ΑΡΘΡΟ

Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά

ATPL

AIRLINE PILOT

B737NG AIRBUS 320

 

 

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

12.7.1928: Η κυβέρνηση, έχοντας πληροφόρηση ότι επίκειται η παραχώρηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Εκκλησία της Ελλάδος «επιτροπικώς» της διοίκησης των Νέων Χωρών (Ήπειρος, Μακεδονία Θράκη), σπεύδει και εκδίδει νόμο για την υπαγωγή τους στην Εκκλησία της Ελλάδος και θέτει όρους χωρίς συνεννόηση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

4.9.1928: Το Οικουμενικό Πατριαρχείο εκδίδει Πράξη που παραχωρεί «επιτροπικώς» στην Εκκλησία της Ελλάδος τη διοίκηση των Νέων Χωρών, θέτοντας στην Εκκλησία της Ελλάδος 10 όρους.

10.5.1930: Με εισήγηση του Υπουργού Παιδείας Γεωργίου Παπανδρέου καταργείται το Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο και ιδρύεται ο κρατικός Οργανισμός Διαχειρίσεως Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας (ΟΔΕΠ). Το Δ.Σ. του ΔΕΠ αποτελείται από 3 εκπροσώπους της Εκκλησίας και 4 εκπροσώπους της Πολιτείας. Με σειρά διαταγμάτων η περιουσία των Μονών διαιρείται σε «ρευστοποιητέα», η οποία περιέρχεται στη διαχείριση του κρατικού ΟΔΕΠ, και «διατηρούμενη», που κρίνεται ότι πρέπει να παραμείνει στη διαχείριση των Μονών για τις ανάγκες τους. Η ρευστοποιητέα περιουσία καταγράφεται από τον ΟΔΕΠ με τη βοήθεια των τοπικών υποκαταστημάτων της Εθνικής Τραπέζης, γίνονται εκποιήσεις της και τα χρηματικά ποσά επενδύονται σε καταθέσεις και μετοχές της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος. Έτσι προκύπτει το χαρτοφυλάκιο μετοχών του ΟΔΕΠ στην Εθνική Τράπεζα. Επίσης, γίνονται πάλι νέες συγχωνεύσεις Μονών (που είχαν λιγότερους των 6 μοναχών).

5.11.1938: Εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος ο Δαμασκηνός (Παπανδρέου), αλλά η εκλογή του ακυρώνεται μετά από αίτηση ακυρώσεως 3 Μητροπολιτών από το Συμβούλιο Επικρατείας, το οποίο πιέζει η δικτατορία Μεταξά. Κατά τη νέα ψηφοφορία εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ο Χρύσανθος (Φιλιππίδης).

30.4.1941: Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος αρνείται να ορκίσει την κυβέρνηση Τσολάκογλου, απομακρύνεται από το αξίωμά του και στις 2.7.1941 εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος ο Δαμασκηνός.

5.9.1945: Ο Κλήρος βρίσκεται σε άθλια οικονομική κατάσταση και ζει από προσφορές πιστών. Ο αναγκαστικός νόμος 536/1945 απαγόρευσε την πληρωμή των κληρικών σε είδος από τους ενορίτες και προβλέπει για πρώτη φορά ότι το Δημόσιο ενισχύει τη μισθοδοσία του Κλήρου. Η Εκκλησία συνεισφέρει στη μισθοδοσία μέσω

της ενοριακής εισφοράς των χριστιανικών οικογενειών (αργότερα καταργήθηκε) και της εισφοράς ποσοστού 25% και αργότερα 35% από τα έσοδα των ναών.

18.9.1952: Το Σύνταγμα του 1952 προέβλεψε κατ’ εξαίρεση για το διάστημα 1952-1955 τη δυνατότητα απαλλοτριώσεων με μειωμένη αποζημίωση (στο 1/3 της αξίας τους), ώστε να αποκατασταθούν οι ακτήμονες γεωργοκτηνοτρόφοι της Κατοχής και του Εμφυλίου. Στις 15.8.1952 η κυβέρνηση Ν. Πλαστήρα με διάταγμα ορίζει ότι η Εκκλησία της Ελλάδος υποχρεούται να παραχωρήσει στο Δημόσιο όλη την αγροτολιβαδική περιουσία της εντός 2 μηνών με σύμβαση και με μειωμένη αποζημίωση στο 1/3 της αξίας της – αλλιώς το Κράτος θα προχωρήσει σε απαλλοτριώσεις. Συνάπτονται στις 18.9.1952 δύο συμβάσεις μεταξύ Εκκλησίας, ΟΔΕΠ και Πολιτείας και παραχωρούνται στο Δημόσιο 770.000 στρέμματα αγροτολιβαδικής γης των Μονών, ενώ το Δημόσιο υποχρεούται να δώσει στην Εκκλησία μειωμένο αντάλλαγμα (με παραχώρηση δημόσιων ακινήτων και καταβολή χρήματος) ίσο με το 1/3 της αξίας των μοναστηριακών ακινήτων. Οι συμβάσεις αποδεικνύονται προβληματικές στη φάση εκτέλεσής τους, καθώς από τα 164 αστικά ακίνητα του Δημοσίου, που έπρεπε να λάβει η Εκκλησία από το Δημόσιο, η Εκκλησία ουδέποτε παρέλαβε τα 41 από αυτά, καθ’ όσον είτε ανήκαν εξαρχής σε τρίτους είτε ήταν καταπατημένα ή μη οικοδομήσιμα.

