ

 

Ιερά Μητρόπολις Δράμας, 2020, σσ.168

 

Τοῦ Δημητρίου Ἰ. Τσιανικλίδη

Δρος Θ. – Νομικοῦ

 

Ἀπό τήν Ἱ. Μ. Δράμας μέ τήν ἐκπνοή τοῦ σωτηρίου ἔτους 2020 κυκλοφόρησε καί εἶδε τό φῶς τῆς δημοσιότητας ἕνα νέο βιβλίο ὑπό τόν τίτλο: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΑΛΙΝΑΡΑ ΤΗΣ ΧΑΛΔΙΑΣ» τοῦ ἀκάματου ἐργάτη τοῦ πνεύματος Μητροπολίτη Δράμας κ. Παύλου, πού ἐπί 15 συναπτά ἔτη διαποιμαίνει θεοφιλώς τόν φιλόχριστο λαό τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας μέ ἔνθεο ζῆλο καί μέ ὑψηλό αἴσθημα εὐθύνης τοῦ ἀρχιερατικοῦ ἀξιώματος. Ὁ σ. τοῦ παραπάνω βιβλίου Σεβ. Μητροπολίτης Δράμας κ. Παῦλος, ὁ ὁποῖος τυγχάνει ἕνας διαπρεπής ἱεράρχης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδας, εἶναι γνωστός στήν πατρίδα μας καί στό ἐξωτερικό, ὄχι μόνο γιά τό εὐπροσήγορο τοῦ χαρακτῆρα του καί τό ἀκραιφνές ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό του φρόνημα, ἀλλά καί γιά τό πλούσιο συγγραφικό του ἔργο καί ἰδιαίτερα σέ θέματα, πού ἀφοροῦν τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία μέ εἰδίκευση σέ ζητήματα τοῦ νεώτερου Ἑλληνισμοῦ. Ὁ σ. γνωστός, ἐπίσης καί στό χῶρο τῶν ἐκδόσεων καί ἀπό ἄλλα σημαντικά καί ἀξιόλογα ἐπιστημονικά του ἔργα, προσφέρει μέσα ἀπό τό χάρισμα τῆς συγγραφῆς μέ ρέοντα λόγο, ὅπως, ἄλλωστε καί ὁ προφορικός-κηρυγματικός του λόγος μέ ἐνάργεια και παραστατικότητα, μιά περισπούδαστη ἱστορικοθεολογική μελέτη.

Ἡ παροῦσα πραγματεία, ἡ ὁποία ἀριθμεῖ 168 σελίδες καί φέρει σχῆμα 14,5Χ 21 ἑκατοστά, ἐκδόθηκε ἀπό τίς ἐκδοτικές ἐπιχειρήσεις «ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ ΑΒΕΕ». Στό μέν ἔγχρωμο ἐξώφυλλο εἰκονίζεται σέ σκαρίφημα ἡ ὡς ἄνω ἱερά μονή, στό δέ ὀπισθόφυλλο τό ἔμβλημα τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Τραπεζούντας, ὁ μονοκέφαλος ἀετός. Ἡ καλαίσθητη καί ἐπιμελημένη ἔκδοση ἀρχίζει μέ τήν ἀφιέρωση τοῦ σ.: «Στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. κ. Βαρθολομαῖο τόν Ἴμβριο πού μέ εὐλάβεια διέδραμε ἅπαντα τά ἱερά τοῦ Εὐξείνου Πόντου» (σελ. 7). Στή συνέχεια ἕπεται ὁ περιεκτικός καί ἐνημερωτικός «Πρόλογος» (σσ. 9-15) τοῦ σ. ὅπου, ἐξιστορεῖ τήν περιπετειώδη διάσωση καί διαφύλαξη τῶν ἱερῶν κειμηλίων τῆς ὡς ἄνω ἱερᾶς μονῆς καί μεταξύ αὐτῶν τῆς θαυματουργῆς εἰκόνας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου. Ἡ περιπλάνηση τῶν παραπάνω κειμηλίων, ἡ ὁποία ξεκίνησε: «κατά τόν ἐπάρατο ἐκπατρισμό τοῦ 1923, ὅπου στήν Δαφνοῦντα, τό λιμάνι τῆς Τραπεζοῦντος, τό καράβι “Πατρίς-Ἐλευθερία” τοῦ Γαλαξειδιώτη πλοιάρχου Παρασκευᾶ Ζαγορᾶ δεχόταν τά συντρίμματα τῆς τρισχιλιετοῦς παρουσίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ στόν Εὔξεινο Πόντο, γιά νά τά μεταφέρει στήν Ἑλλάδα, ὅπως προέβλεπε ἡ συνθήκη τῆς Λωζάννης» (σσ. 9-10), εἶχε εὐτυχῆ κατάληξη, ἀφοῦ περιῆλθαν, σήμερα, στήν κατοχή τῆς Ἱ. Μ. Δράμας, ἡ ὁποία ὡς θεματοφύλακας τῆς ἐκκλησιαστικῆς λειτουργικῆς τέχνης καί λατρείας, θά

