Με ένα ηχηρό χειροκρότημα υποδέχτηκαν τον σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη κινηματογραφιστές και σινεφίλ που έσπευσαν στις 7 Σεπτεμβρίου στον θερινό κινηματογράφο «Αλέξανδρο», ολοφάνερα ανυπόμονοι για το masterclass σκηνοθεσίας με τον τίτλο «Φτιάχνοντας ταινίες στην Ελλάδα» που πραγματοποίησε στο πλαίσιο του 45ου DISFF.

Γεμάτοι απορίες τόσο για τη διαδικασία δημιουργίας μιας ταινίας στη χώρα μας όσο και για τα μικρά και μεγάλα μυστικά της δικής του τέχνης, οι νέοι κινηματογραφιστές και το κοινό του φεστιβάλ τον «βομβάρδιζαν» με ερωτήσεις για περισσότερο από δύο ώρες, παρακολουθώντας με ιδιαίτερη προσήλωση το πολύ ενδιαφέρον διαδραστικό σεμινάριο για το σύγχρονο ελληνικό κινηματογραφικό γίγνεσθαι μέσα από το βλέμμα ενός από τους πιο επιδραστικούς σκηνοθέτες στην Ελλάδα.

Ο Γιάννης Οικονομίδης, αφού ευχαρίστησε το Φεστιβάλ Δράμας και τον καλλιτεχνικό του διευθυντή, Γιάννη Σακαρίδη, για την πρόσκληση να συμμετάσχει στη φετινή διοργάνωση, ήταν ο ίδιος που παρακίνησε τους παρευρισκόμενους το μεσημέρι της Τετάρτης στην κατάμεστη κινηματογραφική αίθουσα της Δράμας να ξεκινήσει η διαδικασία αυτής της συνάντησης μέσα από τις δικές τους ερωτήσεις. Ερωτήσεις για τη δουλειά του και τις ταινίες του, ώστε να καταλήξουν, όπως είπε, από κοινού τι σημαίνει να κάνει κάποιος σινεμά στην Ελλάδα, ή αλλιώς, τόνισε, «τι είναι όλη αυτή η περιπέτεια, την οποία ο κάθε κινηματογραφιστής βιώνει από τη δική του οπτική γωνία, ανάλογα από το ποιός είναι και τι προσπαθεί να κάνει».

Αρχικά, αναφερόμενος στην προσωπική του περιπέτεια στον κόσμο του σινεμά, χαρακτήρισε την 30χρονη διαδρομή του «όχι εύκολη, με πολλά σκαμπανεβάσματα, με πολλές απογοητεύσεις αλλά και πολλές χαρές». Μια περιπέτεια από την οποία δημιούργησε πέντε μικρού και πέντε μεγάλου μήκους ταινίες, καθώς και ένα θεατρικό έργο, ενώ ετοιμάζεται όπως μας πληροφόρησε, για την έκτη μεγάλου μήκους ταινία του. «Πρόκειται ένα σενάριο που γράψαμε μαζί με τον Βαγγέλη Μουρίκη και έχει τον τίτλο “Μεγάλη Πέτρα σε Μικρό Κεφάλι”».

Καθόλη τη διάρκεια της συζήτησης, απαντώντας στις ερωτήσεις του κοινού με άξονα τις εμπειρίες του μέσα από τη δική του διαδρομή στις ατραπούς και λεωφόρους της ελληνικής κινηματογραφίας, και χρησιμοποιώντας παραδείγματα χαρακτηριστικών στιγμιότυπων από τη διαδικασία συγγραφής των σεναρίων του αλλά και την αναζήτηση χρημάτων για την παραγωγή των ταινιών του και τη διάδρασή του με τους ηθοποιούς στις πρόβες και τα γυρίσματα, μίλησε για όλα όσα αναμετρήθηκε από την πρώτη στιγμή που αποφάσισε να γίνει κινηματογραφιστής μέχρι σήμερα που στο παλμαρέ του σημειώνονται πέντε τω αριθμώ, ενώ στη φάση της προπαραγωγής βρίσκεται η έκτη κατά σειρά μεγάλου μήκους ταινία του.

