ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

τ. Λυκειάρχη

Δεν νομίζεις, Αντισθένη, ότι σταθήκαμε αχάριστοι, γιατί, ενώ διάβηκε τόσος καιρός από την τελευταία επίσκεψή μας στο ερημητήριο του αγαπητού μας δασκάλου, δεν εκδηλώσαμε την επιθυμία να τον επισκεφθούμε; Πιστεύω ότι δεν μας κρατάει κακία, αφού η ψυχή του έχει τόση απλοχωριά, ώστε να χωράει ακόμη και όσους τον πικραίνουν.

Έχεις απόλυτο δίκαιο, Ζήνωνα. Το σκέφθηκα πολλές φορές, όμως οι απανωτές έγνοιες στάθηκαν σοβαρό εμπόδιο για την εκπλήρωση του χρέους μου.

Δεν την έχει και τόσο ανάγκη την παρηγοριά μας ο προσφιλής μας δάσκαλος, όσο εμείς, που σε κάθε επίσκεψή μας μάς γεμίζει την ψυχή με καθάρια αγάπη, που δύσκολα τη συναντάμε στο στενό μας περιβάλλον. Αύριο κιόλας θα επικοινωνήσω με τον Λαόνικο, τον Ερμοκράτη και τον Λυσίμαχο, ώστε χαράματα να ξεκινήσουμε για το δύσβατο ερημητήριο. Πιστεύω ότι δεn θα μας κρατήσει κακία για την ασυνέπειά μας.

Χαίρομαι, που με βρίσκεις σύμφωνο, Αντισθένη.

Αναχωρούμε αύριο, ό,τι κι αν μας συμβεί.

Καθώς ανηφορίζανε το κακοτράχαλο στρατί, μια πλουμιστή πέρδικα χάθηκε μέσα στο δασύλλιο των αγριοφουντουκιών.

Πρόσεξαν την τρομάρα της και μικροχαμογέλασαν. Ζήτησαν νοερά συγγνώμη, που της διέκοψαν τη συλλογή των σπόρων.

Ούτε που καταλάβανε πότε ξεδιπλώσανε το στρατί. Πράος και μ’ εκείνο το αγαθό χαμόγελο, που δεν έλειπε ποτέ από το πρόσωπό του, σηκώθηκε με δυσκολία και τους ασπάσθηκε έναν έναν.

Πήραν τη θέση τους στα αυτοσχέδια ξύλινα σκαμνιά και σεβόμενοι την αναντίρρητη αλήθεια «ο χρόνος είναι χρήμα», κρεμάστηκαν από τα χείλη του. Κι εκείνος δεν τους αρνήθηκε το πανάκριβο λουτρό της ψυχής.

Τούτη τη φορά ήταν αρκετά προβληματισμένος και ανήσυχος απ’ όσα έφταναν στ’ αυτιά του. Θλίψη κατείχε την ψυχή του για το ξελόγιασμα των συνανθρώπων του. Δεν το χώραγε ο νους του πως η ανθρώπινη ψυχή έγινε τόσο σκληρή. Πονούσε για την έλλειψη σεβασμού προς την ανθρώπινη ζωή. Πονούσε για την έξαρση της κακίας. Πονούσε για το γρανιτένιο τείχος που υψωνόταν καθημερινά όλο και πιο πολύ ανάμεσα στους συνανθρώπους του.

Γιατί, πολυαγαπητέ μου δάσκαλε, είσαι τόσο πικραμένος τούτη τη φορά; Δε σε είδαμε άλλη φορά τόσο απογοητευμένο, τόλμησε να πάρει τον λόγο ο Αντισθένης.

Φίλε μου αγαπητέ Αντισθένη, ξεδίπλωσα τόσες δεκαετίες στη ζωή μου και δε φανταζόμουν να δω τόσον εκτροχιασμό της ανθρώπινης ψυχής. Ο Μαμωνάς έγινε ο δυνάστης της. Φοβούμαι πως αυτός ο κατήφορος δε θα έχει τελειωμό.

Δεν υπάρχει πέδηση σ’ αυτόν τον κατήφορο; είπε δειλά ο Λυσίμαχος.

Καλέ μου Λυσίμαχε, φοβούμαι πως όχι. Ξεστρατίσαμε από το ιερό τέμενος της παιδείας και προσερχόμαστε «τυφλοί τα ώτα και τον νούν» στο ναό του κερδώου Ερμή. Δώσαμε την ψυχή μας στα φθαρτά και τα εφήμερα. Λησμονήσαμε πως από τα δύο μέρη, από τα οποία σύγκειται ο άνθρωπος, την ψυχή και το σώμα, προβάδισμα έχει δυστυχώς το σώμα. Αυτό είναι το μεγάλο μειονέκτημα του πολιτισμού της εποχής μας. Θυμηθείτε τη Σωκρατική – Πλατωνική διδασκαλία, που ο πυρήνας της ήταν πώς θα γίνουν οι νέοι ενάρετοι. Αν θέλουμε λοιπόν να γαληνέψει η ψυχή μας, δεν έχουμε παρά να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στην παροχή παιδείας, που θα καλλιεργεί περισσότερο την ψυχή από το σώμα. Μόνον τότε θα πάψουμε να παρακολουθούμε όσα θλιβερά συμβαίνουν στις ημέρες μας.

Ανανεωμένοι για μια ακόμη φορά ψυχικά, αποχωρήσανε από το ερημητήριο του σοφού τους δασκάλου δίνοντας την υπόσχεση ότι θα πυκνώσουν τις επισκέψεις τους στο μέλλον.