ΑΡΘΡΟ

Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά

ATPL

AIRLINE PILOT

B737NG AIRBUS 320

(συνέχεια από το προηγούμενο)

 

Σχολές Σκέψης και Διαμόρφωση της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής

 

Ας περάσουμε να δούμε τώρα πώς και κατά πόσο οι σχολές αυτές επηρέασαν την διαμόρφωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Διακεκριμένα μέλη των σχολών αυτών, κυρίως ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι και επί τιμή διπλωμάτες, προσπάθησαν να επηρεάσουν τις επιλογές εξωτερικής πολιτικής, αξιοποιώντας τις προσωπικές τους σχέσεις με πολιτικούς (μερικές φορές εκλαμβάνοντας και το ρόλο του προσωπικού συμβούλου) και συμμετέχοντας σε θεσμοθετημένα όργανα του ΥΠΕΞ όπως η Επιτροπή Προγραμματισμού της Υπηρεσίας Ενημέρωσης που λειτούργησε στη περίοδο 1985-1987, η Επιτροπή Πολιτικού Σχεδιασμού στην περίοδο Ιούλιος 1991-τέλη 1992, και το Επιστημονικό Συμβούλιο που λειτουργεί από τον Απρίλιο 1996.

Στο πλαίσιο της Επιτροπής Προγραμματισμού της Υπηρεσίας Ενημέρωσης διαφαίνεται πως οι Ευρωκεντρικοί άρχισαν να ασκούν κάποια επιρροή στο επικοινωνιακό πεδίο. Με την έννοια ότι τους δόθηκε η ευκαιρία να συμβάλλουν στην αλλαγή της μορφής του περιοδικού «Αθηνά» που εξέδιδε η επιτροπή, προσδίδοντας του ευρωπαϊκό προσανατολισμό

Όσον αφορά στην Επιτροπή Πολιτικού Σχεδιασμού, η εμπειρία από τη λειτουργία αυτού του οργάνου υπήρξε κατά γενική ορολογία απογοητευτική. Αυτό κατά ένα μέρος οφείλεται στη διαμάχη που ξέσπασε ανάμεσα στις δύο σχολές γύρω από το θέμα της κρίσης στον Κόλπο, και κυρίως, γύρω από το θέμα της αντιμετώπισης του ζητήματος των Σκοπίων.

Στο τέλος η διαμάχη των σχολών μετατράπηκε σε δημόσιο πολιτικό διάλογο εξαιτίας του λόγου και αντίλογου των δύο σχολών στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και της άποψης ότι είναι ίσως πιο αποτελεσματικός «ο απευθείας επηρεασμός μιας Κοινωνίας των Πολιτών παρά το ψιθύρισμα συμβουλών στο αυτί κάποιου Υπουργού».

Έτσι, αναπόφευκτα η συζήτηση ξέφυγε από τις παραπάνω επιστημονικά θεμελιωμένες θέσεις και πήρε πολιτικούς τόνους, από τους οποίους δεν έλειψαν και μαξιμαλιστικές απόψεις και από τις δύο πλευρές..

Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε διάσπαση των διεθνών σπουδών στην Ελλάδα, και στην επιδείνωση της εικόνας του κλάδου στα μάτια της πολιτικής ηγεσίας. Ωστόσο, εκτός από αυτή τη σαφώς αρνητική εξέλιξη, η δημόσια αντιπαράθεση των σχολών οδήγησε σε ένα πλουραλισμό θέσεων και σε μία δημιουργική αυτοκριτική που συνθέτουν την εικόνα μιας υγιούς δημοκρατίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο, αξιοσημείωτο είναι πως οι δύο σχολές δεν ταυτίστηκαν με κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα, αλλά υπήρχαν πολιτικοί και στα δύο κυρίαρχα κόμματα (Ν.Δ. και Πα.Σο.Κ.) που υποστήριζαν τις θέσεις αμφότερων των σχολών. Σημαντικότερο ρόλο στην προσπάθεια επηρεασμού του σχεδιασμού της εξωτερικής πολιτικής διαδραματίζουν σήμερα ορισμένα κέντρα ερευνών, κυρίως το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ), το Ελληνικό Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών (ΕΚΕΜ), το Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (Ι.ΔΙ.Σ.) και το Ίδρυμα Αμυντικών Αναλύσεων (Ι.Α.Α.), που λειτουργούν ως «δεξαμενές σκέψης».

Η ελληνική Κυβέρνηση θα επέτρεπε την χρηματοδότηση από την Κοινότητα και δεν θα αντιτασσόταν στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, αν η Άγκυρα άλλαζε στάση στο Αιγαίο και την Κύπρο. Αποτελεί όμως, απλοϊκή και επικίνδυνη ψευδαίσθηση να πιστεύει κανείς ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η λύση για όλα τα προβλήματα της Ελλάδας. Θεωρούν ουτοπικό να περιμένει κανείς ότι η Τουρκία θα μπορέσει να ασπαστεί τις ευρωπαϊκές αρχές περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και Κράτους δικαίου και να εγκαταλείψει τις επεκτατικές της τάσεις για να ενταχθεί στη Ευρωπαϊκή Ένωση.

