ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Και η έντονη διαμαρτυρία του αοιδίμου ιεράρχου για κάθε ενέργεια εις βάρος του ποιμνίου του καθώς και η ουσιαστική συμμετοχή του στην οργάνωση των ομάδων των Μακεδονομάχων θα προκαλέσουν έντονα τα διαβήματα της τουρκικής κυβερνήσεως προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Φυσικά ο Χρυσόστομος θα αποκρούσει με πείσμα την κατηγορία του πρωτεργάτου του Μακεδονικού Αγώνος. Ασφαλώς οι πράκτορες των Τούρκων και Βουλγάρων φροντίζανε να ενημερώνουν με ακρίβεια τις τουρκικές αρχές για τις κινήσεις του. Έτσι οι συχνές, επισκέψεις του στην ευλογημένη κοινότητα της Χωριστής ουσιαστικά αποβλέπουν στην παρακολούθηση της πορείας του Μακεδονικού Αγώνος.

Γι’ αυτό, λίγο προτού πραγματοποιηθεί η εκδίωξή του από τη Δράμα, την οποία αγάπησε υπερβολικά και την προστάτευσε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, θα του απαγορεύσουν να περιοδεύσει στα χωριά του καζά Δράμας και θα του στερήσουν τον τίτλο του νομαρχιακού συμβούλου, αξίωμα το οποίο κατείχε αυτοδικαίως, διότι ήταν θρησκευτικός αρχηγός των Ελληνορθοδόξων.

Η απόφαση των Τούρκων να αποκόψουν τον Εθνομάρτυρα Χρυσόστομο από το χριστεπώνυμο ποίμνιό του ήταν αμετάκλητη.

Με τηλεγράφημά του τον Απρίλιο του 1907 ο Τούρκος Γενικός επιθεωρητής των βιλαετίων Μακεδονίας Χιλμή Πασάς διατάσσει τις τουρκικές Αρχές της Δράμας να μη επιτρέπουν στον Χρυσόστομο να μεταβαίνει στα χωριά του Νομού Δράμας. Σε περίπτωση δε που ο Χρυσόστομος θα αγνοήσει τη διαταγή του να τον εμποδίσουν με τη βία.

Η ιδιωτική αλληλογραφία του Χρυσοστόμου κατάσχεται σε λίγο. Οι Τούρκοι θεωρούν το περιεχόμενό της συνωμοτικό. Έτσι από έγγραφο του προξένου Σερρών Γεωργίου Σαχτούρη προς το υπουργείο Εξωτερικών με ημερομηνία 20 Μαΐου 1907 πληροφορούμεθα ότι ο Χιλμή Πασάς συζητώντας μαζί του για τον Χρυσόσομο του είπε τα ακόλουθα: «Ο Μητροπολίτης Δράμας αποπτύσας πάντα χαλινόν ύψωσε την Ελληνικήν σημαίαν ανταρσίας και καταλύσεως του καθεστώτος και περιερχόμενος την περιφέρειάν του εξεγείρει τους πληθυσμούς, συνεννοείται μετά των Ελλήνων ανταρτών και των κακοποιών στοιχείων και δεν περιορίζεται μόνον εις την κατά των Βουλγάρων ενέργειαν, αλλ’ έφθασε μέχρι του σημείου και κατ’ αυτών έτι των οθωμανών, ως έπραξεν εσχάτως κατά την εις Ζίχνην περιοδείαν του.

Διά τούτο κατά την εν Δράμα διαμονήν μου ευρέθην εις την ανάγκην να ομιλήσω προς τον μητροπολίτην Δράμας ως δεν θα ωμίλουν ποτέ, ουδέ προς αυτόν τον υπηρέτην μου. Διέταξα δε τας Αρχάς να μη έχωσιν ουδεμίαν εις το εξής επίσημον ή ιδιωτικήν σχέσιν μετ’ αυτού και, αν αποπειραθή να εξέλθη της Δράμας, να τον συλλάβωσι και μοι τον αποστείλωσι δέσμιον».

Αμέσως μετά την κατάσχεση της αλληλογραφίας του ο αοίδιμος Χρυσόστομος αποστέλλει επιστολή προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο υποστηρίζοντας τα ακόλουθα: «Με κατηγορούν διά τας κατασχεθείσας επιστολάς μου. Και διατί εδημιουργήθη τόσος θόρυβος και τόση αναστάτωσις και διεστράφη και αυτή ακόμη η αλήθεια των επιστολών μου; Εδώ υπάρχει λύσις απλουστέρα: Να δημοσιευθούν αι επιστολαί μου όλαι. Και τότε και αυτοί ακόμη οι εχθροί μου θα πεισθούν ότι ουδέποτε εγώ αντέδρασα κατά του καθεστώτος. Αντέδρασα κατά της εξοντώσεως του ποιμνίου μου υπό των ανθρώπων του βουλγαρικού κομιτάτου. Όσοι αμφιβάλλουν δια την δράσιν μου ταύτην, δεν έχουν παρά να ζητήσουν την δημοσίευσιν των επιστολών μου…».

Παρά τις αντιδράσεις του Χρυσοστόμου, η τουρκική απόφαση για απομάκρυνσή του από τη Δράμα είναι αμετάκλητη. Έτσι στις 31 Αυγούστου του 1908, ημέρα Τετάρτη, ο αρχιαστυνόμος της πόλεως Δράμας μαζί με έναν αξιωματικό της τουρκικής χωροφυλακής παρουσιάζονται στον αοίδιμο Χρυσόστομο και του ανακοινώνουν ότι κατόπιν βεζυρικής διαταγής οφείλει μέσα σε είκοσι ώρες να εγκαταλείψει το έδαφος της Δράμας και να φύγει για τη Θεσσαλονίκη όπου είναι υποχρεωμένος να μείνει μέχρι νεωτέρας διαταγής.

(συνεχίζεται…)