ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

 

Η ετυμολογία της λέξης «Υθάκ’»

 

Α. Η σημασία της λέξης

Η λέξη υθάκ’ στην ποντιακή διάλεκτο σημαίνει τον μαστό της αγελάδας, ενώ οι θηλές του μαστού ονομάζονται τσιτσία.

Ήταν σύνηθες το φαινόμενο να διογκώνεται ο μαστός της ετοιμόγεννης αγελάδας, κάτι που ενίσχυε το φόβο της ιδιοκτήτριάς της από τη βασκανία. Γι’ αυτό και έπαιρνε όλα εκείνα τα μέτρα για να αποτρέψει τη δυσάρεστη κατάσταση η οποία θα ζημίωνε τόσο ψυχικά, όσο και οικονομικά.

Β. Η ετυμολογία της λέξης

Ο Α. Α. Παπαδόπουλος στο «Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντιακής Διαλέκτου» ετυμολογεί τη λέξη από το αμάρτυρο αρχαίο ουσιαστικό τιτθάκιον, που, κατά την άποψή του, προέρχεται από το αρχαίο ουσιαστικό τίτθη (= η τροφός, η βυζάστρα).

Ανατρέχοντας κάποιος στα αρχαία ελληνικά λεξικά (Ομηρικό, Αττικής Διαλέκτου, Ετυμολογικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης), το ουσιαστικό τίτθη ερμηνεύεται ως η τροφός, η γυναίκα, που προσφέρει τους μαστούς της στα βρέφη για θηλασμό.

Με την ίδια σημασία χρησιμοποιούν τη λέξη ο Αριστοφάνης (Ιππής, Θεσμοφοριάζουσαι), ο Πλάτων και ο Πλούταρχος.

Ο Δημήτρης Οικονομίδης υποστηρίζει ότι η λέξη προέρχεται από την αρχαία λέξη τίθαξ. Τέτοια όμως λέξη δεν μαρτυρείται σε αρχαίο ελληνικό κείμενο, ούτε και σε έγκυρο αρχαίο ελληνικό λεξικό.

Τέλος με την ετυμολογία της λέξης ασχολήθηκε ο μεγάλος βυζαντινολόγος Φαίδων Κουκουλές, που υποστήριξε ότι η λέξη υθάκ’ προέρχεται από το ουσιαστικό ούθαρ (= ο μαστός, κυρίως όμως των ζώων). Περιέργως όμως αναγράφει τη λέξη ως «ηθάκ’», κάτι που δεν συμβιβάζεται με το αρχαίο «ούθαρ».

Ως ούθαρ η λέξη χρησιμοποιείται από τα ομηρικά ακόμη χρόνια. Χαρακτηριστική η ομηρική φράση «ούθαρ αρούρης» (= το μαστάρι της γης, δηλαδή η εύφορη χώρα, η χώρα που παράγει όλα τα αγαθά). «Ούθαρ αρούρης» χαρακτηρίζει ο Όμηρος στη ραψωδία Ι της Ιλιάδας του το Άργος της Πελοποννήσου. Χρήση της λέξης κάνει ο ιστορικός Ηρόδοτος, ο βουκολικός ποιητής Θεόκριτος, ο φιλόσοφος Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος, ενώ ο Αισχύλος σημειώνει ότι η λέξη σημαίνει γενικά το στήθος της γυναίκας μαζί με τις θηλές.

Εκτός από την ελληνική γλώσσα η λέξη απαντάται στα σανσκριτικά ως udhar, στα λατινικά ως uber, στα αγγλοσαξονικά ως uder και στα αρχαία γερμανικά ως utar.

Προφανώς τόσο η λατινική, όσο και η αγγλοσαξονική, αλλά και η γερμανική δανείστηκαν, φαινόμενο σύνηθες, τη λέξη από την αρχαία ελληνική γλώσσα.

Κλείνοντας το έτυμο της λέξης «υθάκ’» νομίζουμε ότι το δίκιο είναι με το μέρος του Φ. Κουκουλέ, όμως με την ένσταση πως η ορθή γραφή της πρέπει να είναι «υθάκ’» και όχι «ηθάκ’», δηλαδή με –υ- και όχι με –η-.

Στηρίζω δε την ένστασή μου στην εξής μετεξέλιξη της αρχαίας λέξης ούθαρ. Είναι σύνηθες το φαινόμενο του –ο- σε –υ- στις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους, οπότε η νέα γραφή της λέξης θα είναι υύθαρ. Όμως εδώ θεωρήθηκε αναγκαστική η απλοποίηση των δύο –υ- σε ένα, αφού φωνητικά η παρακείμενη ύπαρξή τους δεν προσέφερε καμία γλωσσική υπηρεσία. Έτσι νομίζω ότι ευκολότερη και πιο εύχρηστη ήταν η μετάβαση από την ομηρική λέξη «ούθαρ» στη χρησιμοποιούμενη από τους Έλληνες του Πόντου «υθάκ’».

Γ. Σχετικές αρχαίες φράσεις

  1. Ομήρου, Ιλιάδα Ι, 141, 283: ει δεν κεν Άργος ικοίμεθ Αχαιικόν ούθαρ αρούρης.
  2. Ομύρου, Οδύσσεια, ι 440: ούθατα γαρ σφαραγεύντο (= οι μαστοί ήταν γεμάτοι από γαλά) άναξ δ’ οδύνησι κακήσι.
  3. Αριστοφάνους, Αποσπάσματα, 162: οπώρη ούθατος εκ βοτρύων.

Δ. Βιβλιογραφία

  1. Α. Α. Παπαδόπουλος, Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντιακής Διαλέκτου
  2. Ι. Πανταζίδης, Λεξικόν Ομηρικόν
  3. Δ. Οικονομίδης, Λεξικογραφικόν Αρχείον, 5, 199
  4. Φ. Κουκουλές, Αθηνά, 57, 197
  5. Ηρόδοτος, 4, 2
  6. Θεόκριτος, 8, 42, 69
  7. Πλούταρχος, 2, 496 C
  8. Γ. Κουρμούλης, Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσης, Μέρος Α’, χ.χ.
  9. Αριστοτέλης, Περί τα ζώα Ιστορίας, 3, 21, 5
  10. Η. Liddell – R. Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, χ.χ.
  11. Γ. Κ. Χατζόπουλος, Σύμμεικτα εκ του χωρίου Αντρεάντων, Α.Π., τ. 23 (1959)