ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

 

  • Τετάρτη 22 Ιουλίου 2014, ώρα 5.30 π.μ.

 

«Ο ιδρώτας και το αίμα του λαού είναι ό,τι πιο ιερό υπάρχει στη ζωή μας. Γι’ αυτό και του πρέπει ο μεγαλύτερος σεβασμός απ’ όλους εκείνους, οι οποίοι με τη θέλησή τους αναλαμβάνουν να το προστατεύσουν και στη συνέχεια να το αξιοποιήσουν για τη βελτίωση της ζωής του λαού» (Σύγχρονος διανοητής)

 

Προτού ακόμη σκάσει μύτη ο αφέντης της ημέρας πίσω από τις βουνοκορφές του Δρυμότοπου, ο Αγοράκριτος, ο Εμπεδοκλής και ο Φιντίας αποφάσισαν να ανηφορήσουν για το ερημητήριο του σεβαστού τους Διδασκάλου. Είχαν καιρό να τον επισκεφθούν και να αισθανθούν το πνευματικό τους λουτρό.

Τον βρήκαν να κάθεται ήρεμος έξω από το ερημητήριό του απορροφημένος στη μελέτη της «Πολιτείας» του Πλάτωνος. Τους υποδέχθηκε μ’ ένα γλυκό χαμόγελο, έκδηλο της πατρικής του αγάπης. Την είχε ανάγκη τούτη τη συντροφιά. Ήταν γι’ αυτόν μια ημέρα δροσιάς μιας ψυχής, που δοκιμάστηκε, πόνεσε, όμως ποτέ δεν το έβαλε κάτω. Είδε και εξακολουθεί να βλέπει τη ζωή με φαρδιά καρδιά και ιώβεια υπομονή. Πέρασε φουρτούνες στη ζωή του, πικράθηκε, δέχτηκε ιοβόλες άδικες επιθέσεις, όμως δεν εκδικήθηκε, ποτέ δεν ασπάσθηκε την εβραϊκή αντίληψη: «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος». Η γεμάτη αγάπη άδολη ψυχή του ήξερε να δίνει άφεση αμαρτιών, όσο κι αν αυτό είναι δύσκολο για την πλειοψηφία των ανθρώπων.

Πήραν τις καθιερωμένες θέσεις γύρω του κι εκείνος απώθεσε ευλαβικά τον Πλάτωνα στο συρτό ξύλινο τραπεζάκι.

Αμήχανοι στην αρχή οι επισκέπτες ποιος θα κάνει την αρχή. Τελικά την πρωτοβουλία την πήρε ο Αγοράκριτος και απευθυνόμενος προς τον ερίτιμο και πολυαγαπημένο δάσκαλό του, τού απηύθυνε το ερώτημα:

-Σεβαστέ μου Δάσκαλε, οι συνάνθρωποί μας αγανακτούν καθημερινά ακούγοντας από τα Μ.Μ.Ε. να ανακοινώνεται το όνομα κάποιων, που καταχράστηκαν και ιδιοποιήθηκαν το δημόσιο χρήμα. Μάλιστα είναι τόση η αγανάκτησή τους, ώστε προτείνουν τις πιο σκληρές μορφές τιμωρίας τους. Άλλοι λένε να τους τιμωρήσουν με ισόβια κάθειρξη, χωρίς τη δυνατότητα εξόδου από τη φυλακή.

Άλλοι φέρονται πιο ρεαλιστές προτείνοντας επιστροφή του κλεμμένου ιδρώτα και του αίματος του λαού, δήμευση της περιουσίας και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων τους.

Ποια η άποψή σας, σεβαστέ μου δάσκαλε; Έχουν δίκιο, όσοι προτείνουν αυτές τις λύσεις;

-Συμφωνώ, λαμπρέ μου φίλα Αγοράκριτε, με τους δεύτερους. Γιατί ο εγκλεισμός τους στη φυλακή, πέρα του ότι τους στερεί το πολυπόθητο αγαθό της ελευθερίας, επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τη ζωή του λαού, ο οποίος διαθέτει τον ιδρώτα και το αίμα του για τη συντήρηση και την ασφάλειά τους.

