ΑΙΧΜΕΣ
Γράφει ο Σίμος Ματεντζόγλου
Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας
Απόφοιτος Τμήματος ΔΕΟΠΣ (Πολιτικών Σπουδών και Διπλωματίας) Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Μ.Α. «Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές» Παντείου Πανεπιστημίου
E–mail: simosmat@gmail.com
Τους τελευταίους μήνες, η ανθρωπότητα παρακολουθεί, με κομμένη την ανάσα, την πυραυλική πυρηνική κρίση, η οποία έχει ξεσπάσει μεταξύ ΗΠΑ και Βόρειας Κορέας και στην οποία εμπλέκονται και άλλοι στρατηγικοί παίκτες, όπως η Κίνα και η Ιαπωνία, αλλά και η Ρωσία. Κρίση που κλιμακώνεται με εκατέρωθεν πυραυλικές δοκιμές, στρατιωτικές ασκήσεις μεγάλης κλίμακας/πρόβες πολέμου, εκτόξευση απειλών, κυρώσεις και μία σειρά άλλων διπλωματικών και στρατιωτικών ενεργειών από όλες τις πλευρές.
Οπωσδήποτε, η παρούσα κρίση στην Κορεάτικη Χερσόνησο δεν αποτελεί συνέπεια των ενεργειών δύο ακραίων ηγετών, του Κιμ Γιονγκ Ουν και του Τραμπ, αλλά έχει βαθύτερο διεθνοπολιτικό και στρατηγικό υπόβαθρο. Κατά μία έννοια, αποτελεί έκφανση μίας εκκολαπτόμενης διαμάχης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας (αλλά και Ρωσίας) για την παγκόσμια ηγεμονία. Είναι χαρακτηριστικό ότι πλέον το παιχνίδι ισχύος έχει μετατοπιστεί στην Ανατολική Ασία. Η Προεδρία Τραμπ καταβάλει μία παρεμποδιστική πολιτικοστρατιωτική προσπάθεια, με απώτερο στόχο την «ανάσχεση» της κινεζικής επιρροής. Σε αυτό το πλαίσιο, επιδιώκει την αλλαγή καθεστώτος στην Βόρεια Κορέα, τον εξοπλισμό της Νότιας Κορέας και της Ιαπωνίας, ακόμα και με ανεξάρτητο πυρηνικό δυναμικό και τον στρατηγικό προσεταιρισμό της Ινδίας, της Ινδονησίας, των Φιλιππίνων και του Βιετνάμ.
Ακριβώς, οι σχέσεις Αμερικής-Κίνας θα μπορούσαν να εξελιχθούν στην πιο επικίνδυνη γεωπολιτική εξίσωση στον πλανήτη. Σε περίπτωση σινο-αμερικανικής στρατιωτικής σύγκρουσης, σύγκρουσης για την πρωτοκαθεδρία στην παγκόσμια πυραμίδα ισχύος, λόγω και του γεγονότος ότι πρόκειται για δύο πυρηνικές υπερδυνάμεις, μια πυρηνική αναμέτρηση ή ένα πυρηνικό ατύχημα θα είχε καταστροφικές συνέπειες για ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Εμβαθύνοντας, ο Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Χάρβαντ, Γκράχαμ Άλισον, γνωστός για το σύγγραμμα του που εκδόθηκε το 1971 για την πυρηνική κρίση στην Κούβα, στο πρόσφατό πόνημά του με τίτλο «Προοπτικές πολέμου: Μπορούν οι ΗΠΑ και η Κίνα να δραπετεύσουν από την «Παγίδα του Θουκυδίδη;», αναλύει τα ενδεχόμενα σινοαμερικανικής σύγκρουσης με βάση το θεώρημα του αρχαίου έλληνα ιστορικού του Πελοποννησιακού Πολέμου, του Θουκυδίδη.
Η διαχρονική αξία της Θουκυδίδειας ιστορίας έγκειται στο ότι τα διδάγματα που αφορούν στη συμπεριφορά των οργανωμένων κοινωνιών, όσο η φύση του ανθρώπου δεν αλλάζει, όπως έγραφε ο ίδιος ο ιστορικός, ισχύουν «ες αεί». Μέσα από την εξιστόρηση του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο Θουκυδίδης συνήγαγε θεμελιακά συμπεράσματα για την φύση και τα αίτια του πολέμου, τις συνέπειες της άνισης ανάπτυξης, τον ρόλο της ισχύος, την άνοδο και την πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων και τον ηγεμονικό κύκλο αλλαγής στην διεθνή τάξη πραγμάτων.