διαφυλάξει καί θά διατηρήσει τά ἱερά αὐτά θησαυρίσματα τῆς ἑλληνορθόδοξης πολιτιστικῆς μας κληρονομιᾶς. Ὁ Μητροπολίτης σ. ἀφοῦ περιέγραψε μέ εὐσύνοπτο τρόπο τήν ὀδυσσειακή δοκιμασία τῶν ἀναφερομένων κειμηλίων, ἡ ὁποία ὑπῆρξε καί ἡ γενεσιουργός αἰτία τοῦ παρόντος βιβλίου, προβαίνει ὁ ἴδιος σέ μιά συγκινητική ἐξομολόγηση, γράφει χαρακτηριστικά: «Γι’ αὐτό ἀποφάσισα νά συγγράψω τήν μονογραφία αὐτή γιά τήν Ἱερά Μονή Χαλιναρᾶ, ἐκπληρώνοντας χρέος ἱερό πρός τόν ἅγιο μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, πού τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός του ἄκουγα καθημερινά ἀπό τά χείλη τῆς προγιαγιᾶς μου Ἑλένης Σαμανίδου τό γένος Κωφίδου, πού γεννήθηκε τό 1886, ἀπό τήν ἐνορία Σαμανάντων τῆς χιλιοτραγουδισμένης Κρώμνης, πού ἔλεγε εὐλαβικά: “Ἁέρ’ιμ’ ἀγλήγορε, πρόφθασον (ἅγιε Γεώργιέ μου γρήγορε, πρόφθασε)”. Χρέος καί πρός τά προπύργια τοῦ Ἑλληνισμοῦ τοῦ Εὐξείνου Πόντου, τά μοναστήρια, πού διέσωσαν τήν ὀρθόδοξη πίστη καί τόν ἐθνισμό τοῦ λαοῦ μας, πού ἀπό τό 1461 βρισκόταν κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ σκληροῦ δυνάστη» (σσ. 13-14). Μετά τόν παραπάνω «Πρόλογο» τοῦ σ. ἀκολουθεῖ ὁ ὑπότιτλος: «Προλόγου συνέχεια πενιχρά» (σσ. 17-21), πού φέρει τήν ὑπογραφή τοῦ γνωστοῦ λογίου ἀρχιμ. Δοσιθέου, ἡγουμένου τῆς ἱερᾶς Σταυροπηγιακῆς μονῆς Παναγίας Τατάρνης. Ἀκολούθως, ἡ διάταξη τῆς ὕλης τοῦ παρόντος βιβλίου διαστρωματώνεται ἀπό τόν σ. κατά τόν καλύτερο συστηματικό τρόπο σέ δώδεκα ὑπότιτλους. Ὁ πρῶτος ὑπότιτλος «Εἰσαγωγή: Ὁ μοναχισμός στόν Εὔξεινο Πόντο» (σσ. 23-42) ἔχει ὡς ἀφετηρία τήν καταγραφή τῆς γέννησης, ἐξέλιξης, καθώς καί τῆς διοικητικῆς ὀργάνωσης τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ στήν εὐρύτερη περιοχή τοῦ Πόντου, μέχρι τήν περίοδο τοῦ ἐκπατρισμοῦ τῶν Ἑλλήνων. Παρουσιάζεται, ταυτόχρονα, κατάλογος ἱερῶν μονῶν (ἀνδρώων καί γυναικείων) καί μνημονεύονται, παράλληλα, κληρικοί καί λαϊκοί (αὐτοκράτορες, μητροπολίτες, ἡγούμενοι, μοναχοί, ἐκπαιδευτικοί, κ.ἄ.) οἱ ὁποίοι συνέβαλαν στήν καλλιέργεια τῶν γραμμάτων καί τῶν τεχνῶν, διατηρώντας τήν ἐθνική συνοχή τοῦ Γένους. Γιά τή συμβολή τῶν μοναστικῶν αὐτῶν καθιδρυμάτων, σημειώνει ὁ σ. τά ἑξῆς: «Ὅλα ὅσα ἀναφέρθηκαν ἔχουν σκοπό νά ἐπισημάνουν τήν πανθομολογούμενη προσφορά τῶν μονῶν τοῦ Πόντου. Ἡ ἐπίδρασή τους ὑπῆρξε εὐεργετική καί σωτήρια, ἰδιαίτερα κατά τούς χρόνους τῆς δουλείας. Σέ ἐποχές ὅπου ἡ παιδεία ὁλοκληρωτικά χάθηκε, οἱ μονές ἦταν οἱ φάροι πού σελάγιζαν μέσα στήν ζοφερή καί μεγάλη