Ωστόσο, στάθηκε στην εποχή που αποφάσισε τι σινεμά θέλει να κάνει. «Δεν ήταν σαφές από την αρχή τι θα έκανα. Στα πρώτα μου βήματα στο μυαλό μου είχα τον Αντονιόνι. Όταν ξεκινάς πας κάπως μιμητικά, και σιγά-σιγά διαισθάνεσαι ότι πρέπει να βρεις ταυτότητα, μια προσωπική γραφή». Ήταν μια δύσκολη εποχή για κείνον, όπως είπε, η περίοδος μετά τον πρώτο κύκλο της νεότητάς του με τις μικρού μήκους, καθώς αναζητούσε ένα σενάριο για να κάνει μια μεγάλου μήκους ταινία. Παράλληλα όμως ήταν και η περίοδος που πήρε την απόφαση ότι αυτό που τον ενδιαφέρει είναι αποκλειστικά το ανθρωποκεντρικό σινεμά. Έτσι γεννήθηκε το 2002 το «Σπιρτόκουτο».

Μεταξύ άλλων, μιλώντας για τον καμβά των ιστοριών του και τον τρόπο που δουλεύει με τους ηθοποιούς τα σενάρια του, εξήγησε ότι ο βασικός πυρήνας πίσω από όλες τις ταινίες του είναι αυτή η μεγάλη απόφαση που πήρε πριν από περίπου είκοσι χρόνια. «Αυτό που με ενδιαφέρει είναι το ανθρώπινο πρόσωπο, ο άνθρωπος», τόνισε. Και αυτή η απόφαση χαρακτήρισε όλο του το έργο. Επίσης πρόσθεσε πως έτσι ξεκίνησε μια διαδικασία δουλειάς με τους ηθοποιούς η οποία έχει δύο κατευθύνσεις. «Η πρώτη είναι η μαθησιακή, πώς δηλαδή θα εκπαιδευτούμε μαζί στο ρεαλισμό και στη φυσικότητα, κάτι που δεν είναι αυτονόητο στην ελληνική κινηματογραφία παρά τα δείγματα που υπάρχουν από προγενέστερους δημιουργούς, αλλά δεν καθιερώθηκε κατά τη δική μου γνώμη. Και η δεύτερη είναι η εμβάθυνση στο κάθε χαρακτήρα και στις σχέσεις των ηρώων, το πώς δηλαδή διαμορφώνεται η δραματουργία σε μια σκηνή. Οι πρόβες με τους ηθοποιούς σε κάθε ταινία κρατάνε από πέντε έως επτά μήνες». Και συμπλήρωσε ότι κάθε φορά φροντίζει κάτω από το γραφείο της παραγωγής να υπάρχει ένα προβάδικο. «Για μένα εκεί χτυπάει η καρδιά μιας ταινίας. Στο προβάδικο γίνονται οι ζυμώσεις ώστε αυτό που είναι γραμμένο στο χαρτί να πάρει σάρκα και οστά και να γεμίσει το άδειο δοχείο της μελλοντικής ταινίας». Συμπληρωματικά, απαντώντας πάλι σε ερώτημα για τις μεθόδους του, πρόσθεσε ότι το σινεμά που κάνει είναι «σινεμά-μοντάζ». «Οι ταινίες μου βρίσκουν την ολοκλήρωση της ιστορίας τους στο μοντάζ».

