Η ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΦΙΛΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ ΔΡΑΜΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΤΗ ΜΑΥΡΗ ΚΩΜΔΙΑ «LA NONNA» ΤΟΥ ΡΟΜΠΕΡΤΟ ΚΟΣΣΑ ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΣΕΤΙΝΗ

 

Γράφει ο Θανάσης Σιουτόπουλος

Με μια αιωνόβια γιαγιά στο επίκεντρο της δράσης, τη «Nonna», που τρώει τα πάντα και εντέλει και τους… πάντες, εκτυλίσσεται η θεατρική παράσταση «La Nonna», που παρουσιάζεται αυτή την περίοδο στη Δράμα, στην αίθουσα του Διοικητηρίου, από τη θεατρική ομάδα του Συλλόγου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Δράμας, σε σκηνοθεσία του Παναγιώτη Τσετίνη. Ένα έργο, γραμμένο το 1977 στην Αργεντινή, από τον συγγραφέα Ρομπέρτο Κόσσα, με διαχρονικά όμως μηνύματα, τόσο για την ίδια τη φύση του ανθρώπου και πως προχωρά σε αλλεπάλληλες εκπτώσεις –κυρίως σε ηθικό επίπεδο- για να καταφέρει να επιβιώσει, όσο και για την ίδια την κοινωνία που μπορεί να μεταλλαχθεί ακόμη και με γοργούς ρυθμούς, δημιουργώντας απόκληρους, εύκολα θύματα ενός… βουλιμικού και αδηφάγου συστήματος.

Το έργο γράφτηκε επί διδακτορίας Χόρχε Ραφαέλ Βιντέλα στην Αργεντινή και θεωρήθηκε ως σύμβολο αντίστασης ενός λαού απέναντι σε ένα αδηφάγο καθεστώς, με χαρακτηριστικά όπως αυτά της «Nonna», της γιαγιάς της οικογένειας, με τις ιταλικές ρίζες, η οποία από την αρχή μέχρι το τέλος της παράστασης, με πλήρη αθωότητα, δεν σταματά να τρώει, ζητώντας ολοένα και περισσότερα τρόφιμα και τινάζοντας με τον τρόπο αυτό στον αέρα τον οικονομικό προϋπολογισμό μιας οικογένειας. Όπως αναφέρεται στο σκηνοθετικό σημείωμα στο πρόγραμμα της παράστασης, ο Κόσσα ανέφερε σε συνέντευξή του: «Είναι σαφές ότι αυτό το είδος μαύρου χιούμορ που υπάρχει στη “Νόννα” ορίζεται από το κλίμα τρόμου που επικρατούσε στη χώρα. Αρχίσαμε να ζούμε στην Αργεντινή πράγματα που ποτέ δεν είχαμε ζήσει, καθημερινούς θανάτους και εξαφανίσεις φίλων ή αγνώστων».

Βέβαια, η βουλιμική γιαγιά της παράστασης μπορεί να συνδεθεί σε ένα επίπεδο ανάγνωσης και με τον άκρατο καταναλωτισμό, την κατανάλωση πέραν όσων μπορεί να αντέξει μια οικονομία, εάν πρόκειται για μια ολόκληρη χώρα, ή ένας οικιακός προϋπολογισμός, εάν πρόκειται για μια οικογένεια. Πολλοί βέβαια θα μπορούσαν να συνδέσουν τη «Nonna» με το ίδιο το κράτος, το οποίο απομυζά τους πολίτες και τους οδηγεί να υιοθετήσουν παρασιτικές πρακτικές και να προβούν σε μικρές ή μεγαλύτερες λαμογιές για να μπορέσουν να επιβιώσουν, χωρίς όμως τελικά να τα καταφέρουν, γιατί, όπως έχει αποδειχθεί, το σύστημα, πέρα από αδηφάγο, είναι ανίκητο και κανείς δεν μπορεί να τα βάλει μαζί του…

Από την αρχή, όμως, μέχρι το τέλος της παράστασης, κυρίαρχο είναι και το στοιχείο της ηθικής κατάπτωσης μιας ολόκληρης οικογένειας. «Η οικογένειά μας ήταν πάντα τίμια», αναφέρει στις πρώτες σκηνές ο Καρμέλο, ο βιοπαλαιστής που προσπαθεί με νύχια και με δόντια, εργαζόμενος από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, να τα φέρει βόλτα και να ταΐσει τα υπόλοιπα μέλη, ακόμη και τη «Nonna», η οποία φτάνει στο σημείο να καταβροχθίσει ακόμη και… άνθη. Μοναδική… παραφωνία σε αυτήν την οικογενειακή τιμιότητα αποτελεί ο συνθέτης μουσικής, χωρίς να έχει γράψει κάποιο έργο, άεργος στην ουσία, Τσίτσο, ο οποίος χρησιμοποιεί κάθε τρόπο και κάθε μέσο για να αποφύγει να εργαστεί. Όμως όσο κυλάει ο χρόνος, η φράση του Καρμέλο λαμβάνει ειρωνικά χαρακτηριστικά και οι ανήθικες πρακτικές του Τσίτσο υιοθετούνται και από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, φτάνοντας στο σημείο να προσπαθήσουν να… ξεπαστρέψουν ομαδικώς τη «Nonna» ή ακόμη και να αποδεχτούν ανοιχτά την πορνεία της όμορφης κόρης της οικογένειας, της Μάρτα, για να έχουν έσοδα στον οικονομικό προϋπολογισμό. Εντέλει, μαζί με την οικονομική εξαθλίωση και την κυριολεκτική εξόντωση της οικογένειας, είναι και η ηθική κατάπτωση στο βωμό της επιβίωσης που κυριαρχεί στο έργο του Ρόμπερτο Κόσσα.