Και μάλιστα, όταν πρόκειται για άτομα, που έχασαν τον πολυτελή θώκο με τη βοήθεια του οποίου διέπραξαν το ασύστολο έγκλημα. Ορθό λοιπόν θα είναι η διαχειριζόμενη τις τύχες του λαού πολύμορφη εξουσία, αφού τους δημεύσει, όσα αθέμιτα αυτοί οικειοποιήθηκαν, να τους περιορίσει στα έσοδα εκείνα, τα οποία αναλογούν στην αποζημίωση της εργασίας, που ασκήσανε έντιμα και δίκαια, αν βέβαια προσέφεραν μια τέτοια τιμητική εργασία. Διαφορετικά η μόνη λύση είναι να τους οδηγήσουν στα συσσίτια της αγάπης. Ας μην τους καταδικάσουμε λοιπόν στον εξ ασιτίας θάνατο. Είναι βαρύ κάτι τέτοιο. Αυτή είναι η άποψή μου, λαμπροί μου φίλοι.

Ο Φιντίας, παρορμητικός από τη φύση του, πήρε το λόγο και απευθυνόμενος προς τον σεβαστό του Δάσκαλο είπε:

-Σεβαστέ μου Δάσκαλε, με εντυπωσιάζει η φαρδιά καρδιά, με την οποία αντιμετωπίζεις τους στυγερούς εγκληματίες. Και να μου επιτρέψεις να δικαιολογήσω αυτόν τον χαρακτηρισμό με όλο το σεβασμό, που σου έχω. Δεν είναι εγκληματίες όλοι αυτοί, τη στιγμή, που καταδικάζουν στον εξ ασιτίας θάνατο το συνάνθρωπό τους, τον φορτώνουν με αγωνία, τον οδηγούν στην κατάθλιψη και κάποιους στην αυτοχειρία, κάτι που το καταδικάζει η ορθόδοξη πίστη μας; Ποιος λοιπόν έχει το δικαίωμα να στερεί από τον συνάνθρωπό του αυτό το πολυσέβαστο δικαίωμα, το δικαίωμα ζωής;

-Ποια, κατά την άποψή σου, μεταχείριση τούς πρέπει, λαμπρέ μου φίλε Φιντία; τον ρώτησε ο Διδάσκαλος.

-Σεβαστέ μου Δάσκαλε, ίσως είναι κάπως αφελής η άποψή μου, όμως θα την πω. Με πνίγει η αδικία εδώ και χρόνια. Αν ήμουν εγώ, που θα είχα τις τύχες αυτού του τόπου στα χέρια μου, θα έδινα στους οικονομικούς εγκληματίες απλόχερα ένα σακκούλι με διάφορους σπόρους κι ένα τσαπί, θα τους έστελνα σε ένα από τα ξερονήσια μας με την εντολή να σκάψουν, να σπείρουν τους σπόρους και να καρπωθούν τους καρπούς τους. και για να μην στερηθούν τις πρωτεΐνες, θα τους έδινα και σύνεργα αλιευτικής τέχνης για να γεύονται φρέσκα τα αγαθά της θάλασσας.

-Καλέ μου Φίλε Φιντία, δεν φταίει ο λύκος, που αποδεκατίζει το κοπάδι, όταν το μαντρί είναι ξέφραγο, όταν ο ποιμένας είναι αδιάφορος ή κοιμάται του καλού καιρού, όταν τα τσομπανόσκυλα δεν αλυχτούν.

Το λόγο πήρε ο Εμπεδοκλής, που μέχρι εκείνη τη στιγμή άκουγε με μεγάλη προσοχή, όσα λέγονταν.

