ΑΡΘΡΟ
Της Δήμητρας Ευθυμιάδου
Πτυχιούχου του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ.
Ένας από τους πιο βασικούς κλάδους της παγκοσμιοποίησης είναι αδιαμφισβήτητα αυτός της παγκόσμιας οικονομίας και κατ’ επέκταση του ελεύθερου διεθνούς εμπορίου. Στις μέρες μας, παρατηρούμε μια, τουλάχιστον αξιοσημείωτη, τροπή που έχουν πάρει τόσο η παγκόσμια οικονομία, όσο και το διεθνές εμπόριο, που βιώνει μια περίοδο αστάθειας και συγκρουσιακού κλίματος μεταξύ των βασικών παικτών.
Οι βασικοί και ασυναγώνιστοι παίκτες της παγκόσμιας οικονομίας είναι λίγοι και σε αυτούς συγκαταλέγονται οι Η.Π.Α., η Κίνα και η Γερμανία. Σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες βλέπουν την άλλοτε πανίσχυρη θέση και οικονομία τους να δέχεται χτυπήματα από μια ανερχόμενη παγκόσμια οικονομική δύναμη, την Κίνα. Η Κίνα είναι η χώρα με τον μεγαλύτερο πληθυσμό του κόσμου, τα μεγαλύτερα συναλλαγματικά αποθέματα και έχει αποκτήσει επάξια τον τίτλο της –πρωταθλήτριας- των εξαγωγών.
Η Γερμανία, ενώ είναι εμφανώς μικρότερη σε έκταση, αποτελεί ένα σύγχρονο «οικονομικό θαύμα», καθώς είναι η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και η δεύτερη σε εξαγωγές, μετά από την Κίνα. Η Γερμανία ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, της οποίας αποτελεί και την ισχυρότερη οικονομία. Στο σημείο αυτό, εμφανίζεται ένα παράδοξο, άρρηκτα συνδεδεμένο με την πρόσφατη οικονομική κρίση. Η Γερμανία όχι μόνο δεν επλήγη από την κρίση, αλλά κατάφερε να αυξήσει το εμπορικό της πλεόνασμα σε ποσοστό 8,3%, την στιγμή που σύμφωνα µε τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το πλεόνασμά τρεχουσών συναλλαγών μιας χώρας δεν πρέπει να υπερβαίνει το 6% του ΑΕΠ.
Το γεγονός αυτό προκάλεσε τόσο την δυσαρέσκεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όσο και του τότε Προέδρου των Η.Π.Α. Μπαράκ Ομπάμα, οι οποίοι επέπληξαν την Γερμανία και την προέτρεψαν να μειώσει τα εμπορικά της πλεονάσματα. Παρόλα αυτά, η Γερμανία δεν συμμορφώθηκε στις υποδείξεις των ανωτέρω. Η κατάσταση περιπλέχθηκε με την εκλογή του Ντόναλντ Τράμπ, καθώς στην περίπτωση αυτή επρόκειτο για έναν ηγέτη, που πρόταξε με κάθε κόστος το συμφέρον της Αμερικής και είχε μια ξεκάθαρα επιθετική πολιτική, απέναντι σε οποιονδήποτε μπορούσε να πλήξει τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο Τραμπ δεν αρκέστηκε στις υποδείξεις προς την Γερμανία, αλλά απείλησε με εμπορικούς φραγμούς, υποστηρίζοντας, ότι το εξωφρενικό αυτό πλεόνασμά της αποτελούσε και εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρό πρόβλημα τόσο για τις Η.Π.Α., όσο και για τις ελλειμματικές χώρες της ευρωζώνης.
Άμεση απόρροια όλων των παραπάνω είναι το ασταθές διεθνές εμπόριο, καθώς οι Η.Π.Α. επί προεδρίας Τράμπ έκαναν λόγο για έναν εν δυνάμει -εμπορικό πόλεμο- που μπορεί να λάβει χώρα, με την Γερμανία και την Κίνα. Οι Η.Π.Α. λοιπόν δεν δίστασαν να επιβάλλουν δασμούς σε εισαγόμενα προϊόντα, τόσο από χώρες που αποτελούσαν άλλοτε εμπορικούς εταίρους της, όπως ο Καναδάς, όσο και από χώρες ανταγωνιστές, όπως η Κίνα.
Ωστόσο, η Γερμανία παρέμεινε αμετακίνητη στις θέσεις της. Η αδιάλλακτη αυτή στάση της οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι είχε ως εναλλακτική διέξοδο εξαγωγών την Κίνα. Οι δύο χώρες, Γερμανία και Κίνα, ούσες μερκαντιλιστικές, αποτελούν συμπληρωματικές οικονομίες, καθώς η Γερμανία εξάγει στην Κίνα κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και η Κίνα στην Γερμανία, αγαθά μαζικής κατανάλωσης.