Πρόκειται για παράσταση, συνολικής διάρκειας 110 λεπτών (με 10λεπτο διάλειμμα), η οποία σε κανένα σημείο δεν κουράζει τον θεατή, έχοντας σφιχτοδεμένη δομή. Ο ρυθμός είναι έντονος, η δράση είναι συνεχής, οι διάλογοι και οι ατάκες παρουσιάζονται με ζωηράδα και σβελτάδα από τους ηθοποιούς, οι σκηνές διαδέχονται η μια την άλλη, ενώ απαιτείται και η σχετική εγρήγορση από πλευράς θεατή, καθώς πολλές φορές τα σημεία ενδιαφέροντος επί σκηνής είναι πάνω από ένα. Είναι μια τρελή, μαύρη κωμωδία, η οποία προσφέρει πολλές στιγμές αβίαστου γέλιου στο κοινό. Σταδιακά όμως τα κωμικά στοιχεία δίνουν τη θέση τους στην τραγωδία, καθώς οι ήρωες παρά την προσπάθεια να ξεμπερδέψουν με τη «Nonna» πέφτουν οι ίδιοι θύματα, με τη βουλιμική 100χρονη γιαγιά να μένει τελικά μόνη επί σκηνής…

Παραδοσιακά η θεατρική ομάδα του Συλλόγου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Δράμας προσφέρει στο Δραμινό κοινό υψηλής ποιότητας παραστάσεις, βασισμένες σε επαγγελματικά πρότυπα, παρόλο που οι ηθοποιοί και οι υπόλοιποι συντελεστές ασχολούνται με το θέατρο σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Το αποτέλεσμα και της συγκεκριμένης της προσπάθειας είναι εξαιρετικά άρτιο και οι υψηλού επίπεδου ερμηνείες, με πολλά σημεία έντονης εκφραστικότητας από πλευράς ηθοποιών, κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού μέχρι το φινάλε.

Οι επτά ερασιτέχνες ηθοποιοί της παράστασης είναι κατά σειρά εμφάνισης οι: Ιωάννα Χούντα (Μαρία), Άννα Στόκα (Αννούλα), Σωτήρης Ψαλτίδης (Τσίτσο), Κωνσταντίνος Καψιμάνης (Νόννα), Μαρία Χοτοκουρίδου (Μάρτα), Σταύρος Παρασκευάς (Καρμέλο) και Κωνσταντίνος Σαλπιγκτίδης (Φρανσίσκο). Το θερμό χειροκρότημα στο τέλος της παράστασης, αλλά ακόμη και κατά τη διάρκειά της στην εναλλαγή των σκηνών, είναι η καλύτερη ανταμοιβή για την προσπάθειά τους. Προεξάρχων στην ερμηνευτική προσπάθεια είναι ο Κωνσταντίνος Καψιμάνης στον ρόλο της «Nonna», ενώ όλοι οι ηθοποιοί αποδίδουν με εξαιρετικό τρόπο τους ρόλους τους, υπό την καθοδήγηση του σκηνοθέτη, εστιάζοντας η καθεμία και ο καθένας από αυτούς ακόμη και στην παραμικρή ερμηνευτική λεπτομέρεια.

Οι υπόλοιποι συντελεστές της παράστασης είναι οι εξής: Ευαγγελία Φερφέρη (σκηνικά – κοστούμια), Ζωή Μιχαήλ (ήχος), Ρόζα Λαφαζάνη (φωτισμός), Σωτήρης Ψαλτίδης (σχεδιασμός αφίσας), Σέρι Σιμάκη, Δήμητρα Τσίλιου, Ρούλα Ψαλτίδου (φροντιστές σκηνής), Σέρι Σιμάκη (βοηθός σκηνοθέτη), Τσετίνης Παναγιώτης (σκηνοθεσία και μουσική επιμέλεια).

Μετά από 3 χρόνια απουσίας, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, η θεατρική ομάδα του Συλλόγου Φίλων Γραμμάτων και τεχνών Δράμας επέστρεψε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο θεατρικό γίγνεσθαι της πόλης. Ήταν Φεβρουάριος του 2020, όταν στο Δημοτικό Ωδείο της Δράμας παρουσιάζονταν οι «Ανθισμένες Μανόλιες» του αμερικανού θεατρικού συγγραφέα Ρόμπερτ Χάρλινγκ, με τον κορωνοϊό να αρχίζει να εξαπλώνεται σταδιακά και στη χώρα μας για να ακολουθήσουν στη συνέχεια τα γνωστά περιοριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Τρία χρόνια μετά, χωρίς καμία έκπτωση στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, η θεατρική ομάδα του Συλλόγου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Δράμας προσφέρει εκ νέου στο κοινό μια υψηλού αισθητικού επιπέδου παράσταση, με άφθονο γέλιο, σημεία προβληματισμού και πολλαπλά αλληγορικά μηνύματα, ανοιχτά στις αναγνώσεις του κάθε θεατή.

 

Οι παραστάσεις

 

Το έργο «La Nonna» από τη θεατρική ομάδα του Συλλόγου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Δράμας έκανε πρεμιέρα στις 22 Απριλίου στην αίθουσα του Διοικητηρίου και οι παραστάσεις που απομένουν είναι το Σάββατο 6, την Κυριακή 7, την Τετάρτη 10 και την Κυριακή 14 Μαΐου, με ώρα έναρξης στις 20.30. Γενική είσοδος 7 ευρώ. Φοιτητικά/μαθητικά, ομαδικά (άνω των 15 ατόμων) και για κατόχους κάρτας ανεργίας 5 ευρώ. Δωρεάν είσοδος για ΑμεΑ.