Εκφράζοντας την άποψή του για την σύγχρονη κινηματογραφία ο Γιάννης Οικονομίδης διαπιστώνει πως «ενώ το σινεμά είναι ένα καλλιτεχνικό έργο, οι κινηματογραφιστές είναι καλλιτέχνες, αυτό που με στεναχωρεί είναι ότι βλέπω πως και το ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο σινεμά γίνεται όλο και πιο πολύ ένα σινεμά του μοιρογνωμονίου. Ένα σινεμά που έχει τελειώσει πριν ξεκινήσει να γίνει, που είναι έτοιμο από το γραφείο. Το βλέπεις ότι στην διαδικασία της κατασκευής της ταινίας ο σκηνοθέτης δεν κυνηγάει κάτι, δεν ρισκάρει. Οι ταινίες δεν αναπνέουν. Αυτό μου λείπει στο σύγχρονο σινεμά». «Φαίνεται όμως ότι προς τα κει πάει γενικά ο κόσμος», κατέληξε.  «Όλο και πιο πολύ μας τρομάζουν τα νέα πράγματα, οι εκπλήξεις, το άγνωστο, ακόμη και η αποτυχία. Και η αποτυχία όταν γίνεται με όρους ελευθερίας και δημιουργίας έχει κι αυτή ενδιαφέρον». Παίρνοντας το λόγο ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ Γιάννης Σακαρίδης συμπλήρωσε ότι «αναμφίβολα είναι μια δύσκολη εποχή για τους κινηματογραφιστές, μάλιστα μετά από τρία χρόνια πανδημίας με κλειστά σινεμά και φεστιβάλ που έπαιζαν ταινίες μέσα από πλατφόρμες, συνθήκη που προκάλεσε μια μεγάλη αμηχανία», και στην ερώτηση που του απηύθυνε για το πώς βλέπει το κινηματογραφικό μέλλον, ο Γιάννης Οικονομίδης τόνισε πως «το μεγάλο στοίχημα είναι να βρει ο κάθε δημιουργός την ταυτότητά του αλλά και τον τρόπο να περάσει μέσα από τις δυσκολίες που συναντά, καθώς ο καλλιτέχνης είναι πάντα απέναντι σε ένα σύστημα που τον τραβάει να τον γειώσει, ή ακόμη και να τον ισοπεδώσει». Και για αυτό είναι σημαντικό, πρόσθεσε «πόσο αποφασισμένος είναι κάποιος να συγκρουστεί με το σύστημα, αλλά και με τον εαυτό του». Ταλέντο εκεί έξω υπάρχει πολύ, τόνισε, «αλλά το ζήτημα στους δημιουργούς, παλιούς και νέους, είναι να στοχεύσουν και να υψώσουν ανάστημα εντός της δημιουργίας μια ταινίας, αλλά και εκτός. Οι καιροί είναι δύσκολοι και οι καθένας θα πρέπει να πάρει τις αποφάσεις του, και πόσες υποχωρήσεις θα αποφάσει να κάνει. Κατά τα άλλα, η ανάγκη για έκφραση υπάρχει, αν και αυτό μπορεί να μην αρκεί. Όπως και να ‘χει πάντως όλα καταλήγουν στο πανί, εκεί αποδεικνύονται όλα».

Ο Γιάννης Οικονομίδης ήρθε για πρώτη φορά στη Δράμα το 1992, ως νέος κινηματογραφιστής, διαγωνιζόμενος με την ταινία του «Σταδιακή βελτίωση του καιρού» για την οποία βραβεύτηκε, τότε, στο 6ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας. Από το 1989, που ξεκίνησε να κινηματογραφεί, μέχρι σήμερα, δημιούργησε πέντε μικρού μήκους και πέντε μεγάλου μήκους ταινίες, καθώς και ένα θεατρικό έργο, και συγκαταλέγεται στους πιο επιδραστικούς, και με μοναδικό ύφος γραφής, έλληνες σκηνοθέτες.

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το «Σπιρτόκουτο» (2002), μια πρωτοποριακή ταινία που θεωρείται ορόσημο στον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο, διακρίθηκε στο 44ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με το Βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου. Το 2006, η δεύτερη ταινία του, «Ψυχή στο Στόμα», συμμετείχε στην Eβδομάδα Kριτικής του Φεστιβάλ Καννών, «Ο Μαχαιροβγάλτης» (2010), η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Μπουσάν και απέσπασε επτά βραβεία από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, ενώ το 2014 «Το Μικρό Ψάρι», η τέταρτη ταινία του, έκανε πρεμιέρα στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ του Βερολίνου και απέσπασε τέσσερα βραβεία από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου. Το 2016 έγραψε και σκηνοθέτησε για τη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το θεατρικό έργο «Στέλλα Κοιμήσου» το οποίο αποτέλεσε μεγάλη καλλιτεχνική αλλά και εμπορική επιτυχία. Το 2020, η πέμπτη ταινία του, η «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς», υποψήφια για 15 Βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας ΚΙνηματογράφου, το οποίο αποτελεί αριθμό ρεκόρ, προβλήθηκε στους κινηματογράφους για μια εβδομάδα πριν σταματήσουν οι προβολές λόγω της πανδημίας, ενώ ήταν η ταινία που επέλεξαν να προβάλουν οι περισσότεροι θερινοί κινηματογράφοι στη χώρα με την επανέναρξη της λειτουργίας τους.

Και οι πέντε μεγάλου μήκους ταινίες του Γιάννη Οικονομίδη απέσπασαν από την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου (Π.Ε.Κ.Κ.) τη διάκριση «Καλύτερη Ελληνική Ταινία της Χρονιάς».

Αυτή την περίοδο προετοιμάζει την έκτη μεγάλου μήκους ταινία του με τίτλο «Μεγάλη Πέτρα σε Μικρό Κεφάλι», το σενάριο της οποίας έγραψε με τον στενό συνεργάτη του ηθοποιό Βαγγέλη Μουρίκη.

Στο φετινό Φεστιβάλ Δράμας είναι ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του Διεθνούς Διαγωνιστικού Προγράμματος Ταινιών Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης Short & Green.