-Τι εννοείς, σεβαστέ μου Δάσκαλε, με αυτόν τον παραβολικό σου λόγο; Δεν τον καταλαβαίνω. Δεν μας τον διευκρινίζεις; Ποιος είναι ο ποιμένας; Ποια είναι τα πρόβατα και ποιος είναι ο λύκος;

-Τα πρόβατα, λαμπρέ μου φίλε Εμπεδοκλή, είναι ο λαός. Λύκος είναι όλοι εκείνοι οι επίορκοι ηγέτες και οι παρατρεχάμενοί τους, που αναλάβανε με τη θέλησή τους να προασπίσουν τα συμφέροντα του λαού.

-Και τι πρέπει να γίνει, σεβαστέ μας Δάσκαλε, ώστε να ξεδοντιαστούν οι λύκοι, να είναι σε διαρκή εγρήγορση οι ποιμένες για να μην αποδεκατίζονται τα πρόβατα;

-Χρέος μας, λαμπρέ μου φίλε Εμπεδοκλή, της εκάστοτε κυβέρνησης είναι να συγκροτήσει ένα σώμα από αδιάφθορους δικαστές, οι οποίοι πρέπει να είναι ανεξάρτητοι, αποκομμένοι από τον ομφάλιο κομματικό λώρο, χωρίς κανένα δικαίωμα παρέμβασης στο έργο τους των πολιτικών, αλλά και των οικονομικά ισχυρών παραγόντων, των οποία μοιραία βλάπτονται παράπλευρα ή και άμεσα τα συμφέροντα. Αυτό το σώμα των κέρβερων δικαστικών πρέπει να έχει κλείσει βαθιά στην ψυχή του την Ελλάδα, φυλάγοντας τις «Θερμοπύλες του δημοσίου συμφέροντος», ποτέ από το χρέος με κινούμενο, έτοιμο να θυσιασθεί μακριά από πειρασμούς και κάθε μορφής εκβιασμούς, προερχόμενους κυρίως από τους πολιτικούς, των οποίων βλάπτονται συνήθως τα συμφέροντα από την αγέρωχη στάση των υπερασπιστών των «Θερμοπυλών των συμφερόντων, των καλώς νοουμένων, του λαού». Ίσως αυτό το σώμα των αδιάφθορων δικαστών, λειτουργώντας με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς τις παρεμβάσεις άλλων φορέων χρονοβόρων, αποδεχθεί ένας σύγχρονος Προμηθέας, έτοιμος να σταυρωθεί στον σύγχρονο Καύκασο. Διαφορετικά δεν υπάρχει ελπίδα. Αλλιώτικα το μαντρί θα μένει ξέφραγο προς άφατη χαρά των λύκων, που θα γιορτάζουν καθημερινά τη «Λαμπρή τους», ενώ τα λαϊκά συσσίτια θα φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, ικανοποιώντας τη ματαιοδοξία των επίπλαστων ελεημόνων.

Δεν ξέρω πόσο μας τιμά ως πολιτισμένο λαό η ύπαρξη λαϊκών συσσιτίων και ιδιαίτερα σε ειρηνική περίοδο. Για τους δυσχείμερους καιρούς δικαιολογείται η παρουσία τους, όχι όμως για τους ειρηνικούς. Καιρός ασφαλώς να παύσει να υπνώττει και ο ποιμένας. Χρέος του να βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση παρέχοντας τη σθεναρή στήριξή του στο σώμα των αδιάφθορων Λειτουργών της Θέμιδος.

Στο σημείο αυτό διέκοψε τον ψυχωφελέστατο λόγο του ο σοφός μας Διδάσκαλος. Η κόπωση εμφανής. Τον αποχαιρετήσαμε με σεβασμό και αγάπη και επιστρέψαμε στην πολύβουη πολιτεία, αφού του υποσχεθήκαμε μια νέα και σε σύντομο χρόνο επίσκεψη. Ήταν ομολογουμένα ένα ακόμη πνευματικό λουτρό της ψυχής μας, που τόση ανάγκη το είχε.