ΑΡΘΡΟ

Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά

ATPL

AIRLINE PILOT

B737NG AIRBUS 320

 

 

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

 

17.000 γιατροί, οδοντίατροι, φαρμακοποιοί και δικηγόροι… στο ταμείο ανεργίας

 

Τα προβλήματα ανεργίας ήδη αποτυπώνονται και σε κλάδους που η αγορά εργασίας στο παρελθόν και η «κοινή γνώμη» ακόμη και σήμερα έχουν «στεφανώσει» με κύρος και γόητρο. Το 2009 περίπου 20.000 γιατροί, οδοντίατροι φαρμακοποιοί, πτυχιούχοι των ΤΕΙ Επιστημών Υγείας και δικηγόροι είχαν σοβαρά προβλήματα επαγγελματικής αποκατάστασης.

Το 2008 βρέθηκαν στον κατάλογο ανεργίας του ΟΑΕΔ περίπου πάνω από 9.000 Ιατροί, Φαρμακοποιοί, Οδοντίατροι και πτυχιούχοι των ΤΕΙ Επιστημών Υγείας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΔΣΑ) από τους περίπου 21.000 μάχιμους, μία παράσταση στα δικαστήρια πραγματοποίησαν τον προηγούμενο χρόνο 10.350 δικηγόροι. Από είκοσι έως τριάντα παραστάσεις πραγματοποίησαν 6.000 δικηγόροι, ενώ περίπου 11.000 δικηγόροι δεν έχουν καμία παράσταση. Ενδεικτικό είναι ότι στις εξετάσεις για 34 θέσεις δικηγόρων στο ΙΚΑ συμμετείχαν περίπου 1.300 υποψήφιοι, από τους οποίους περισσότεροι από 100 διέθεταν μεταπτυχιακό ή άλλο πανεπιστημιακό τίτλο.

Σε μια άλλη κατηγορία, αυτή των δημοσιογράφων, υπολογίζεται ότι το 1/4 των πτυχιούχων είναι άνεργοι, ενώ από αυτούς που έχουν επαγγελματική απασχόληση ο ένας στους δυο πτυχιούχους έχει μικρή έως μηδενική συνάφεια μεταξύ σπουδών και θέσης εργασίας.

 

Μηχανικοί – Πληροφορικάριοι: η γενιά με το μπλοκάκι!

 

Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, περισσότεροι από 120.000 εργαζόμενοι αμείβονταν το 2009 με το γνωστό «μπλοκάκι» που σημαίνει ότι δεν απολαμβάνουν τα θεσμοθετημένα, στοιχειώδη, εργασιακά δικαιώματα, όπως είναι το ωράριο, οι άδειες, τα επιδόματα, τα

δώρα, η αποζημίωση σε περιπτώσεις απολύσεων. Πρόκειται για τη «γενιά του Δελτίου Παροχής Υπηρεσιών». Στην κατηγορία αυτή πρωταθλητές έχουν αναδειχθεί οι μηχανικοί οι οποίοι υπολογίζονται σε 30.000, δηλαδή, περίπου στο 30% του συνόλου των μηχανικών. Κοντά τους σιγά σιγά αναπτύσσεται και ένας νέος κλάδος αυτός των πτυχιούχων Πληροφορικής.

Στη σύγχρονη οικονομική θεωρία έχει αναδειχθεί ότι η αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος και ο ρόλος των επενδύσεων στη δια βίου κατάρτιση και ανάπτυξη δεξιοτήτων, είναι καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη υψηλού μακροχρόνιου ρυθμού ανάπτυξης. Η Ελλάδα συνδυάζει ένα σχετικά υψηλό ποσοστό αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με ένα σχετικά χαμηλό ποσοστό απορρόφησης από την αγορά εργασίας, γεγονός που συνετέλεσε, μεταξύ άλλων παραγόντων, στο φαινόμενο του brain drain, με αφορμή της δημοσιοποίησης της μελέτης με θέμα «Αποτελεσματικότητα του Εκπαιδευτικού Συστήματος και Μακροχρόνιος Ρυθμός Ανάπτυξης: Η Σημασία των Επενδύσεων στη Γνώση και την Ανάπτυξη Δεξιοτήτων».

Πέραν της μακροχρόνιας ύφεσης, σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις στην χώρα μας διαδραμάτισε και η αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος ως μηχανισμού αντιμετώπισης των αναντιστοιχιών στην προσφορά και ζήτηση δεξιοτήτων. Το περιεχόμενο των μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων στο εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει, συνεπώς, να συμπεριλάβει την περαιτέρω ενίσχυση της διασύνδεσης της μετα-δευτεροβάθμιας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, αντιμετωπίζοντας, κατά αυτόν τον τρόπο, το ζήτημα της αντιστοίχισης των δεξιοτήτων των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας με τις πραγματικές ανάγκες και προτεραιότητες μιας εξωστρεφούς ελληνικής οικονομίας. Τούτο θα οδηγήσει σε αύξηση των ποσοστών απορρόφησης των αποφοίτων στην αγορά εργασίας, αποδυναμώνοντας, παράλληλα, τις τάσεις εκροής νέων επιστημόνων στο εξωτερικό.

