Οριστικοποιήθηκε η συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν την προσεχή Κυριακή στην Κωνσταντινούπολη, όπως ανακοίνωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών. Η σχετική προεργασία είχε αρχίσει από ημέρες, καθώς οι πολεμικές επιχειρήσεις στα ουκρανικά εδάφη αλλάζουν κατά τρόπο θεμελιακό τις προτεραιότητες και την αντίληψη της Δύσης ως προς τις αναθεωρητικές βλέψεις ηγεμόνων όπως ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν και ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Οι δύο ηγέτες, Ελλάδας και Τουρκίας, έχουν διαφορετικά μεν, εφαπτόμενα όμως στην παρούσα φάση συμφέροντα από μια τέτοια συνάντηση, γι’ αυτό και την επεδίωξαν. Παρά το ότι οι στρατηγικές τους είναι εντελώς διαφορετικές μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, ωστόσο υπό προϋποθέσεις μια κατ’ ιδίαν συνάντησή τους θα ήταν αμοιβαία χρήσιμη.
Τα οφέλη της Ελλάδας
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έκανε εξαρχής καθαρή επιλογή και συντάχθηκε με την πλευρά της Δύσης, χωρίς αστερίσκους, με κεντρικό επιχείρημα ότι τάσσεται εναντίον των αναθεωρητισμών κάθε μορφής, συνεπώς τάσσεται με τη μεριά του Διεθνούς Δικαίου.
Η επιλογή αυτή έχει ορατές και λιγότερο ορατές αιτίες. Στις πρώτες, κεντρικό ρόλο παίζει η διαρκής ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις εξαιτίας του αναθεωρητισμού της Άγκυρας: Από την εισβολή στην Κύπρο, την ένταση του Μαρτίου 1987 που παραλίγο να οδηγήσει σε ελληνοτουρκικό πόλεμο, την πειρατική επιχείρηση στα Ίμια και, τον τελευταίο καιρό, τις διαρκείς τουρκικές προκλήσεις, με αποκορύφωμα την επιχείρηση μαζικής εισβολής μεταφερθέντων μεταναστών από τον Έβρο στην ελληνική επικράτεια, η Ελλάδα βρίσκεται ενώπιον μιας διαρκούς προσπάθειας αλλαγής του στάτους κβο.
Ακόμα και την ώρα που χθες επιβεβαίωνε τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν, η Άγκυρα προέβαινε σε προκλητικές δηλώσεις για ανύπαρκτα ζητήματα που συνιστούν καθαρό αναθεωρητισμό και μάλιστα δημοσιοποιούσε μια δική της «ατζέντα» που περιελάμβανε όλα τα θέματα που μονομερώς θέτει η Άγκυρα, όπως η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών κ.λπ. Γι’ αυτό και χθες η κυβέρνηση παρέμεινε σιωπηλή ως προς την πραγματοποίηση της συνάντησης, ακόμα κι όταν η αξιωματική αντιπολίτευση εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία χαρακτήριζε «θετικό γεγονός» μια τέτοια συνάντηση.
Διακηρύσσει, συνεπώς, η Αθήνα, σε κάθε ευκαιρία και με όλη της την ένταση, την προσήλωσή της στις Διεθνείς Συνθήκες και το Διεθνές Δίκαιο. Ήταν αδύνατο, τώρα, να μην ταχθεί με την πλευρά που αντιμάχεται τον αναθεωρητισμό. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι αρνείται τον διάλογο, όπως και η Δύση δεν τον αρνείται με τη Ρωσία παρά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αποτέλεσμα αυτής της επιλογής είναι στο προσεχές διάστημα, όταν ο πόλεμος τελειώσει κι υπάρξει ειρήνευση στην Ουκρανία, η Ελλάδα να παρομοιάζει σε κάθε ευκαιρία τον τουρκικό αναθεωρητισμό με τον ρωσικό, θέλοντας να προκαλέσει αρνητικά αισθήματα για τους γείτονές μας, στις δυτικές κυβερνήσεις. Ήδη στη συζήτηση της 1ης Μαρτίου στη Βουλή ο πρωθυπουργός ήταν σαφής: «Δεν θα επιτρέψουμε σε κανέναν μιμητή του αναθεωρητισμού να δράσει στην περιοχή μας…».
