ΑΡΘΡΟ

Της Βασιλικής Γ. Χατζοπούλου

Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω

Διαπιστευμένης Διαμεσολαβήτριας

Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στη Διοίκηση των Επιχειρήσεων MBA


Α. Ιστορική Αναδρομή

 

Το franchising εμφανίζεται για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα στη γαλλική κοινωνία του Μεσαίωνα με τη μορφή της χορήγησης ατέλειας από την πλευρά του κράτους, δηλαδή την απαλλαγή από την υποχρέωση της καταβολής φόρων και δασμών, της απελευθέρωσης ενός ατόμου από τη φεουδαρχική κυριαρχία έναντι ανταλλάγματος ή της απαλλαγής από την υποχρέωση παράδοσης μέρους της σοδειάς στο φεουδάρχη. Με λίγα λόγια το franchising, στην αρχική του μορφή, υποδήλωνε την απόκτηση μιας ελευθερίας, που είχε τον χαρακτήρα απαλλαγής από κάποιον περιορισμό (Μαργαρίτης, 2016).

Στη σύγχρονη μορφή του το franchising χρονολογείται στις ΗΠΑ τουλάχιστον από το 1850 και συγκεκριμένα με την ανάπτυξη της τεχνικής ραπτομηχανών από την εταιρεία Singer. Ο Isaac Singer, στην προσπάθειά του να αυξήσει τη διανομή των προϊόντων του, εγκατέστησε ένα σύστημα franchise. Άλλα παραδείγματα πρώιμου franchising στις Ηνωμένες Πολιτείες αποτέλεσαν το franchising των εμφιαλωτών μαλακών ποτών, των αντιπροσωπειών αυτοκινήτων και φορτηγών και των σταθμών βενζίνης (Dant et al., 2011).

Συγκεκριμένα στo τέλος του 19ου αιώνα η εταιρεία General Motors αποτέλεσε την ηγέτιδα του franchising στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα η Εταιρεία Coca-Cola Co., παραχωρώντας την άδεια χρήσης της τεχνογνωσίας της (knowhow) και τα διακριτικά της γνωρίσματα σε έναν μεγάλο αριθμό εμπόρων (dealers), οι οποίοι ευρίσκοντο σε διάφορες αμερικανικές πολιτείες, έθεσε τα θεμέλια του franchising παραγωγής (product franchising) (Μαργαρίτης, 2016).

Οι ως άνω αναφερόμενοι τομείς επιχειρηματικής δράσης αποτελούν ουσιαστικά αυτό, που έχει χαρακτηρισθεί ως «παραδοσιακό franchising», το οποίο διακρίνεται από τη σημερινή σύγχρονη μορφή franchising (Dant et al., 2011).

Κατά την περίοδο αυτή πολλοί Αμερικανοί επιχειρηματίες, όπως ο Howard Deering Johnson και ο Reginald Sprague, χρησιμοποίησαν τον θεσμό του franchising, προκειμένου να επεκτείνουν τις αλυσίδες των εστιατορίων τους. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, το franchising χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στις αλυσίδες εστιατορίων γρήγορου φαγητού (fast food) και ξενοδοχείων. Τα πιο γνωστά από αυτά, κατά τη χρονολογία έναρξης λειτουργίας τους, ήταν το Kentucky Fried Chicken (1930), το Dunkin Donuts (1950), το Burger King (1954) και τα McDonald’s (1955) (Dant et al., 2011).

Στη δεκαετία του 1990 ο θεσμός του franchising χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο από επαγγελματίες επιχειρηματικών υπηρεσιών χρησιμοποιώντας αυτόν ως μέθοδο εισόδου σε ξένες αγορές. Οι κυριότεροι λόγοι, που οδηγούν στην επιλογή αυτή είναι ο μικρός οικονομικός κίνδυνος, η εξέλιξη στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και της τεχνολογίας, που καθιστούν πιο εφικτή την εφαρμογή του θεσμού, αλλά και η δυνατότητα, που παρέχει το franchising για την εφαρμογή μιας σημαντικής στρατηγικής συμμαχίας, μέσω της οποίας ο δικαιοδόχος επωφελείται από τις οικονομίες κλίμακας και ο δικαιοπάροχος αποκτά κανονιστική ευελιξία μιας μικρότερης επιχείρησης (Alon και Mc Kee,1999).

Η διαρκώς αυξανόμενη απελευθέρωση της αγοράς δημιούργησε πρωτοφανείς ευκαιρίες για το εμπόριο, τις άμεσες ξένες επενδύσεις, τις μεταφορές πνευματικής ιδιοκτησίας και τις ροές κεφαλαίων. Η υιοθέτηση δημοκρατικών πολιτικών συστημάτων και η αύξηση του καπιταλισμού της αγοράς σε πολλές πρώην κομμουνιστικές ή σοσιαλιστικές χώρες δημιούργησε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την περαιτέρω διεύρυνση των ευκαιριών αυτών. Η εκρηκτική ανάπτυξη στoν τομέα της τεχνολογίας της πληροφορίας και των επικοινωνιών, καθώς και η βελτίωση των μεταφορικών μέσων για τη διάνυση μεγάλων αποστάσεων, έκαναν τον κόσμο μικρότερο και παράλληλα περισσότερο αλληλοσυνδεόμενο και συνυφασμένο. Αξιοποιώντας αυτές τις τάσεις, οι πολυεθνικοί οργανισμοί, σε πολυάριθμες βιομηχανίες, επιδίωξαν παγκόσμιες στρατηγικές επέκτασης και διεύρυναν με επιτυχία τις λειτουργίες και τη διοίκησή τους σε όλο τον κόσμο. Το Franchising αποτέλεσε τον καταλληλότερο θεσμό, ο οποίος ενίσχυσε την παγκόσμια αυτή κίνηση και συνέβαλε επιτυχώς στην προώθησή του (Hoffman και Preble, 2004).