 

Οικονομική κρίση και ανθρώπινο δυναμικό

 

Όπως επισημαίνεται η δεκαετής οικονομική κρίση στην Ελλάδα είχε τρεις δυσμενείς συνέπειες που επηρέασαν άμεσα οικονομίας, το ανθρώπινο κεφάλαιο:

–Την τάση εκροής εξειδικευμένου ανθρωπίνου δυναμικού (brain drain).

–Την αποδυνάμωση του φυσικού παγίου κεφαλαίου της χώρας που είχε ως αποτέλεσμα την εξασθένιση της παραγωγικότητας της εργασίας, αφού το ανθρώπινο κεφάλαιο συνδυάζεται με χαμηλότερης ποιότητας κεφαλαιουχικό εξοπλισμό.

–Τις περικοπές των δημοσίων δαπανών, οι οποίες επέτειναν περαιτέρω τις χρόνιες, δομικές αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος

 

Εκπαίδευση και ανάπτυξη – Πώς αλληλοεπηρεάζονται

 

Αναλυτικότερα, στη μελέτη τονίζεται ότι η σημασία της εκπαίδευσης και της δια βίου κατάρτισης είναι πολυδιάστατη για την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας, επειδή

παρέχει τη γνώση και την εξειδίκευση, καλλιεργεί τις δεξιότητες και συμβάλλει στην αξιοποίηση των συντελεστών παραγωγής, όπως το κεφάλαιο και την τεχνολογία. Από μακροοικονομική σκοπιά, ένα αποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα θεωρείται προϋπόθεση για την οικονομική και την κοινωνική ευημερία, αφού επιτρέπει τη μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων και την αντιμετώπιση της ανεργίας, ιδιαίτερα της διαρθρωτικής.

Η ανάλυση επισημαίνει ότι τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες, οι θεωρητικές προσεγγίσεις της ενδογενούς ανάπτυξης σε συνδυασμό με ένα πλήθος εμπειρικών μελετών διεθνώς, διαπιστώνουν τον καίριο ρόλο της εκπαίδευσης ως μηχανισμό συσσώρευσης και διάχυσης ανθρωπίνου κεφαλαίου, επισημαίνουν τη συμβολή της ως βασικής παραμέτρου της οικονομικής μεγέθυνσης.

 

Ευρώπη και Ελλάδα

 

Η συσχέτιση μεταξύ του μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΠ της περιόδου 2013-2019 και των αναμενόμενων ετών εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων, από το νηπιαγωγείο έως και τις διδακτορικές σπουδές, για διάφορες χώρες της Ευρώπης είναι θετική και επιβεβαιώνει ότι όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης, τόσο μεγαλύτερο είναι το επίπεδο του κατά κεφαλήν εισοδήματος μιας χώρας μακροχρόνια.

Η σχέση των δύο μεγεθών δεν μπορεί παρά να είναι αμφίδρομη: Όσο περισσότερη και ποιοτικότερη είναι η εκπαίδευση που παρέχεται, τόσο ενισχύεται η ανάπτυξη και όσο μεγαλύτερη ανάπτυξη υπάρχει, τόσο περισσότερο βελτιώνεται η εκπαίδευση.

Όπως αναφέρεται στην μελέτη, χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι πάνω από τη γραμμή βρίσκονται χώρες της βόρειας Ευρώπης με υψηλό βιοτικό επίπεδο, όπως η Γερμανία, η Ελβετία, η Ολλανδία και οι Σκανδιναβικές χώρες. Εξ αυτών, πολύ καλή επίδοση σημειώνει η Νορβηγία, της οποίας το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανήλθε σε 67,9 χιλ. ευρώ (μέσος όρος) τη χρονική περίοδο 2013-2019, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος των ετών εκπαίδευσης ήταν 18,2.

Η Ελλάδα, όπως αναφέρεται στη μελέτη, σε όρους ετών εκπαίδευσης, κατέχει την 7η θέση στη σχετική κατάταξη – την οποία μοιράζεται με άλλες εννέα χώρες, μεταξύ των οποίων η Γερμανία και η Ισπανία, καθώς ο μέσος όρος των ετών που απαιτούνταν την περίοδο 2013-2019, για την ολοκλήρωση των σπουδών όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων ήταν 18 έτη. Ωστόσο, αναφορικά με το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ίδιας περιόδου, η Ελλάδα κατέλαβε την 20η θέση μεταξύ των 35 χωρών με 17,1 χιλ .ευρώ. Γιατί όμως η χώρα μας κατέχει σχετικά καλή θέση σε όρους ετών εκπαίδευσης, αλλά υστερεί στο κατά κεφαλήν εισόδημα συγκριτικά με άλλες χώρες; Όπως αναφέρει η μελέτη οι αιτίες εντοπίζονται στις χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες του εγχώριου εκπαιδευτικού συστήματος.

