ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
Τ. Λυκειάρχη
ΠΙΣΩΓΥΡΙΣΜΑ ΜΝΗΜΗΣ
«Το πισωγύρισμα της μνήμης είναι σύμφωνο με την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση» (Θυμόσοφος λαϊκός λόγος)
Καθώς κυλούν ατελεύτητα οι ενιαυτοί, η επιστροφή της μνήμης στο παρελθόν είναι εύλογο φαινόμενο. Κι αναθυμάται κάποιος μικροχαρές και έντονες λύπες και στενοχώριες, που δοκίμασε στο διάβα της ζωής του.
Και τότε δικαιολογημένα μελαγχολεί περιδιαβάζοντας τους χώρους, όπου εκτυλίχθηκαν οι πικρές εικόνες. Και είναι όντως δυστυχής, όταν ξεδιπλώνει σελίδες του παρελθόντος σκιασμένες από πικρίες.
Είναι φυσικό να μη γεννιούνται όλοι σε φωτεινό περιβάλλον. των πιο πολλών σημαδεύει τη ζωή τους η καταχνιά, όχι βέβαια από δική τους υπαιτιότητα, αλλά γιατί το θέλησαν κάποιοι άλλοι, που έτσι το επιβάλανε τα συμφέροντά τους.
Τιμή σου να καταπονείς τη μάνα γη και να καταπονείσαι κι εσύ από αυτήν. Και δεν είναι αχάριστη η παντοτρόφα μάνα γη, αλλά εκείνοι που συμπεριφέρονται αγνώμονα προς αυτήν.
Ίσως, φίλε αναγνώστη, που μου κάνεις την τιμή να ξοδεύεις τον πολύτιμο χρόνο σου διαβάζοντας με, κατάλαβες γιατί έκανα αυτήν την κάπως εκτενή εισαγωγή.
Θα σε μεταφέρω κάποιες δεκάδες χρόνων πίσω. Θα σε πάρω δίπλα μου να ξεδιπλώσουμε μαζί μια μέρα του καλοκαιριού.
Θα σε πάρω μαζί μου νοερά να πάμε ένα βράδυ να μαζέψουμε τα ώριμα καπνόφυλλα. Θα περάσουμε όλη τη νύχτα μαζί δουλεύοντας σε στάση επίκυψης μαζεύοντας τα καπνόφυλλα με τη βοήθεια της γκαζόλαμπας κι όταν ακόμη υπήρχε φεγγάρι.
Και το κάναμε το μάζεμα των φύλλων βιαστικά χωρίς διάλειμμα, γιατί έπρεπε να προλάβουμε την ανατολή του ηλίου. Και τότε η δουλειά δυσκόλευε. Τα καπνόφυλλα έχαναν τη ζωηράδα τους και το κόψιμό τους γινόταν δύσκολα. Σ’ αυτό λειτουργούσε αρνητικά και το ζεχίρι (πηχτό εκχύλισμα των καπνόφυλλων).
Κολλούσαν τα δάχτυλα και σε δυσκόλευαν να αποκόψεις τα ώριμα φύλλα. Και τότε έσκυβες και έπαιρνες χώμα κι έτριβες τα δάχτυλά σου για να τα απαλλάξεις από το ζεχίρι.
Κι όταν ο ήλιος άρχισε να λειτουργεί κυνικά, αποζητούσες το ξεροκόμματο και την τομάτα, που την έκοβες με τα χέρια για να καταστείλεις την επανάσταση του στομάχου. Φαρμάκι το προσφάγι, αφού το ζεχίρι αποτυπωνόταν σ’ αυτό. Πικρότατη η γεύση, όμως έπρεπε να ανταποκριθείς στη δικαιολογημένη αξίωση του σωματικού μύλου.
Και κάποια στιγμή ενισχυόταν η κυνικότητα του άρχοντα της ημέρας ήλιου, που έστελνε αδιαπραγμάτευτο το μήνυμα: τέλος στην αποκοπή των φύλλων, που είχαν μαραζώσει. Γινόταν αδύνατη η αποκοπή τους.
Τα καλάθια ανέμεναν χάσκοντα στ’ αυλάκι. Και τότε άρχιζε το μάζεμα των φύλλων. Και μόλις ολοκληρωνόταν η συγκομιδή, ακολουθούσε το φόρτωμα στο κάρο, ζέψιμο του Κίτσου και κατευθείαν στη βρύση, που βρισκόταν έξω από το Ανηλιοχώρι. Μπαλαμπάνι το λένε ακόμη οι Ανηλιοχωρίτες. Αναγκαίο ήταν το βρέξιμο των καπνοφύλλων για να ζωντανέψουν. Διαφορετικά δεν βελονιάζονταν.
Το βρέξιμο τελείωνε κι ο Κίτσος έπαιρνε εντολή για πορεία προς το σπίτι. Είχε μάθει καλά τη δουλειά του! Ήταν και πολύ υπάκουος. Ποτέ δεν δυστροπούσε. Κι ύστερα σειρά είχε το πρωινό. Θεός να το έκανε πρωινό!
Τα καπνόφυλλα αδειάζονταν στο χαγιάτι κι άρχιζε το βελόνιασμα. Μεταλλικές αιχμηρές βελόνες χαράσσανε τα δάχτυλα καθώς περνούσες τα φύλλα σ’ αυτές. Πόνος κατά το χάραγμα. Ποιος τον λογάριαζε. Έπρεπε να αρμαδιασθούν όλα τα φύλλα και να κρεμασθούν στα ξύλινα στεγνωτήρια ή στα βαγόνια (στις ράγκες).
Μα τα μάτια στον ουρανό μήπως και ξεμυτίσουν τα μαύρα προμηνύματα της βροχής. Και τότε βιαστικά η μεταφορά τους στο υπόστεγο. Να μη βραχούν. Κίνδυνος να καταστούν μη εμπορεύσιμα. Αλίμονο, κίνδυνος δυστυχίας, πείνας! Ό,τι χειρότερο.
Και μετά το στέγνωμα των φύλλων, η διαλογή των μαξουλιών από τα ρεφούζια. Κότρες τα λέγανε. Δεύτερης ποιότητας σοδιά. Με χαμηλή τιμή.
Τη σκυτάλη έπαιρνε η δεματοποίηση. Τα δέματα τοποθετούνταν σε μέρος του σπιτιού με σχετική υγρασία.
Οι ημέρες κυλούσαν και οι καταπονητές της μάνας γης αναμένανε τους αγοραστές. Η σκόπιμη πολλές φορές αργοπορία τους γέμιζε με άγχος τους παραγωγούς. Έπρεπε να ξοφλήσουν τα δάνεια της Αγροτικής Τράπεζας, τον παντοπώλη και να προμηθευτούν νέα αγαθά, αναγκαία. Στη γωνία περίμενε και το ιερό μυστήριο του γάμου. Η κόρη ή ο γιός έπρεπε να ανοίξουν καινούργιο νοικοκυριό. Δεν πήγαινε άλλο. Μεγάλωσαν. Προίκα (τσεχέζ’), αλλά και τράχωμα, όταν ο γαμπρός δεν ήταν όποιος όποιος. Προικοθήρας; Πες το κι έτσι.
Σε κούρασα, φίλε αναγνώστη. Μιαν άλλη φορά θα σου πω κι άλλα. Πιο πικρά. Έχε υπομονή.