ΑΡΘΡΟ

του Παναγιώτη Χατζηγεωργίου

Δικηγόρου

Γραμματέα της Ν.Ε. Δράμας της ΔΗΜΑΡ

 

 

Επί 25 χρόνια τώρα μια σειρά από Κυβερνήσεις στην πατρίδα μας και στη γείτονα χώρα της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας ενεπλάκησαν σε αλλεπάλληλες διαπραγματεύσεις.

Επιχείρησαν να επιλύσουν το λεγόμενο «νέο Μακεδονικό ζήτημα», που άπτεται κυρίως του ονοματολογικού, δηλαδή πως θα ονομάζεται το νέο αυτό κράτος, με δυο λόγια με ποιο όνομα θα ενταχθεί στον ΟΗΕ, αλλά και των λοιπών παρελκόμενων ζητημάτων, που είναι επίσης πολύ σημαντικά και αφορούν ζητήματα αλυτρωτισμού.

Αρχικά η Ελληνική Κοινωνία και το Ελληνικό πολιτικό σύστημα (σημ. όλα τα κόμματα πλην Κ.Κ.Ε.) ήταν απολύτως αντίθετα σε οποιαδήποτε χρήση του ονόματος Μακεδονία ή παράγωγου αυτού. Αυτή ήταν και η απόφαση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών το 1992, η οποία και απέρριψε το λεγόμενο πακέτο Πινέιρο, που προέβλεπε σύνθετη ονομασία.

Στην πορεία τα πολιτικά κόμματα μετατοπίσθηκαν από την παραπάνω αρχική τους απόλυτη θέση αντιλαμβανόμενα ότι δεν μπορούμε να επιβάλλουμε στη γείτονα χώρα τη δική μας θέση, αλλά ούτε και να πείσουμε για τη θέση μας αυτή τη διεθνή κοινή γνώμη και στις άλλες χώρες του πλανήτη. Πράγματι οι πιέσεις που ασκήθηκαν από πλευράς μας τόσο με την άρνησή μας να ενταχθούν τα Σκόπια σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, όσο και με το εμπάργκο που τους επιβάλλαμε οδήγησαν σε σκλήρυνση της στάσης τους, σε αποπομπή από την εξουσία των διαλλακτικών του Γκλιγκόροφ και σε ανάληψη τους εξουσίας από τους εθνικιστές του Γκρούεφσκι. Επιπλέον συμπάθεια ή συμφέροντα για αυτό το νέο μικρό κράτος, που κινδύνευε να διαλυθεί από εσωτερικές έριδες ή αλλότρια συμφέροντα γειτόνων του που το επιβουλεύονταν (Σερβία, Βουλγαρία, Αλβανία) οδήγησαν 3 από τις 5 χώρες του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και 140 χώρες του Οργανισμού να αναγνωρίσουν τα Σκόπια ως ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.

Το πολιτικό σύστημα υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει με ρεαλισμό την κατάσταση. Να αναγνωρίσει ότι η ύπαρξη του νέου κράτους εξυπηρετεί τα μέγιστα τα εθνικά μας συμφέροντα, γιατί δεν θέλουμε στα βόρεια σύνορά μας ούτε Μεγάλη Αλβανία, ούτε Μεγάλη Βουλγαρία. Γιατί αυτό το κράτος θα μπορούσε να είναι ο καλύτερος σύμμαχος, φίλος και εταίρος μας στα Βαλκάνια για σταθερές συμμαχίες, τουρισμό, επενδύσεις, ενεργειακούς δρόμους. Γιατί δεν πρέπει στα Σκόπια να εισχωρήσει και να παίξει παιχνίδια η Τουρκία. Γιατί δεν μπορούν αντικειμενικά να επιβουλεύονται την εθνική μας κυριαρχία οι Σκοπιανοί. Γιατί μπορούμε και πρέπει να οδηγηθούμε σε μια συμβιβαστική και αξιοπρεπή για τους δυο λαούς πρόταση και λύση.

Έτσι όλα τα πολιτικά κόμματα χάραξαν τη νέα Εθνική μας πρόταση – γραμμή, όπως καθορίστηκε στο Βουκουρέστι το 2008 από την τότε Κυβέρνηση Καραμανλή. Δηλαδή σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό ή χρονικό προσδιορισμό και βεβαίως με απάλειψη στοιχείων αλυτρωτισμού (σημ. ο Υπουργός Άμυνας και Αρχηγός των ΑΝΕΛ Πάνος Καμμένος ως Βουλευτής τότε της Ν.Δ. είχε αποδεχθεί την εθνική αυτή γραμμή – θέση του κόμματός του).

