ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

 

 

ΠΙΣΩΓΥΡΙΣΜΑ ΜΝΗΜΗΣ

Το άρθρο μου «Μια μέρα στο καπνοχώραφο Ι» το έκλεισα με την υπόσχεση ότι στο νέο άρθρο μου θα σου μιλήσω για πικρές εικόνες στο Ανηλιοχώρι.

Είναι κοινός τόπος ότι όλα τα αγαθά, τα οποία παράγει η παντοτρόφα μάνα γη, εξαρτώνται άμεσα από τις καιρικές συνθήκες. Τόσο η υπερβολική ζέστη του καλοκαιριού, όσο και το δριμύτατο ψύχος, αλλά και η αναβροχιά, καθώς και οι πολλές βροχοπτώσεις συμβάλλουν αρνητικά στη φυσιολογική παραγωγή των αγαθών.

Και ασφαλώς από αυτήν την αναμφίλεκτη αλήθεια δεν εξαιρείται και η καλλιέργεια του καπνού, όπως και των δημητριακών και των οπωροκηπευτικών. Και δεν φτάνουν μόνον οι αντίξοες καιρικές συνθήκες, έρχονται αρωγές και οι ασθένειες. Εχθρός μεγάλος ο περονόσπορος, που κατέτρωγε τα νεύρα του φύλλου και το καθιστούσε εντελώς ακατάλληλο για το εμπόριο.

Για να προλάβει τη συμφορά ο δυστυχής παραγωγός επιδιδόταν στην εξόντωση του μικροσκοπικού ζωυφίου φορτωμένος τον ψεκαστήρα και για αρκετές ώρες ψέκαζε ένα ένα τα φυτά.

Άλλος εχθρός του καπνού το στάχτωμα των φύλλων, αποτέλεσμα των συνεχών βροχοπτώσεων. Εδώ δεν υπήρχε γιατρειά. Τα φύλλα ήταν παντελώς ακατάλληλα για συλλογή, και εγκαταλείπονταν. Σ’ αυτήν την περίπτωση έλεγε βαθιά προβληματισμένος ο αείμνηστος πατέρας μου: «Πάλι χοσχοράνια θα μαζέψουμε» και εννοούσε τα βλήτα, αγριόφυτα, τροφή των ζώων, όχι και τόσο εύγεστη.

Και η αναβροχιά δεν πήγαινε πίσω. Το χώμα γινόταν σκληρό εμποδίζοντας την ανάπτυξη των καπνοφύτων. Μόλις που το ύψος τους έφτανε τα τριάντα εκατοστά. Απογοήτευση. Το βλέμμα υψωμένο στον ουρανό μπας και δεηθεί ο συγνεφοσυντάχτης Δίας κι ανοίξει τους κρουνούς του.

Πίσω δεν πήγαινε και το χαλάζι. Φόβος και τρόμος. Καταλάμβανε τον δυστυχή καπνοπαραγωγό, όταν εμφανίζονταν στον ουράνιο θόλο τα υπόλευκα σύννεφα, προμήνυμα ότι φέρνουν μαζί τους τη μεγάλη συμφορά.

Κι αν ήταν άτυχος ο καπνοκαλλιεργητής και τον προτιμούσε η χαλαζόπτωση, τότε τα φυτά γινόταν κουρέλια. Μάταιος κόπος για την ανάστασή τους.

Ήταν και περίεργη η χαλαζόπτωση. Σ’ άλλους έδειχνε συμπάθεια κι άλλους τους περιφρονούσε. Το χαλάζι, έλεγε ο αείμνηστος πατέρας μου, χωρίζει σύνορα κι εννοούσε ότι μπορούσε να κουρελιάσει τη δική σου σοδειά και να αφήσει ανέπαφη τη σοδειά του γείτονα.

Κι αν όλες αυτές οι πληγές του Φαραώ έβρισκαν τον καπνοπαραγωγό, τότε έσβηνε το χαμόγελο από τα χείλη του κι η καταχνιά πλάκωνε την ψυχή του.

Κι ο μπαμπούλας η Αγροτική Τράπεζα κατέβαζε τα στόρια του ταμείου της. Δυσοίωνη η σκέψη για καινούργια καπνοκαλλιέργεια. Χωρίς δάνειο απαγορευτική η αγορά λιπασμάτων. Και τότε γεννιόταν η απογοήτευση και μαζί της η διάθεση για μετανάστευση. Κάποιοι την είπαν ευλογία, ενώ άλλη κατάρα. Το δίκιο με το μέρος και των δυο.

Πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο; Το ευτράπελο του Νασρ Εντίν Χότζα εύρισκε την επαλήθευσή του.

Μα δεν τελειώσαμε φίλε αναγνώστη. Κάνε υπομονή. Γι’ αυτό θα τα πούμε στο άλλο άρθρο μας.