ΑΡΘΡΟ

Της Δήμητρας Ευθυμιάδου

Μεταπτυχιακής φοιτήτριας Πολιτικής Επικοινωνίας του τμήματος Δημοσιογραφίας και Μ.Μ.Ε. του Α.Π.Θ.

Πτυχιούχου του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ.

 

Είναι γεγονός ότι από την ανεξαρτητοποίηση της Ουκρανίας το 1991, όταν και διαλύθηκε η ΕΣΣΔ, οι σχέσεις της με την Ρωσία είναι τεταμένες, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που βρέθηκαν σε συμπλοκή. Με κορυφαία στιγμή ένοπλης σύγκρουσης την εισβολή της Ρωσίας στην Κριμαία, το 2014, και τελικά την προσάρτησή της, οι δύο χώρες φαίνεται να μην έχουν ξεπεράσει το χάσμα που υπάρχει ανάμεσά τους.

Το 2014, ο τότε Ουκρανός Πρόεδρος Βίκτορ Γιανουκόβιτς, που ήταν φιλικά προσκείμενος στο Κρεμλίνο, απέρριψε μια συμφωνία σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τάχθηκε υπέρ στενότερων δεσμών με τη Μόσχα. Το γεγονός αυτό προκάλεσε μαζικές διαδηλώσεις, οι οποίες οδήγησαν στην απομάκρυνσή του. Η Ρωσία απάντησε με την προσάρτηση της ουκρανικής χερσονήσου της Κριμαίας και με την υποστήριξη μιας αυτονομιστικής εξέγερσης που ξέσπασε στην ανατολική Ουκρανία.

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι η προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία δεν αποτέλεσε τυχαία επιλογή, αλλά μια στρατηγικά σχεδιασμένη πολιτική κίνηση. Ελλείψει ενός θερμού λιμένα, η Ρωσία θέλησε να πάρει υπό την δική της εξουσία το λιμάνι της Σεβαστούπολης στην Κριμαία, το οποίο δεν επηρεάζεται από το ψύχος της Σιβηρίας, με αποτέλεσμα να μην παγώνει. Όπως είναι φανερό ο θερμός λιμένας της Κριμαίας θα ήταν εξαιρετικά προσοδοφόρος για την Ρωσία, καθώς θα της επέτρεπε την διενέργεια θαλάσσιου εμπορίου και κατά την διάρκεια του χειμώνα.

Μια ειρηνευτική συμφωνία του 2015 με τη μεσολάβηση της Γαλλίας και της Γερμανίας βοήθησε να τερματιστούν οι μάχες μεγάλης κλίμακας, αλλά οι προσπάθειες για την επίτευξη πολιτικού διακανονισμού απέτυχαν, ενώ οι σποραδικές αψιμαχίες συνεχίζονται κατά μήκος της τεταμένης γραμμής επαφής.

Η κατάσταση εντάθηκε εκ νέου στις αρχές του 2021, όταν παρατηρήθηκε έξαρση των παραβιάσεων της εκεχειρίας στα ανατολικά, με ρωσικά στρατεύματα να συγκεντρώνονται κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία. Παρ’ όλα αυτά, η ένοπλη σύγκρουση αποφεύχθηκε, καθώς η Ρωσία, έπειτα από διεθνείς πιέσεις, απέσυρε τα στρατεύματα.

Οι σχέσεις, όμως, των δύο χωρών παραμένουν επί ξηρού ακμής και ειδικά το τελευταίο διάστημα έχουν οξυνθεί, με τους φόβους για μια επικείμενη σύρραξη να βγαίνουν πάλι στο προσκήνιο και να απασχολούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Η νέα προκλητική συγκέντρωση ρωσικών στρατευμάτων κατά μήκος των συνόρων, από τον περασμένο Νοέμβριο, οξύνει τις αντιθέσεις και καλεί τις ηγεσίες της Δύσης να τοποθετηθούν εκ νέου, με το ΝΑΤΟ να προειδοποιεί την Μόσχα για τις επιθετικές της κινήσεις, τις οποίες η τελευταία αρνείται.

Από την πλευρά της, η Ρωσία, αντιμετωπίζει ως κόκκινη γραμμή οποιαδήποτε φιλοδοξία της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, καθώς αυτό θα σήμαινε την οριστική απόσχιση της Ουκρανίας από την ρωσική επιρροή. Ο ίδιος ο Πούτιν έχει εκφράσει την έντονη αντίθεσή του για τα σχέδια ορισμένων μελών του ΝΑΤΟ να δημιουργήσουν κέντρα στρατιωτικής εκπαίδευσης στην Ουκρανία. Έχοντας λοιπόν ως αφορμή την επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, η Ρωσία κατηγορεί την Δύση για επιθετική επεκτατική πολιτική και ζητά εγγυήσεις ασφαλείας, που θα αποκλείουν κάθε περαιτέρω κίνηση του ΝΑΤΟ ανατολικά.