νύχτα, δίνοντας θάρρος, δύναμη καί ἐλπίδα. Γι’ αὐτό καί ὁλόκληρος ὁ Ἑλληνισμός τοῦ Πόντου τά περιέβαλλε πάντοτε μέ τόν ἀπέραντο θαυμασμό, τήν ἀνυπόκριτη εὐλάβεια καί τήν ἀπεριόριστη εὐγνωμοσύνη του» (σελ. 35). Στόν δεύτερο ὑπότιτλο: «Ἡ Χάρσερα» (σσ. 43-61) καταγράφονται ἡ γεωγραφική θέση τῆς κωμόπολης Χάρσερας τοῦ Εὐξείνου Πόντου, καθώς καί χρήσιμες δημογραφικές καί ἱστορικές πληροφορίες γιά τήν ὥς ἄνω κωμόπολη ἀπό τούς βυζαντινούς χρόνους, μέχρι τόν ξεριζωμό τοῦ ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ τό 1923, μέ ἀναφορά στούς ἁγίους τῆς περιοχῆς, στόν πληθυσμό, στούς ἱερούς ναούς, στίς ἐνορίες, στά σχολεῖα, στούς κρυπτοχριστιανούς, στούς ἐξισλαμισμούς, στά μαρτύρια, στή διοικητική ὀργάνωση (ἰδιότυπο καθεστώς Ντερεμπέηδων, κ. ἄ.), ἐνῶ, παράλληλα, παρέχονται καί βιογραφικά στοιχεῖα ἐπώνυμων χριστιανῶν και μουσουλμάνων (οἰκογένεια Σεβαστού Κυμινήτη, Ὀσμαναγάντων – Μακρίδη, Σπυριδάντη, Γεωργίου Σαρασίτη, Ὀσμάν Τσαούς, Συμέλας Δημητριάδου, κ.ἄ ). Στόν τρίτο ὑπότιτλο: «Ἡ Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Χαλιναρᾶ» (σσ. 63-72), ὅπου μνημονεύεται «ὁ κώδικας τῆς Μονῆς, δωρεά τῆς εὐπόρου ἀρχοντικῆς οἰκογενείας τῶν Σαρασιτῶν τῆς Ἀργυρούπολης, ἡ ὁποία συγκαταλέγεται στούς μεγάλους εὐργέτες της» (σελ. 63), ἐξιστορεῖται ἡ πορεία τῆς Μονῆς ἀπό τούς βυζαντινούς χρόνους καί εἰδικότερα ἀπό τόν 13ο αἰώνα (ἡ γεωγραφική θέση, ἡ ἵδρυση, ἡ ὀνομασία, ἡ λεηλασία ἀπό τούς τουρκομάνους, ἡ ἀνοικοδόμησή της ἀπό τόν αὐτοκράτορα τῆς Τραπεζούντας Ἀλέξιο Γ’ τόν Μεγάλο Κομνηνό, καθώς καί ἡ ποιμαντική δράση τῶν ἡγουμένων Ἀλεξίου, Παρθενίου, κ.ἄ.) μέχρι τά τέλη τοῦ 17ου αἰώνα. Στούς ἑπόμενους ὑπότιτλους: «Ἡ Μονή καί οἱ Ἡγούμενοί της ἀπό τό 1700 ἕως τόν ἐκπατρισμό τοῦ 1923» (σσ.73-92) καί «Πίνακας Ἡγουμένων Μονῆς Χαλιναρᾶς» (σσ.93-98) ὁ σ. ἀφοῦ παρέχει εἰδήσεις γιά τή ζωή καί τό ἔργο τῶν διατελεσάντων ἡγουμένων κατά τήν ὡς ἄνω περίοδο καί ἐξετάζει, ταυτόχρονα, διάφορα πατριαρχικά σιγίλλια, πού ἀφοροῦν τή λειτουργία τῆς μονῆς, δημοσιεύει χρονολογικό πίνακα τῶν παραπάνω ἡγουμένων. Συνεχίζοντας, τή διάρθρωση τῆς ὕλης ὁ σ. παραθέτει τούς κάτωθι ὑπότιτλους: «Τό Καθολικό καί τά ἐξωκκλήσια τῆς Μονῆς» (σσ. 99-102), «Ἡ προσφορά τῆς Μονῆς στήν παιδεία τοῦ Γένους» (σσ. 103-104) καί ἡ «Ἡ Βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς» (σσ. 105-108). Στούς παραπάνω ὑπότιτλους, γίνεται λόγος γιά τήν ἀρχιτεκτονική τοῦ Καθολικοῦ, γιά τά ἐξωκκλήσια, καθώς καί γιά τή συνεισφορά τῆς ἴδιας μονῆς στήν ἐκπαίδευση τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων˙ ἀκόμη, μνημονεύεται κατάλογος χειρογράφων, ἐντύπων, βιβλίων, κ.