Μπορούμε, χωρίς αμφιβολία, να κάνουμε λόγο για μια συνεργασία, η οποία παρακάμπτει την Ευρωζώνη και τις Η.Π.Α., ενώ παράλληλα ενισχύει τις διμερείς σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Η έως τώρα «ριψοκίνδυνη» στάση και επιλογή της Γερμανίας, ευνοούσε την δική της οικονομία και υπέσκαπτε αυτή των λοιπών χωρών της Ένωσης. Η κατάσταση αυτή άρχισε να ανατρέπεται, όταν η Κίνα μπήκε κι αυτή με την σειρά της, σε ένα παιχνίδι εμπορικού πολέμου, με αντίπαλο τον Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος είχε κατηγορήσει ευθέως την ταχύτατα αναπτυσσόμενη Κίνα για αθέμιτο ανταγωνισμό και για χειραγώγηση του Κινεζικού νομίσματος, ενώ είχε δήλωσε ανοιχτά ότι δεν φοβάται έναν εμπορικό πόλεμο. Επίσης, όπως προαναφέρθηκε, ο τέως Αμερικανός Πρόεδρος προέβη σε επιθετικές κινήσεις στον τομέα του εμπορίου με την Κίνα, βάζοντας δασμούς σε πολλά εισαγόμενα προϊόντα από την τελευταία.
Το βαρύ πλήγμα που δέχτηκε η Κινεζική οικονομία, από την επιθετική πολιτική των Η.Π.Α., την ανάγκασε να κάνει μια μεγάλη «στροφή» προς την εσωτερική της αγορά. Έτσι λοιπόν, η Κίνα υιοθέτησε το άνοιγμα προς τα μέσα, ως αναπτυξιακή πολιτική, ώστε να βασίζεται στα δικά της πόδια. Η στροφή αυτή στόχο έχει την ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης, µε ουσιαστική αύξηση μισθών και δημιουργία ισχυρής μεσαίας τάξης, χωρίς αυτό να σημαίνει την οικονομική και εμπορική απομόνωση της Κίνας.
Στο σημείο αυτό ανατρέπονται αναφανδόν οι σχέσεις Κίνας-Γερμανίας, καθώς η νέα στρατηγική της πρώτης έχει άμεσο αντίκτυπο στην οικονομία της δεύτερης. Με άλλα λόγια η Γερμανία πλέον δεν θα έχει που να εξάγει, καθότι είναι μια χώρα που παράγει αποκλειστικά για να εξάγει. Αντίθετα, οι Η.Π.Α. και η Κίνα έχουν ως εναλλακτική οδό και την τεράστια εσωτερική τους αγορά. Η Γερμανία έχει εναλλακτική επιλογή;
Ούσα ηγεμονική χώρα της Ε.Ε., η Γερμανία θα μπορούσε να βασιστεί στην εσωτερική αγορά της Ε.Ε., καθώς οι χώρες του Ευρωπαϊκού νότου ήταν σημαντικές εστίες απορρόφησης των Γερμανικών εξαγωγών. Εδώ βρίσκεται και το πρόβλημα, λόγω του οποίου η Γερμανία δεν μπορεί να έχει αυτή την εναλλακτική. Το πρόβλημα λοιπόν, έχει αφετηρία την παρελθούσα οικονομική κρίση, διότι η κρίση έπληξε τις οικονομίες των Ευρωπαϊκών χωρών και κυρίως αυτές του νότου, οι οποίες απορροφούσαν μεγάλο μέρος των Γερμανικών εξαγωγών.
Πιο συγκεκριμένα, η Ελληνική οικονομία εκτός από τις άμεσες συνέπειες της κρίσης, επλήγη σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό από την Γερμανική «συνταγή» οικονομικής λιτότητας, που ακόμα αρνείται να αποκηρύξει ολοκληρωτικά. Όσο λοιπόν η ίδια η Γερμανία δεν αφήνει τις οικονομίες να ανακάμψουν, δεν μπορεί να έχει την απαίτηση, αυτές οι χώρες να απορροφούν τις εξαγωγές της.
Το συμπέρασμα που προκύπτει, καθιστά την Γερμανία έρμαιο των πολιτικών που η ίδια ακολουθεί πιστά. Χάνοντας τους μεγάλους εμπορικούς της εταίρους η Γερμανία βρίσκεται μπροστά σε αδιέξοδα. Η λύση για την Γερμανία, ώστε να προλάβει να αποφύγει επερχόμενες οικονομικές συνέπειες, είναι να αποκηρύξει άμεσα τις πολιτικές λιτότητας στην Ε.Ε. και να αποκαταστήσει την πάλαι ποτέ κραταιά ενιαία εσωτερική αγορά, την οποία θα έχει ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά αν ξεσπάσει πραγματικός και σκληρός εμπορικός πόλεμος με τις Η.Π.Α..
*Το άρθρο της κ. Ευθυμιάδου δημοσιεύτηκε στο blog PoliticsToday.news.blog