Υπό αυτό το πρίσμα, ορισμένοι αναλυτές ερμηνεύουν την αύξηση των ρωσικών στρατευμάτων στα σύνορα ως μια επίδειξη ετοιμότητας του Πούτιν, η οποία έχει σκοπό να πείσει το ΝΑΤΟ να σεβαστεί τις κόκκινες γραμμές της Μόσχας και να σταματήσει να στέλνει στρατεύματα και όπλα στην Ουκρανία.

Από την αντίπερα όχθη, ο Ουκρανός Πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην αμερικανική εφημερίδα Washington Post, εξέφρασε την ανησυχία ότι η Ρωσία, βάσει της μέχρι τώρα επιθετικής στάσης της, μπορεί να προσπαθήσει να καταλάβει τη βιομηχανική πόλη του Χαρκόβου, γεγονός που θα σηματοδοτούσε την έναρξη ενός πολέμου μεγάλου βεληνεκούς. Συγκεκριμένα, το Χάρκοβο (ή Χάρκιβ στα ουκρανικά) είναι η δεύτερη σε μέγεθος πόλη της πρώην σοβιετικής δημοκρατίας και απέχει μόλις 42 χιλιόμετρα από τα σύνορα. Ο Ζελένσκι υποστηρίζει ότι, εάν η Ρωσία αποφασίσει να εντείνει την κλιμάκωση, θα το κάνει σε εκείνα τα εδάφη όπου, ιστορικά, υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι είχαν οικογενειακούς δεσμούς με τη Ρωσία, όπως το Χάρκοβο.

Με την σειρά της, η Μόσχα αρνείται τις κατηγορίες και επικρίνει το Κίεβο για τις δικές του στρατιωτικές κινήσεις στα σύνορα, επαναφέροντας το ζήτημα της δυτική επέκτασης και απαιτώντας «νομικές εγγυήσεις» μη εμπλοκής του ΝΑΤΟ στην όλη αντιπαράθεση. Παράλληλα, το Κρεμλίνο κατηγορεί την Ουκρανία για την μη τήρηση της ειρηνευτικής συμφωνίας του 2015, επικρίνοντας και τη Δύση ότι δεν ενθαρρύνει τη συμμόρφωση της Ουκρανίας.

Φυσικά, η παγκόσμια ανησυχία που έχει προκύψει σχετικά με τα τεκταινόμενα στην ανατολική Ευρώπη δεν περιορίζεται μόνο στο ενδεχόμενο πολέμου με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, αλλά εκτείνεται και στον οικονομικό τομέα. Δεδομένου ότι η Ρωσία παρέχει περίπου το 35% του φυσικού αερίου της Ευρώπης, σύμφωνα με τον ειδικό σε θέματα ενέργειας Dan Yergin, οι αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας προκαλούν ανησυχίες στις αγορές ενέργειας τόσο για τις τιμές του φυσικού αερίου, όσο και για τα αποθέματά του στην Ευρώπη.

Στο πλαίσιο αυτό, η εταιρεία ερευνών Capital Economics προειδοποιεί ότι, αν η κρίση κλιμακωθεί, οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη – οι οποίες εκτινάχθηκαν σε υψηλά επίπεδα πέρυσι – θα μπορούσαν να αυξηθούν περαιτέρω. Έτσι, σε περίπτωση που χρειαστεί οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ να επιβάλλουν κυρώσεις στην Ρωσία για να μην εισβάλει στην Ουκρανία, οι ευρωπαϊκές τιμές του φυσικού αερίου θα ξεπεράσουν κάθε προηγούμενο όριο.

Εν κατακλείδι, πολλές συνομιλίες που διεξήχθησαν με στόχο την εκτόνωση της τεταμένης κατάστασης έληξαν χωρίς κάποια πρόοδο, καθώς οι εκπρόσωποι των ΗΠΑ και των μελών του ΝΑΤΟ ολοκλήρωσαν τις συζητήσεις με κορυφαίους Ρώσους

αξιωματούχους χωρίς να βρεθεί κάποια λύση. Η Ρωσική ηγεσία έχει αποδείξει και στο παρελθόν ότι δεν μπλοφάρει και είναι ικανή να χρησιμοποιήσει στρατιωτική βία για την επίτευξη των στόχων που θέτει. Παρ’ όλα αυτά, το σενάριο του πολέμου δεν είναι προς όφελος κανενός, καθώς το κόστος των ένοπλων επιχειρήσεων, το κόστος σε ανθρώπινο δυναμικό αλλά και οι συνέπειες των κυρώσεων που πιθανόν να επιβληθούν, θα επιφέρουν ολέθριες συνέπειες σε όσα μέλη εμπλακούν.

 

*Το άρθρο της κ. Ευθυμιάδου δημοσιεύτηκε στο blog PoliticsToday.news.blog