Συνεπώς ο κεντρικός λόγος που οδηγούμαστε σε συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν δεν είναι η ουσιαστική προώθηση προς επίλυση του μοναδικού ζητήματος που αναγνωρίζουν και οι δύο χώρες, δηλαδή την παραπομπή της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο (όπως ήδη έκανε η Ελλάδα για το ίδιο θέμα με την Αλβανία), αλλά περισσότερο για να δείξει ότι, παρά τη σαφή τοποθέτησή της υπέρ του Διεθνούς Δικαίου, διατηρεί τους διαύλους του διαλόγου ανοικτούς.
Με το βλέμμα στις εξελίξεις εντός Ελλάδος
Στις δεύτερες, λιγότερο ορατές αιτίες, εμπλέκεται και η εσωτερική πολιτική σκηνή. Καθώς ήδη βρισκόμαστε σε οιονεί προεκλογική περίοδο, στο Μέγαρο Μαξίμου επανέρχονται οι συζητήσεις για τον χρόνο διεξαγωγής των εκλογών και για αλλαγή στο εκλογικό σύστημα, ώστε οι δεύτερες εκλογές να αναδείξουν μονοκομματική κυβέρνηση.
Κομβικό επιχείρημα στη συζητούμενη αλλαγή στάσης της κυβέρνησης (προ ολίγων εβδομάδων ο κ. Μητσοτάκης σε συνέντευξή του είχε διαβεβαιώσει ότι οι εκλογές θα γίνουν στην ώρα τους και χωρίς νέα αλλαγή του εκλογικού νόμου) είναι οι νέες συνθήκες που δημιουργεί ο πόλεμος και η διεθνής αστάθεια. Συνθήκες που «δεν μας δίνουν την πολυτέλεια της ακυβερνησίας, των πειραμάτων με κυβερνήσεις συνασπισμών χωρίς καθαρή θέση σε ό,τι συμβαίνει γύρω μας», όπως λέει κυβερνητικός παράγοντας στην «Η».
Τα οφέλη της Τουρκίας
Αντίθετα με τη χώρα μας, η Τουρκία εντάσσει τη συνάντηση του προέδρου της με τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε ένα ευρύτερο πλάνο «ισορροπιών», όπως αυτές που ακολουθεί και στον πόλεμο της Ουκρανίας, αλλά και πριν από αυτόν, όταν ταυτόχρονα προμηθευόταν πυραύλους S400 από τη Ρωσία προκαλώντας την οργή χωρών του ΝΑΤΟ και πωλούσε drones στους Ουκρανούς.
Η πλατφόρμα Ερντογάν είναι ότι το Διεθνές Δίκαιο χρειάζεται επιμέρους «αλλαγές» και «βελτιώσεις» (άλλωστε, είχε μιλήσει καθαρά για αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης το 2017, όταν είχε επισκεφθεί την Δυτική Θράκη), γι’ αυτό και αρνήθηκε να επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία, ενώ κάλεσε τους υπουργούς Εξωτερικών των εμπλεκομένων (Ρωσία – Ουκρανία) για συζητήσεις στην Αττάλεια (μια κίνηση που περισσότερο είναι εντυπώσεις και λιγότερο ουσία, καθώς ο δίαυλος των διαπραγματεύσεων Ρωσίας – Ουκρανίας είναι ανοικτός από την αρχή των εχθροπραξιών), διατηρώντας ίσες αποστάσεις από επιτιθέμενο και αμυνόμενο. Στο πλαίσιο της αναθεωρητικής της πολιτικής εντάσσονται και οι σχέσεις της με την Ελλάδα, καθώς θέτει σειρά μονομερών ζητημάτων που προσκρούουν ευθέως στο Διεθνές Δίκαιο. Ωστόσο, η Άγκυρα θέλει να δείξει ότι «ακόμα» βρίσκεται στη φάση του διαλόγου, γι’ αυτό και αξιοποιεί την ευκαιρία για τη συνάντηση του προέδρου της με τον Έλληνα πρωθυπουργό.
Από τα παραπάνω διαφαίνεται ότι η συνάντηση είναι -για μια ακόμα φορά- περισσότερο θέμα εντυπώσεων και όχι ουσίας, καθώς σε καμία περίπτωση οι τεράστιες και δομικού τύπου διαφορετικές προσεγγίσεις των διμερών σχέσεων από Αθήνα και Άγκυρα δεν έχουν βελτιωθεί, ώστε να γεννάται κάποιου είδους ελπίδα ουσιαστικών αλλαγών μετά τη συνάντηση των δύο ηγετών…
Πηγή: imerisia.gr