ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

· «Η δικαιοσύνη του μίσους δεν ταιριάζει σε σώφρονες ούτε όμως και το ξεθώριασμα της μνήμης επιτρέπεται»

 

Ο λαός της Δράμας τίμησε μια ακόμη χρονιά χωρίς φανατισμό, έξαψη πάθους και μίσους το ολοκαύτωμα, που υπέστη πριν από 79 χρόνια.

Ασαφής ακόμη ο αριθμός των θυμάτων, παρά τις κοπιώδεις προσπάθειες σοβαρών ερευνητών για τον προσδιορισμό του.

Οι άκαπνοι γείτονες με την επαίσχυντη συμφωνία τους με τον αιμοχαρή ναζιστή σκορπούσαν για έναν περίπου μήνα το θάνατο με πωρωμένη τη ψυχή. Διερωτάται κανείς πώς τόσο ασίγαστο μίσος φώλιαζε στις ψυχές τους, ώστε να θεωρούν τις αθώες ψυχές ως ανάξιες να χαρούν τη ζωή.

Αιματοκύλησαν το Νομό, έβαψαν με το άλικο αίμα ανεξίκακων και αθώων τη γη των μαρτύρων και των ηρώων.

Δεν με διακατέχει κανένα πάθος ούτε και μίσος για τους τυράννους. Απλούστατα, αν και γηρασμένη η μνήμη μου, ξαναγύρισε αδρά στη μαρτυρική εκείνη χρονιά, στο 1941. Τότε που χάθηκε η πολυπόθητη λευτεριά.

Και δεν έφτανε μόνο η αφαίρεση ζωών με τυφεκισμούς και λογχισμούς. Τη συμφορά ήρθε να συμπληρώσει και η από τον αέρα αφαίρεση ζωής.

Πετώντας σε χαμηλό ύψος τα αεροπλάνα των γειτόνων έσπερναν το θάνατο παντού.

Ξεχύθηκαν αλλόφρονες οι κάτοικοι του οικισμού παίρνοντας το δρόμο για τις πυκνοσκέπαστες πλαγιές του Δρυμοτόπου για να σωθούν.

Βρέφος τότε μ’ άρπαξε στην τρυφερή αγκαλιά της η αείμνηστη μάνα μου κι αλαφιασμένη τράβηξε κατά την πλαγιά του Δρυμότοπου για να με σώσει. Η ατελείωτη στοργή της μάνας σ’ όλο της το μεγαλείο. Χωρίς να λογαριάζει το πλήγωμα από την αγκαθωτή βλάστηση τάχυνε το βήμα της, ενώ οι βόμβες των αεροπλάνων έσκαγαν σε μικρή απόσταση. Και τότε στο αγαθό μυαλό της λειτούργησε η σκέψη για τη σωτηρία μου.

Με απέθεσε κάτω από μια άγρια φουντουκιά και ξάπλωσε πάνω μου για να μη με βρει κάποια οβίδα. Πίστεψε πως η δική της ζωή μπορούσε να θυσιαστεί για τη δική μου σωτηρία. Το μεγαλείο της μητρικής, ασυμβίβαστο όμως με τη λογική. Πόσες φορές η λογική στέκει ανίσχυρη μπροστά στην αγάπη της μάνας, αυτής που ξέρει να δίνει μόνο χωρίς να αξιώνει αντάλλαγμα. Δίκαια λοιπόν τόσο ο ανώνυμος λαϊκός ποιητής, όσο και ο επώνυμος σμίλεψαν ύμνους αριστουργηματικούς για τη μητρική

αγάπη κι ας αποδείχθηκαν κάποτε άπονα και άστοργα τα βλαστάρια. Ασπίδα άτρωτη η μητρική αγάπη, εξουδετερώνει και την πιο βαθιά λαβωματιά. Είναι αυτή, που έχει τη δύναμη να ξεπερνά την αγνωμοσύνη και να απαλύνει τον πόνο.

Είναι ό,τι πιο αγνό ήρθε στον κόσμο, που δεν το εκμηδενίζει καμιά Μήδεια, κακέκτυπο της ζωής, παράδειγμα προς αποφυγή.

Είναι η δότειρα της ζωής, είναι ο γρανιτένιος βράχος, που πάνω του συνθλίβονται τα μανιασμένα κύματα των καιρών. Είναι ο στυλοβάτης ο αγέρωχος, είναι η βακτηρία η άθραυστη και ευσταλής.