Κάτι τέτοιο, έχοντας υπόψη τα εσωτερικά προβλήματα της Τουρκίας και το δομικό ρόλο του στρατού για την αντιμετώπιση τους, θα αποτελούσε μια επανάσταση που θα έβαζε σε επικίνδυνη κρίση τα ίδια τα θεμέλια του τουρκικού Κράτους και αυτό είναι ένα ρίσκο που οι Τούρκοι δεν είναι διατεθειμένοι να το διατρέξουν.

Για το λόγο αυτό, κρίνεται λανθασμένη η πρόσφατη στροφή της ελληνικής πολιτικής που στηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας η οποία εκλαμβάνεται ως κατευναστική και γι’ αυτό επικίνδυνη στάση. Όσον αφορά το Κυπριακό πρόβλημα, οι Ελληνοκεντρικοί πιστεύουν ότι οι Ελληνοκύπριοι δεν θα πρέπει να προβούν σε παραχωρήσεις στις διακοινοτικές συνομιλίες και αναλαμβάνουν ειδικές μελέτες κατόπιν πρότασης που υποβάλλουν στο ΥΠΕΞ ή στο Υπουργείου Άμυνας.

Παρόλα αυτά και εδώ εκφράζεται το παράπονο πως συχνά οι μελέτες παραμένουν ανεκμετάλλευτες σε κάποιο ράφι των Υπουργείων. Η μελέτη της διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής μιας χώρας είναι μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση και ο ξένος παρατηρητής, με την ελλιπή γνώση που μπορεί να έχει για τους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων στο ΥΠΕΞ, μπορεί εύκολα να περιπέσει σε σφάλματα και να πιστέψει ότι αυτές οι σχολές επηρεάζουν άμεσα τις τελικές αποφάσεις εξωτερικής πολιτική.

Η θεωρία διαφέρει από την πραγματική διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής και συχνά χρησιμοποιείται εκ των υστέρων για να «νομιμοποιήσει» τις πολιτικές επιλογές. Όπως προκύπτει από έρευνα Έλληνα πολιτικού επιστήμονα, υπάρχει ελλιπής σχεδιασμός πολιτικής στο ΥΠΕΞ και η εξωτερική πολιτική διαμορφώνεται κυρίως από προσωπικότητες υψηλού επιπέδου (Υπουργός των Εξωτερικών και/ή Πρωθυπουργός) που επηρεάζονται πρωτίστως από τις πολιτικές τους προτιμήσεις και

φιλοδοξίες, τον κοινωνικό τους περίγυρο και την ανάγκη να εξασφαλίσουν ψήφους για το κόμμα τους και τον εαυτό τους.

Το γεγονός αυτό ωθεί στο να γίνεται η διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής μέρος της διακομματικής διαμάχης, αλλά και του εσωκομματικού ανταγωνισμού για την εξουσία. Αυτή η λαϊκίστικη συνήθεια στερεί την ελληνική εξωτερική πολιτική από συνέπεια και συνέχεια και συχνά την αυτοπαγιδεύει στο πολιτικό κόστος που προκύπτει από αντίθετες επιλογές προς την κοινή γνώμη.

Χάνεται, έτσι, και το πλεονέκτημα των τακτικών ελιγμών, οι οποίοι θα μπορούσαν να διορθώσουν τυχόν λάθη και να οδηγήσουν σε έναν αξιοπρεπή συμβιβασμό.

Σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα βέβαια, η πολιτική ηγεσία δεν μπορεί παρά να λαμβάνει υπόψη της την κοινή γνώμη και να επιδιώκει να εξασφαλίζει την υποστήριξή της, όμως η εξωτερική πολιτική μιας χώρας δεν πρέπει να επηρεάζεται από συναισθηματικές εξάρσεις που αντιβαίνουν στο γενικότερο εθνικό της συμφέρον. Σε αυτό το πλαίσιο, θα συμπεραίναμε πως περισσότερη δυνατότητα να επηρεάσουν τις πολιτικές αποφάσεις φαίνεται να έχουν τα πρόσωπα που βρίσκονται στον στενό κύκλο του Υπουργού (είτε ως προσωπικοί σύμβουλοι είτε όχι) και, κυρίως, τα πρόσωπα που καταφέρνουν να αναλάβουν υπεύθυνες θέσεις στο Υπουργείο Εξωτερικών ή σε διεθνείς θεσμούς. Πρόσωπα που όμως συχνά χάνουν το ρόλο τους με την αλλαγή του Υπουργού ή την αλλαγή Κυβέρνησης. Γενικότερα πάντως, η επιρροή των δύο σχολών περιορίζεται κυρίως στο επικοινωνιακό πεδίο. Η τακτική ισχύς της ελληνικής πλευράς μετά την ένταξη στην ΕΕ θα επιτρέψει μια καλύτερη λύση στο πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου.

(συνεχίζεται…)