ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
τ. Λυκειάρχη
«Ιέμενος και καπνόν αποθρώσκοντα νοήσαι ης γαίης, θανέειν ιμείρεται = Επιθυμώντας να βγαίνει καπνός από της πατρίδος (το τζάκι) κι ας πεθάνει» (Ομήρου, Οδύσσεια, α 57-58)
Ο Αριστοκλής του Ανανία, το πέμπτο αγόρι από γενιά προσφύγων από τα μυρωμένα και αγιασμένα χώματα της Ανατολής, μίσεψε από τα εφηβικά του χρόνια στη μακρινή Αυστραλία.
Δύσκολοι οι πρώτοι χρόνοι. Σκληρή δουλειά κι αντιμετώπιση χωρίς ζεστασιά ψυχής. Δεν το έβαλε όμως κάτω. Προικισμένος με εργατικότητα, υπομονή και θέληση στάθηκε στα πόδια του κι ας τον έδερνε χωρίς έλεος το ξεροβόρι της ξενιτιάς. Κι αφού στάθηκε στα πόδια του, ξεκίνησε δική του δουλειά. Κέρδισε τη συμπάθεια κι ύστερα την αγάπη των συντοπιτών του. Έμαθε καλά τη γλώσσα τους. Κι εκείνο το χαμόγελο, που είχε φέρει μαζί του από τα άγια χώματα, όπου πρωτοείδε το πρώτο φως της ζωής, δεν ξεθώριασε. Το διατήρησε μάλιστα ζωηρό.
Το βιος του αβγάτησε! Έγινε δακτυλοδεικτούμενος, όμως το μυαλό του έμεινε μέσα στο κρανίο του. Δεν πήρε αέρα. Έστησε μια ευλογημένη οικογένεια. Μια πιστή και συνετή σύντροφος, θύμα κι αυτή γενιάς ξεριζωμένων, συμπλήρωσε την ευτυχία του. Όμως, μια ευτυχία, που πληγωνόταν κάθε φορά, που ο νους του γοργοφτέρουγος διέσχιζε τη μακρινή θάλασσα, δρασκέλιζε χιονόδαρτες κορφές κι αποκαμωμένος έφτανε στο Ανηλιοχώρι, που ποτέ δεν το έβγαλε από το μυαλό του κι ας ήταν εκεί η ζωή του πίκρες και μιζέρια.
Και κάποτε φούντωνε η νοσταλγία. Ο αιώνιος Οδυσσέας, που δεν γοητεύεται από τα πλούτη ούτε από την ευτυχία της βιτρίνας, μα ποθεί την Ιθάκη του. Την Ιθάκη, που κλείδωσε βαθιά στη ψυχή του, την Ιθάκη, που δεν ήθελε να προδώσει. Τ’ Ανηλιοχώρι ήταν στενά δεμένο με το DNA του. Κι εκείνοι οι στίχοι του Κάλβου «μη δώσει η μοίρα μου εις ξένην γην τον τάφον» ήταν καρφωμένος βαθιά στη μνήμη του.
Η κόμη του έγινε πολιά και το βήμα του αργόσυρτο. Ένα βράδυ, στις αρχές του Χριστουγεννάρη, πήρε την απόφαση να εξομολογηθεί στη συμβία του το σαράκι που κατέτρωγε χρόνους πολλούς τη ψυχή του. Με χαρά δέχτηκε την εξομολόγησή του. Η απόφαση πάρθηκε. Θα καλωσορίζανε τον Σωτήρα του κόσμου στο Ανηλιοχώρι.
23 του Δεκέμβρη. Προπαραμονή του μεγάλου ερχομού του Σωτήρα του κόσμου, του Θεού της αγάπης της αληθινής και της πραγματικής ειρήνης, προσκυνούσαν τα άγια χώματα του Ανηλιοχωρίου.
Προσπάθησε να αναγνωρίσει παλιούς φίλους. Ελάχιστους αντάμωσε. Οι πιο πολλοί απουσίαζαν. Είχαν φύγει για το αιώνιο ταξίδι. Κι όσοι έμειναν είχαν γίνει σχεδόν αγνώριστοι. Η κόμη πολιά, τα πρόσωπα σκαμμένα και τα χέρια ροζιάρικα από παίδεμα της άγονης γης.
Ξεδίπλωσε τα σοκάκια, που δεν ήταν τώρα λασπιάρικα, μα ασφαλτοστρωμένα. Αρκετά σπίτια κείτονταν σε ερείπια. Πολλές αυλές χορταριασμένες και τα παράθυρα κατάκλειστα. Οι σκύλοι δεν αλυχτούσαν και η κίνηση στους δρόμους περιορισμένη. Οι γαβριάδες δεν έκαναν αισθητή την παρουσία τους! Τα ξυλοκέρατα έλειψαν πια.