Σύμφωνα με τον αρχαίο έλληνα ιστορικό, μία από τις βασικές αιτίες που οδήγησαν στη σύγκρουση Αθήνας και Σπάρτης τον 5ο αιώνα π.Χ. ήταν το γεγονός, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, ότι «όταν μια ανερχόμενη δύναμη απειλεί να εκθρονίσει μια κυρίαρχη δύναμη, το αποτέλεσμα είναι μία δομική πίεση που κάνει μια βίαιη σύγκρουση τον κανόνα, όχι την εξαίρεση. Αναφορικά με τις αιτίες που οδήγησαν στον Μεγάλο Πόλεμο, ο Θουκυδίδης πήγε κατευθείαν στην καρδιά του θέματος, στην ουσία, στρέφοντας την προσοχή του «στην άνοδο της Αθήνας και στον φόβο που αυτή ενστάλαξε στη Σπάρτη». Επομένως, η «Παγίδα του Θουκυδίδη» αναφέρεται στη φυσική και αναπόφευκτη απογοήτευση που συμβαίνει όταν μία ανερχόμενη δύναμη απειλεί μία κυρίαρχη δύναμη.
Σύμφωνα με τον Άλισον, η ιστορική αυτή μεταφορά ανιχνεύει με τον καλύτερο τρόπο την σύγχρονη διεθνή πολιτική και τις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας. Η παγίδα είναι ο φόβος. Ο φόβος απώλειας των πρωτείων από την ισχυροποίηση μιας αναδυόμενης δύναμης. Ο φόβος που οδηγεί στον πόλεμο. Όπως ο φόβος της Σπάρτης από την ισχυροποίηση της Αθήνας οδήγησε στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, έτσι και ο φόβος των ΗΠΑ από την ισχυροποίηση της Κίνας μπορεί να οδηγήσει στον πόλεμο και τον όλεθρο.
Για τους Αμερικανούς που μεγάλωσαν σε έναν κόσμο στον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν το «νούμερο ένα» η ιδέα ότι η Κίνα θα μπορούσε να εκθρονίσει τις ΗΠΑ από την πρώτη θέση μοιάζει αδιανόητη. Ωστόσο, η ταχύτητα και η κλίμακα της ανόδου της Κίνας δεν έχει προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία. Επομένως, μία Κίνα που μοιάζει να μην έχει σταματημό φαίνεται να πλησιάζει ένα αμετακίνητο αντικείμενο, τις ΗΠΑ. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί για τους δύο γεωστρατηγικούς παίκτες μία τεκτονική δομική πίεση, που τους κατευθύνει προς την μετωπική αντιπαράθεση.
Άλλωστε, ο πόλεμος δεν είναι τίποτα άλλο παρά «η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα», αλλά και μία αλυσίδα με πολλούς κρίκους πιέσεων και ενεργειών εκ των οποίων η χρήση βίας είναι ο τελευταίος.
Η «Παγίδα του Θουκυδίδη» μας βοηθάει να συνάγουμε κάποιους «νόμους της ιστορίας» σχετικά με τα αίτια του ξεσπάσματος Κεντρικών Πολέμων, μετωπικών πολέμων μεγάλης κλίμακας και έντασης μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, των λεγόμενων «ηγεμονικών πολέμων». Των πολέμων για την κατάκτηση της πρωτοκαθεδρίας στη διεθνή αρένα και στην παγκόσμια κατανομή ισχύος.
Του εν δυνάμει πολέμου για την κατάκτηση της παγκόσμιας ηγεμονίας στη σύγχρονη εποχή – προστάδια του οποίου αποτελούν οι οξύτατοι οικονομικοί, νομισματικοί και ενεργειακοί ανταγωνισμοί, η διαμάχη για τον τρόπο διαχείρισης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και κρίσης χρέους, η πολύχρονη σύγκρουση στην Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία, με τον διαμελισμό κρατών και τη διαρκή επαναχάραξη των συνόρων, η σύγκρουση στην Ουκρανία, η αναζωπύρωση της έντασης στα Βαλκάνια, και την τελευταία περίοδο, η πυρηνική κρίση στην Κορεατική Χερσόνησο, ενώ την ίδια στιγμή, κλιμακώνεται η κινεζοαμερικανική στρατιωτική διαμάχη στη Νότια Σινική Θάλασσα, αλλά και για την Ταιβάν. Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι σήμερα γινόμαστε μάρτυρες ενός περίπλοκου και συνεχώς μεταβαλλόμενου δικτύου συμμαχιών, αξόνων και σχέσεων. Που παρόμοιο του υπήρξε τις παραμονές του ξεσπάσματος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και λειτούργησε σαν μία «διπλωματική μηχανή καταστροφής».