11.9.1962: Η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου αποφασίζει τη σύσταση μεικτής (κληρικολαϊκής) Επιτροπής για να καταρτίσει νέο καταστατικό νόμο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το σχέδιο που παρέδωσε στην κυβέρνηση (1964) δεν ψηφίσθηκε, όμως στοιχεία του χρησιμοποιήθηκαν για τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας του 1969.

27.4.1967: Η Δικτατορία των Συνταγματαρχών εκδίδει σειρά νομοθετημάτων και διοικητικών πράξεων και πετυχαίνει την πραξικοπηματική αλλαγή στην ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αναστέλλει επ’ αόριστον (κατ’ ουσίαν απαγορεύει) την επικείμενη συνεδρίαση (11.5.1967) της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, καταργεί την υφιστάμενη σύνθεση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και με νόμο (10.5.1967) θεσπίζει διαδικασία διορισμού 8μελούς Ιεράς Συνόδου της επιλογής της κυβέρνησης, που διορίζεται από την Κυβέρνηση την επόμενη ημέρα. Επίσης αφαιρεί από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας το δικαίωμα να εκλέγει τους Μητροπολίτες της και επιβάλλει ηλικιακό όριο αποχώρησης (80 ετών) για τους Μητροπολίτες, πετυχαίνοντας έτσι την αποχώρηση του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β΄ (Χατζησταύρου). Στις 13.5.1967 η διορισθείσα από την Κυβέρνηση «αριστίνδην» Σύνοδος προτείνει στην Κυβέρνηση 3 πρόσωπα για την κενή θέση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και επιλέγεται με βασιλικό διάταγμα ο Αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος (Κοτσώνης). Κατά το διάστημα 1967-1971 η «αριστίνδην» Σύνοδος εκλέγει και χειροτονεί 29 νέους Μητροπολίτες και 6 Επισκόπους. Κατά την περίοδο εκείνη 2 Μητροπολίτες εκδιώχθηκαν με αποφάσεις «Συνοδικού Δικαστηρίου» της Εκκλσίας, 5 Μητροπολίτες εξαναγκάσθηκαν σε παραίτηση και 9 Αρχιερείς (ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β’ και 8 Μητροπολίτες) αποχώρησαν υποχρεωτικά λόγω του θεσπισμένου ορίου ηλικίας.

24.7.1968: Το κράτος αναλαμβάνει να συμπληρώνει τον μισθό του κληρικού τόσο ώστε να ισούται με τον μισθό του δημοσίου υπαλλήλου.

Νοέμβριος 1973-Ιούλιος 1974: Μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου και την ανατροπή του συνταγματάρχη Γ. Παπαδόπουλου από τον ταξίαρχο Δ. Ιωαννίδη (25.11.1973), παραιτείται και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος Α’ (Κοτσώνης). Με Συντακτική Πράξη (3/1974) προβλέφθηκε η εκλογή νέου Αρχιεπισκόπου Αθηνών

και αποκλείονται από τις εκλογές οι Μητροπολίτες που συνέπραξαν ως μέλη της «αριστίνδην» Ιεράς Συνόδου για την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α’ (1967), καθώς και όσοι Μητροπολίτες εξελέγησαν από την «αριστίνδην» Σύνοδο (1967-1972).

Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας καταλήγει σε 3 υποψηφίους (τριπρόσωπο δελτίο υποψηφίων) και επιλέγεται από το Υπουργικό Συμβούλιο ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σεραφείμ (Τίκας). Μετά από αλληλοδιάδοχες αποφάσεις, η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας έκρινε τους 10 από τους 29 εκλεγέντες Μητροπολίτες της περιόδου 1967-1972 ως αντικανονικούς, τους κήρυξε μαζί με άλλους 2 Μητροπολίτες της «πρεσβυτέρας» Ιεραρχίας ως έκπτωτους και έκρινε τους υπόλοιπους κατοικονομίαν (επιείκεια), ρητώς ή σιωπηρώς, ως κανονικούς.

1987: Ο νόμος 1700/1987 που εισηγήθηκε ο Υπουργός Παιδείας Αντώνης Τρίτσης προβλέπει ότι όσα ακίνητα νέμεται η Εκκλησία χωρίς τίτλο θεωρούνται με αμάχητο τεκμήριο ως ακίνητα του Δημοσίου και περιέρχονται στον κρατικό ΟΔΕΠ. Ορίζεται νέα διοίκηση του ΟΔΕΠ, ενώ η Ιερά Σύνοδος επιβάλλει στα μέλη της νέας διοίκησης «επιτίμιο ακοινωνησίας» (μικρό αφορισμό, προσωρινή αποκοπή από τα μυστήρια της Εκκλησίας).