Κυρτωμένες ψυχούλες συντροφιά με τη βακτηρία όδευαν στο μοναδικό μπακάλικο του εγγονού του Δημητράκη για τις αναγκαίες προμήθειες. Τη λύση στο κρέας θα την έδινε η αποκαμωμένη από τη γέννα όρνιθα.
Μελαγχόλησε. Κι ύστερα σκέφτηκε! Έτσι είναι η ζωή: Γέννηση, άνδρωση, φθορά. Ξεθωριασμένη η μνήμη πάσχιζε να αναπολήσει την εικόνα της αλάνας. Θύμα κι αυτή της εγκατάλειψης. Ο παντοκαταλύτης χρόνος ανελέητος δεν φημίζεται για το έλεός του. Ας είναι. Οι εικόνες ζωντανεύουν νοερά. Κέρδος κι αυτό.
Έφτασε η πολυπόθητη ώρα. Βρέθηκαν από τους πρώτους στην εκκλησία της Παναγιάς. Στην Ωραία Πύλη δεν εμφανίστηκε ο παπα-Αρίστος με τα πρεσβυωπικά γυαλιά! Ήταν στη θέση του ένας νεόκοπος, με φωνή, όχι συναρπαστική, μα ζεστή: Χριστός γεννάται δοξάσατε!». Κι όλοι όρθωσαν το κυρτωμένο σώμα τους. Ήρθε για μια ακόμη φορά ο Υιός του Θεού, ο Θεός της Αγάπης και της Ειρήνης. Πόσοι όμως από τους Δυνατούς άκουσαν και ακούνε το μεγάλο μήνυμά Του;
Η ανθρώπινη ζωή δεν έχει αξία. Καταδυναστεύεται από τον Μαμωνά, που χωρίς φειδώ σκορπάει τα δάκρυα, τον πόνο, τη δυστυχία, τη συμφορά. Δούλοι της ύλης, που μας σέρνει στο προκλητικό άρμα της.
Κοινώνησαν όλοι με το σειρά το αίμα και το σώμα του Κυρίου. Τελευταίος ο Αριστοκλής με τη συμβία του, τη Σουμέλα! Ήταν κι αυτή ορθόδοξη.
Ο διακαής πόθος τους να κοινωνήσουν τα άχραντα μυστήρια έγινε πράξη κι ας ήταν ο τελευταίος.
Ο χρόνος δεν τους έπαιρνε! Έπρεπε να γυρίσουν πίσω στη δεύτερη πατρίδα, στην πατρίδα την άξενη. Είχαν αφήσει πίσω τους ένα μεγάλο κομμάτι της ψυχής τους. Την ιερή συνέχεια της ζωής, που με κόπο πολύ και αγάπη υπέρμετρη αναστήσανε.
Δεν είναι, δυστυχώς, εφικτό πάντοτε να δούμε καπνόν αποθρώσκοντα. Η μοίρα μας είναι να χτίζουμε δεύτερη πατρίδα, χωρίς βέβαια να ξεθωριάζει από τη μνήμη μας η πρώτη, την οποία νοερά συχνά αναπολούμε. Αυτή είναι η μοίρα του ανθρώπου εδώ και χιλιετηρίδες κι ας έπλασε ο θείος Όμηρος τον αξεθώριαστο Οδυσσέα του, που αναζητούσε δυο δεκαετίες επίμονα την Ιθάκη του για να αναπαυθεί η ψυχή του.
Δύσκολα τα ξένα, όμως λύση αδήριτης ανάγκης. Ο ήλιος βγαίνει κι εκεί, μα δεν ζεσταίνει! Η γενέτειρα γη δεν θα παύσει να είναι το «βαλιτσάκι, που κουβαλάμε μαζί μας», όπως μού δήλωσε μαθητής μου, που διαπρέπει στην παγερή Αλβιόνα ως πιστός λειτουργός του Ασκληπιού.
Ελλάδα, γη της ιερής ελιάς και του φωτεινότατου ήλιου, ποια κατάρα σε δέρνει, ώστε να μην μπορείς να κρατάς στην αγκαλιά στου τα βλαστάρια, που με τόση φροντίδα ανασταίνεις; Ως πότε θα κρατάς ζωντανό τον μύθο του Κρόνου; Ο μυθικός Προμηθέας δεν φαίνεται να ξεμυτίζει στον ορίζοντα. Μάταια τον αναμένουμε! Εμείς αρνούμεθα την υποδοχή του κι ας είναι ευλογημένη και πολύφερνη η γη μας από τον Μέγα Πλάστη.