Τα ζητήματα αλυτρωτισμού σε μεγάλο βαθμό είχαν αντιμετωπισθεί ήδη με την «Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995», η οποία και κατοχυρώνει εν πολλοίς τα Εθνικά μας δίκαια και αποτελεί τη βάση μιας οριστικής συμφωνίας με τη γείτονα χώρα και εκείνο που απέμενε για να επιλυθεί ήταν κυρίως το ζήτημα του ονόματος.

Σήμερα υπάρχει στη γείτονα χώρα μια σοσιαλδημοκρατική Κυβέρνηση με φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό, που διαφαίνεται πως έχει ειλικρινή βούληση και αποφασιστικότητα για λύση. Ταυτόχρονα έχουμε και στη δική μας χώρα μια Κυβέρνηση, ένα Πρωθυπουργό και ένα Υπουργό Εξωτερικών (σημ. ας αφήσουμε εκτός της παρούσας ανάλυσης τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας, τους ΑΝΕΛ και το γνωστό ενδοκυβερνητικό πρόβλημα, που βεβαίως δεν είναι αμελητέο και για το οποίο την πλήρη και αποκλειστική ευθύνη φέρουν οι κ.κ. Τσίπρας και Καμμένος) που εργάζονται προς αυτή την κατεύθυνση.

Τότε γιατί άραγε δεν διαφαίνεται λύση στον ορίζοντα, γιατί το πολιτικό μας σύστημα υπαναχωρεί σε παλιότερες θέσεις που αποδείχτηκαν ανεδαφικές και ανεφάρμοστες, γιατί οι ταγοί μας διαγκωνίζονται σε λαϊκισμό και δεν συνεννοούνται για να επιλυθεί ένα ζήτημα που ταλανίζει τις σχέσεις μας με μια γειτονική χώρα, όπως και με άλλες χώρες (π.χ. Αλβανία).

Σε μια σύγχρονη και ώριμη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία ως γνωστόν κυβερνά και αποφασίζει η Κυβέρνηση, που στα μεγάλα θέματα – προβλήματα όμως έχει και τη συναίνεση ή αν μη τι άλλο την ανοχή της αντιπολίτευσης και δη της Αξιωματικής. Στη χώρα μας αντί να συμβεί αυτό, ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και Ν.Δ., Τσίπρας και Μητσοτάκης αποδείχθηκε άλλη μια φορά πως δεν νοιάζονται για το εθνικό συμφέρον, αλλά πως ο ένας θα επικρατήσει του άλλου με τακτικισμούς και με κάθε κόστος.

Ας δούμε με τη ματιά δύο δημοσιογράφων σχολιαστών τι συνέβη στο μεγάλο αυτό Εθνικό μας θέμα:

« Ο Τσίπρας, έδωσε – πήρε, τα κατάφερε τελικά να το περάσει (σημ. το Μακεδονικό) θηλιά στο λαιμό του Μητσοτάκη. Και όχι μόνο αυτό. Τον έκανε να φέρει και το σαπούνι από το σπίτι του!» (Της Ρούλας Γεωργακοπούλου από τα Νέα: 27-28.1.2018)

«Ο Πρόεδρος της Ν.Δ. κατάφερε να διαφυλάξει την ενότητα του κόμματός του αλλάζοντας την ατζέντα. Του ονόματος πρόταξε τον αλυτρωτισμό… Λύση απελπισίας; Ενδεχομένως. Αλλά λύση σωστή. Και του βγήκε. Διότι δυσκόλεψε τη συμφωνία που ίσως τον δυσκόλευε» (Του Γιάννη Πρετεντέρη από το Βήμα: 28.1.2018)

Το ζητούμενο λοιπόν δεν ήταν η λύση στο εθνικό μας πρόβλημα, δεν ήταν το εθνικό μας συμφέρον. Ήταν η κατατρόπωση του κομματικού αντίπαλου, η προσωπική επικράτηση του ενός κατά του άλλου. Για τον Τσίπρα να δημιουργήσει εσωκομματικό πρόβλημα στον Μητσοτάκη, για τον Μητσοτάκη να διαφυλάξει την ενότητα του κόμματός του.

Ας ξεκίνησε μετά από 25 χρόνια και πάλι η συζήτηση για το Μακεδονικό με τους καλύτερους οιωνούς. Έτσι όπως εξελίχθηκε, σε κλωτσοπατινάδα μεταξύ ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και Ν.Δ., σε αγώνα κατς μεταξύ Τσίπρα – Μητσοτάκη το πιθανότερο πλέον σενάριο είναι να καταλήξει και πάλι στις καλένδες. Γιατί δεν ενδιαφέρονται πραγματικά να το λύσουν. Για αυτό ως χώρα χάνουμε ευκαιρίες. Γι αυτό και χρειαζόμαστε πολιτικές δυνάμεις υπεύθυνες, Ηγεσίες που θα προτάσσουν το Εθνικό μας Συμφέρον.