ἄ., τῆς ἀξιόλογης γιά τήν ἐποχή ἐκείνη βιβλιοθήκης τοῦ μοναστικοῦ αὐτοῦ καθιδρύματος. Ἀκολουθοῦν, ἐπίσης, οἱ ὑπότιτλοι: «Ἡ περιουσία τῆς Μονῆς» (σσ. 109-110) καί «Εὐεργέτες καί δωρητές τῆς Μονῆς» (σσ. 111-118). Στόν μέν πρῶτο ὑπότιτλο γίνεται λόγος γιά τήν ἀκίνητη περιουσία τῆς ὡς ἄνω μονῆς, στόν δέ δεύτερο καταγράφονται πρόσωπα, τά ὁποῖα προσέφεραν πολύτιμες ὑπηρεσίες γιά τή συντήρηση τοῦ μοναστηριακού αὐτοῦ οἰκοδομήματος. Ἀκόμη, ἀναφέρεται ὁ ὑπότιτλος: «Ἡ περί τήν Μονήν τοῦ Ἁγίου Βασιλέιου “Ἀστέρος” διαμάχη» (σσ. 119-123). Ἰδιαίτερη μνεία γίνεται, ἐδῶ, ἀπό τόν σ. ἡ διοικητική διαφορά πού προέκυψε μεταξύ τῶν μονῶν τοῦ Ἁγ. Γεωργίου Χαλιναρᾶ καί τῆς παρακείμενης τοῦ Ἁγ. Βασιλείου «Ἀστέρος» ἡ ὁποία μετά ἀπό τήν ἐπιτυχῆ παρέμβαση τοῦ μητροπολίτη Χαλδίας Γερβάσιου Σουμελίδη (1864-1905), ἱεράρχου δόκιμου καί χαρισματικοῦ καί μέ ἱκανότητες στή διοίκηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, ἔληξε αἰσίως. Ἀκόμη, ὁ σ. μέ τόν ὑπότιτλο: «Ἐπίλογος» (σσ. 125-138) φέρει σέ πέρας τή συνθετική αὐτή μελέτη. Ὁ σ. στόν παραπάνω «Ἐπίλογο», ἀφοῦ ἐξαίρει μεταξύ ἄλλων τήν ἀνεκτίμητη προσφορά τῶν ἱερῶν μονῶν τῆς περιοχῆς Χαλδίας τοῦ μαρτυρικοῦ Πόντου στή διαφύλαξη τῆς ἑλληνορθόδοξης παιδείας καί στήν ἐθνική ὁμοψυχία τῶν Ἑλλήνων, μέχρι τή βίαιη ἐκδίωξη τοῦ ποντιακοῦ ἑλληνισμοῦ τό 1923, σφραγίζει τήν κοπιώδη ἐργασία του διηγώντας τίς ἡρωϊκές πράξεις «τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς Βαζελῶνος Χρυσάνθου (ἔτη ἡγουμενείας 1821-1854)» (σελ. 126), πού ἀπέβλεπαν στή «διάσωση τοῦ ἑλληνισμοῦ τῆς περιφερείας Ματσούκας ἀπό βεβαία σφαγή» (σελ.126). Ὁ σ. μέ ἀφορμή τήν ἐπέτειο τῶν «200 χρόνων ἀπό τήν ἔναρξη τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821» (σελ. 126) προσφέρει ὡς ἐλάχιστη τιμή τήν παραπάνω διήγηση μέ τόν γενναῖο ἡγούμενο γιά ἐνημέρωση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ μέ τή βεβαιότητα «ὅτι οἱ ἀποδομοῦντες τῆς ἱστορίας δέν τήν γνωρίζουν» (σελ. 126). Τέλος, τό παρόν βιβλίο τοῦ σ. ὁλοκληρώνεται μέ τούς ὑπότιτλους: «ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ» (σσ. 139-141), «ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ» (σσ.142-143), «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ» (σσ. 145-167), καθώς καί τά «ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ» (σελ. 168).

(συνεχίζεται…)