11.5.1988: Γίνονται διαδηλώσεις της Εκκλησίας με συμμετοχή κληρικών και λαού στην Αθήνα κατά του «νόμου Τρίτση». Τελικώς ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σεραφείμ με τον Πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου συμφωνούν ότι όσα αγροτικά και δασικά και αγροτολιβαδικά ακίνητα νέμονται και κατέχουν οι Μονές μετά το 1952 χωρίς να διαθέτουν τίτλο ιδιοκτησίας θα παραχωρηθούν στην Πολιτεία και οι Μονές θα παρακρατήσουν ορισμένα ακίνητα ως ζώνη περιβαλλοντικής προστασίας γύρω από τις Μονές. Μετά την αλλαγή πολιτικής της κυβέρνησης, ο Αντ. Τρίτσης παραιτείται (Φεβρουάριος 1988), αλλά η παραίτηση δεν γίνεται δεκτή. 149 Μονές αποδέχονται τον διακανονισμό και στις 11.5.1988 υπογράφεται η σύμβαση Εκκλησίας και Πολιτείας για τις Μονές αυτές, η δε Πολιτεία αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει στις Μονές το 1% του προϋπολογισμού του Υπουργείου Παιδείας. Ωστόσο η παραχώρηση της μοναστηριακής περιουσίας απαιτεί σύμπραξη Κράτους-Εκκλησίας (επιτροπές καθορισμού περιουσίας, αποφάσεις Νομαρχών κ.λπ.). Ο μοναδικός Μητροπολίτης που συμμορφώθηκε με την Σύμβαση του 1988 ήταν ο τότε Θηβών και Λεβαδείας Ιερώνυμος, σημερινός Αρχιεπίσκοπος.

Η σύμβαση κυρώθηκε με νόμο, και προβλεπόταν ότι όσες Μονές δεν προσχώρησαν στη σύμβαση, διέπονται από τον «νόμο Τρίτση».

1990-1993: Οι 11 έκπτωτοι («Ιερωνυμικοί») Μητροπολίτες, που αποπέμφθηκαν με Συντακτικές Πράξεις το 1974 και χωρίς δικαίωμα δικαστικής προστασίας, προσφεύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) κατόπιν της τροπολογίας Ιωάννη Παλαιοκρασσά, που τους έδωσε (μετά από 26 χρόνια) το σχετικό δικαίωμα. Οι αποφάσεις έκπτωσής τους ακυρώνονται από το ΣτΕ για τυπικό λόγο (δεν τους δόθηκε δικαίωμα απολογίας), οπότε η διαδικασία πρέπει να επαναληφθεί νομότυπα.

Ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ αρνείται να εφαρμόσει τις αποφάσεις του ΣτΕ. Παράλληλα ακυρώνονται από το ΣτΕ και οι εκλογές νέων Μητροπολιτών στις έδρες των δικαιωθέντων έκπτωτων Μητροπολιτών. Προκαλείται έκρυθμη κατάσταση στο εσωτερικό της Εκκλησίας, καθώς οι δικαιωθέντες Μητροπολίτες επιδιώκουν να επανέλθουν στις Μητροπόλεις τους. Η Πολιτεία αναγκάζεται να δημιουργήσει νέες «προσωποπαγείς» Μητροπόλεις (1991) για να τακτοποιήσει την εκκρεμότητα. Μετά από βίαια επεισόδια από υποστηρικτές του έκπτωτου Μητροπολίτη Αττικής Νικοδήμου Γκατζιρούλη (5.8.1993, Ιερός Ναός Μεταμορφώσεως Σωτήρος,

Κεφαλάρι), ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ συγκαλεί τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο (10.8.1993), η οποία τιμωρεί με επιτίμιο ακοινωνησίας τους έκπτωτους Μητροπολίτες (Αττικής) Νικόδημο, (Λαρίσης) Θεολόγο και (Θεσσαλιώτιδος) Κωνσταντίνο λόγω της υποκίνησης επεισοδίων και της πρόκλησης «εν τοις πράγμασιν σχίσματος» μέσα στην Εκκλησία.

Το 1996 το ΣτΕ απέρριψε τις αιτήσεις ακυρώσεώς τους, θεωρώντας ότι η ποινή που τους επιβλήθηκε ήταν «πνευματική» και δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο από πολιτειακό δικαστήριο.

9.12.1994: Οκτώ Μονές, που δεν υπέγραψαν τη Σύμβαση στις 11.5.1988 προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παραπονούμενες κατά του «νόμου Τρίτση» (ν. 1700/1987), ο οποίος συνέχιζε να ισχύει ως προς αυτές. Δικαιώνονται και το ΕΔΔΑ κάνει δεκτό ότι οι Μονές αν και είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου δεν είναι κρατικοί φορείς και ο νόμος Τρίτση είναι αντίθετος με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς απαγόρευε ειδικά στις Μονές να αποδεικνύουν τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα επικαλούμενες χρησικτησία, τεκμαίροντας ότι τα ακίνητά τους ανήκουν στο Δημόσιο, ενώ το ελληνικό δίκαιο επέτρεπε γενικά την επίκληση χρησικτησίας σε κάθε άλλο ιδιοκτήτη.

(συνεχίζεται…)