Στην ανάλυση γίνεται επίσης αναφορά στο χαμηλό ποσοστό απορρόφησης των νέων πτυχιούχων από την αγορά εργασίας, που είναι αποτέλεσμα της οικονομικής ύφεσης και συνάδει με το υψηλό ποσοστό διαρθρωτικής ανεργίας. Επιπλέον, αντανακλά την αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας.

Στην ανάλυση επισημαίνεται επίσης ότι οι δαπάνες για εκπαίδευση στη χώρα μας ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2017 (3,9%) ήταν χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ (4,6%). Οι εν λόγω δαπάνες υστερούσαν σε σύγκριση με άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, που ακολούθησαν προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, όπως η Κύπρος, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Οι δαπάνες για την εκπαίδευση μειώθηκαν σωρευτικά τη χρονική περίοδο 2010 – 2019 κατά 14,3%.

 

Σύνδεση εκπαιδευτικού συστήματος με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας

 

Το περιεχόμενο των μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων στο εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει να συμπεριλάβει την περαιτέρω ενίσχυση της διασύνδεσης της μετα-δευτεροβάθμιας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας και να αντιμετωπίσει την αντιστοιχία των δεξιοτήτων των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας με τις πραγματικές ανάγκες και προτεραιότητες μιας εξωστρεφούς ελληνικής οικονομίας. Αυτό θα οδηγήσει σε αύξηση των ποσοστών απορρόφησης των αποφοίτων στην αγορά εργασίας, αποδυναμώνοντας, παράλληλα, τις τάσεις εκροής νέων επιστημόνων στο εξωτερικό.

 

Τι ζητάει η αγορά εργασίας

 

Προς αυτή την κατεύθυνση, όπως αναφέρουν οι αναλυτές με στατιστικές μελέτες, στις προτάσεις πολιτικής περιλαμβάνεται η ανάπτυξη δεξιοτήτων και ειδικοτήτων που καλύπτουν τις ανάγκες της αγοράς. Στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης, η αγορά εργασίας αλλάζει με ταχύ ρυθμό, αφού η τεχνολογική πρόοδος καταργεί πολλές θέσεις εργασίας που απαιτούν συνήθεις χειρωνακτικές δεξιότητες και δημιουργεί νέες που απαιτούν ψηφιακές δεξιότητες (digital skills). Εξίσου σημαντική θεωρείται και η ανάπτυξη των «ήπιων δεξιοτήτων» (soft skills), όπως η επίλυση προβλημάτων, η ομαδικότητα, η δημιουργικότητα και η ηγεσία, καθώς η απόκτησή τους επιτρέπει στους εργαζομένους την προσαρμογή στις καινοτομικές αλλαγές και την αύξηση της παραγωγικότητάς τους. Πέραν όμως των δεξιοτήτων, είναι σκόπιμο να αναπτυχθούν ειδικότητες που ενισχύουν την απασχολησιμότητα στον ιδιωτικό τομέα και ιδιαίτερα στους τομείς με εξαγωγικό προσανατολισμό.

Το να επενδύει μια χώρα στην εκπαίδευση είναι καλό από μόνο του. Η ειρωνεία είναι, ωστόσο, ότι επενδύοντας στην εκπαίδευση χωρίς να προσφέρουν στους νέους οικονομικές ευκαιρίες, δημιουργώντας δηλαδή στρατιές μορφωμένων ανέργων, οι ηγέτες όλων των Κυβερνητικών καθεστώτων συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην κατάσταση αυτή.

Η ανεργία, όμως, των αποφοίτων Πανεπιστημίων – ΤΕΙ οφείλεται και στη νοοτροπία και τις εμμονές της ελληνικής οικογένειας, η οποία, ενώ βλέπει τα υψηλά ποσοστά ανεργίας των πτυχιούχων, εξακολουθεί να θεωρεί υποδεέστερη την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση και να προωθεί τα παιδιά της (καταβάλλοντας, όταν μπορεί, το υψηλό κόστος των φροντιστηρίων και των ιδιαιτέρων μαθημάτων) σε σχολές των Πανεπιστημίων – ΤΕΙ, ανεξάρτητα από τις προοπτικές απασχόλησης και

ανεξάρτητα από τις ικανότητες και τις κλίσεις των παιδιών. Από τα όσα, με πολλή συντομία, αναφέρθηκαν στο άρθρο αυτό, είναι σαφές ότι η μείωση του ποσοστού ανεργίας των αποφοίτων Πανεπιστημίων – ΤΕΙ (και γενικότερα των νέων) απαιτεί ριζική αλλαγή πολλών πλευρών (ορισμένες από τις οποίες αναφέρθηκαν πιο πάνω) της οικονομικής και εκπαιδευτικής πολιτικής των κυβερνήσεων, καθώς και της νοοτροπίας των ελληνικών οικογενειών. Η αλλαγή αυτή απαιτεί γενναίες αποφάσεις. Η λήψη και εφαρμογή τέτοιων αποφάσεων είναι σήμερα το μέγα ζητούμενο στη χώρα μας…