ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

ΕΙΚΟΝΕΣ ΖΩΗΣ

 

 

  • «Τα σπλάχνα μας και η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν» (Διονύσιος Σολωμός, ο Εθνικός μας ποιητής)

 

Απαλά και μ’ έναν γλυκύτατο ήχο έσκαγε το κύμα στην ερημική παραλία της Εγνατίας. Κι αυτό, σαν τα πνευμόνια μας, πάντα ανήσυχο, άλλοτε μανιασμένο κι άλλοτε γαλήνιο, χάιδευε τη χρυσίζουσα αμμουδιά, που έπαψε πια να είναι καυτή, όπως ήταν πριν από μέρες.

Ερημική η ακτή. Μετρώντας τα βήματά του και βυθισμένος στις σκέψεις του, θώπευε με τις πατούσες του την αμμουδιά. Ποιος ξέρει τι κλωθογύριζε στο νου του. Ίσως, και γιατί όχι, καμιά εφήμερη γνωριμία, που χτίστηκε πρόχειρα στην προκλητική καυτή αμμουδιά. Συνηθισμένο το φαινόμενο.

Κι ύστερα ακολουθούν ξεθωριασμένες αναμνήσεις, που δεν άφησαν ούτε το αποτύπωμά τους στην πυρακτωμένη αμμουδιά. Ίσως, ύστερα από δώδεκα ενιαυτούς ξαναζωντανέψουν σε αναμνήσεις. Κάποτε το πρόχειρο κατοικοεδρεύει στο υποσυνείδητο και, με την παρουσία μιας ξεψυχισμένης θρυαλλίδας, θεριεύει.

Δεν αρίθμησε καμιά εκατοσταριά βήματα, ώσπου συνάντησε έναν γλάρο, που κορδωμένος χαιρόταν την ερημική ακτή.

Κοντοστάθηκε. Το ίδιο έκανε και το θαλασσοπούλι.

Πήρε την πρωτοβουλία για μια συζήτηση με τη γλώσσα του σώματος. Και το θαλασσοπούλι δεν έμεινε αδιάφορο.

-Φαντάζομαι να σ’ ενοχλεί η ερημιά της ακτής, του είπε. Κι εκείνο, χωρίς να χάσει χρόνο, ανταποκρίθηκε.

-Κάνεις λάθος, ερημίτη, της ακτής! Ίσα – ίσα τώρα νιώθω άνετα. Κινούμαι χωρίς βίζα στο βασίλειό μου. Ευχήθηκα να βλέπω ψωμάκια και δίπλες γαστρικές. Εξώστες με πλούσια ελέη. Και ρυτίδες, αφιλοκερδές δώρο του παντοκαταλύτη χρόνου, να σου γεννούν το συναίσθημα της απαισιοδοξίας και της μελαγχολίας. Έτσι θα καταντήσουμε αργά ή γρήγορα όλοι. Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Ο πανδαμάτωρ χρόνος δεν χαμπεριάζει από συμβιβασμούς και εκπτώσεις. Πιστός στο χρονοδιάγραμμά του, σκάβει ανελέητα με το καλέμι τους τις παρειές και τον λαιμό. Κι ύστερα καλή ψυχή.

Αλλά μην τα παριστάνουμε και όλα μαύρα κι άραχνα. Στην ανορθογραφία της καλαισθησίας, αντίδοτο τα δροσερά νιάτα. Καλλίγραμμες νεράιδες, χωρίς ούτε καν υποψία κυτταρίνης, αφήνονταν στα χάδια του παντοκράτορα Φαέθοντα επιδιώκοντας το σοκολατί χρώμα του δέρματος.

Και τα’ αρσενικά, που δεν εντάχθηκαν στο κλαμπ με τις ιδιαιτερότητες, έριχναν κλεφτές ματιές στα ορειχάλκινα κορμιά. Κι εκείνες προσποιούμενες τις αδιάφορες, κάλυπταν τα αμαρτωλά βλέμματά τους πίσω από τα πλατιά αλεξήλια. Άγρυπνος φρουρός ο γιος της Αφροδίτης έμενε ανυποχώρητος στις επιταγές του.

-Και πώς νιώθεις, ύστερα από τόσο γλαφυρά μου περιέγραψες; τον διέκοψε ο ερημίτης της ακτής.

-Δεν θα σου κρύψω την αλήθεια. Ανυπόφορος ο θόρυβος, δεν λέω. Ώρες ώρες ένιωθες την ανάγκη για παυσίπονο, όμως κι εκείνο το οφθαλμόλουτρο δεν σβήνει εύκολα από τη μνήμη.

-Δεν περίμενα, φίλε μου Γλάρε, να έχεις τέτοιες προτιμήσεις. Έχεις τη συμβία σου και απ’ ό,τι φαντάζομαι η ζωή σου δεν έχει και πολλά σύννεφα.

-Έτσι το λες εσύ. Για έλα στη θέση μου. Από τη μια σου παίρνουν το βασίλειό σου και από την άλλην πάνε να θεωρήσουν περιττό και το φύλλο της συκής. Εσύ μένεις εδώ περίπου δυο εβδομάδες και δυσκολευόσουν να αποφύγεις τον πειρασμό. Για ρώτα κι εμένα πώς τα βολεύω. Έχω κι εκείνη τη σύγχρονη Ήρα. Άντε να γλυτώσεις από την κρεβατομουρμούρα της. Δεν λέω, την προσέχω κι εκείνη. Αναστήσαμε τέσσερα κουτσούβελα. Και για να τα χορτάσω, βουτούσα κάθε τρεις και λιγάκι στη θάλασσα για να πιάσω κανένα γάβρο. Βλέπεις στην αρχή το φαγητό τους έπρεπε να βολεύει στο στοματάκι τους.

Από το βούτα – βούτα ήμουν συνέχεια μούσκεμα. Φυσούσε κι ένα ξεροβόρι. Κόντεψε να πάθω πνευμονία. Δεν γινόταν όμως αλλιώς. Έπρεπε να τα αναθρέψω μια και μπήκα στο χορό. Δύσκολη η πατρική ζωή. Ή σπέρνεις και ταλαιπωρείσαι ή καλογερεύεις.

-Αυτά τα τελευταία έχω στο μυαλό μου, καλέ μου Γλάρε. Γι’ αυτό και πήρα την απόφαση να μείνω μαγκούφης. Βλέπεις ότι ο καθένας έχει τη δική του φιλοσοφία για τη ζωή. Δεν μπορεί να σκέφτονται όλοι το ίδιο. Όμως αρκετά φλυαρήσαμε. Θα τα πούμε του χρόνου πάλι εδώ στην ακτή. Καλό χειμώνα!

Χώρισαν με την αμοιβαία υπόσχεση να τα πούνε το ερχόμενο καλοκαίρι.

Ο Γλάρος άνοιξε διάπλατα τις ξεθωριασμένες γκρίζες φτερούγες του και τράβηξε για το Φιδονήσι. Και ο άλλος, προβληματισμένος άφηνα τα χνάρια του στην άμμ