Το ερώτημα, που άπτεται της Πολιτικής Θεωρίας των Διεθνών Σχέσεων και της Στρατηγικής Θεωρίας, είναι το πόσο πιθανό είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα να πέσουν στην «Παγίδα του Θουκυδίδη» και να οδηγηθούν σε μια πολεμική αναμέτρηση με ανυπολόγιστες συνέπειες για όλον τον κόσμο; Μπορεί, σε ένα οικονομικά παγκοσμιοποιημένο κόσμο, αλλά και δοσμένης της πλήρους πυρηνικοποίησης των διεθνών σχέσεων, η μετωπική σινοαμερικανική αντιπαράθεση να αποφευχθεί;
Οπωσδήποτε, η οικονομική αλληλεξάρτηση δεν μπορεί από μόνη της να αποτρέψει το ξέσπασμα ενός μεγάλου πολέμου. Αυτό άλλωστε μας δείχνουν τα μαθήματα της ιστορίας. Τις δεκαετίες πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι οικονομίες της Βρετανίας και της Γερμανίας ήταν τόσο πολύ αλληλεξαρτώμενες που πολλοί ήλπιζαν ότι αυτό το περίπλοκο δίκτυο εμπορίου και επενδύσεων θα απέτρεπε τον πόλεμο. Ακριβώς, η ιστορία δείχνει ότι το ελεύθερο και εκτεταμένο διεθνές εμπόριο και η φιλελευθεροποίηση της διεθνούς οικονομίας δεν μπορούν να μεταβάλλουν την ανταγωνιστική και συγκρουσιακή φύση του άναρχου διεθνούς συστήματος.
Το στρατηγικής φύσεως εκείνο στοιχείο που σήμερα κάνει ως ένα σημείο απαγορευτικό από την άποψη κόστους-οφέλους έναν Μεγάλο Κεντρικό Πόλεμο, μία μετωπική ηγεμονική σύγκρουση, είναι η κατοχή πυρηνικών όπλων ανείπωτης καταστροφικότητας από όλες τις μεγάλες δυνάμεις. Το «υπερόπλο» αυτό, ως ένα ορισμένο βαθμό, μείωσε την χρησιμότητα του πολέμου ως εργαλείου πολιτικής, λόγω του φόβου της «βέβαιης αμοιβαίας ολοκληρωτικής καταστροφής». Η ιστορία των ενόπλων συρράξεων κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ των δύο Υπερδυνάμεων (Πόλεμος της Κορέας, 1950-1953 και Πόλεμος του Βιετνάμ, 1959-1973) έδειξε ότι στην πυρηνική εποχή, οι πόλεμοι μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων διολισθαίνουν σε «περιορισμένους πολέμους», σχετικά ελεγχόμενης κλίμακας και περιφερειακής έκτασης.
Σήμερα, βαδίζοντας στον 21ο αιώνα, οι πυρηνικές δυνάμεις συνεχίζουν να διατηρούν τα πυρηνικά τους οπλοστάσια σε τέτοιο βαθμό που να επιτυγχάνεται ο αποτρεπτικός τους ρόλος. Ωστόσο, στο παγκόσμιο στρατηγικό πεδίο, υφίστανται ορισμένοι μετασχηματισμοί, που πιθανόν να κάνουν περισσότερο πιθανή την προσφυγή στην χρήση πυρηνικών όπλων, σε σύγκριση πάντα με τον Ψυχρό Πόλεμο.
Καταρχήν, η ανάδυση ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος, που κάνει πιο πολύπλοκη την επίτευξη αμοιβαίας πυρηνικής αποτροπής και ισορροπίας, καθώς και η διασπορά πυρηνικών όπλων σε όλο και περισσότερα κράτη και πιθανό, σε μη κρατικούς δρώντες, όπως τρομοκρατικές οργανώσεις, φέρνουν τον σημερινό κόσμο πιο κοντά στο ενδεχόμενο μίας πολεμικής σύγκρουσης με πυρηνική κλιμάκωση. Επίσης, οι τελευταίες εξελίξεις στην πυρηνική τεχνολογία, όπως η τοποθέτηση αντιπυραυλικών ασπίδων, που δυσχεραίνουν στην πράξη την διάκριση άμυνας και επίθεσης, πρώτου και δεύτερου πλήγματος, καθώς και η κατασκευή τροποποιημένων ατομικών βομβών, με δήθεν λιγότερες καταστροφικές συνέπειες για τον αστικό πληθυσμό, μπορούν να καταστήσουν ευκολότερη τη χρήση πυρηνικών όπλων.
Όπως και να έχει, οποιαδήποτε πρόβλεψη για το μέλλον είναι αδύνατη, λόγω της πολυπλοκότητας και των πολλαπλών μεταβλητών των σύγχρονων διεθνών σχέσεων. Την απάντηση σε όλα αυτά τα μεγάλα ερωτήματα θα την δώσει ο ιστορικός του κοντινού και απώτερου μέλλοντος, με βάση την πορεία εξέλιξης των γεγονότων. Ερωτήματα, των οποίων οι απαντήσεις θα κρίνουν και το μέλλον ολόκληρης της ανθρωπότητας.