ΑΡΘΡΟ

Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά

ATPL

AIRLINE PILOT

B737NG AIRBUS 320

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Κι εκεί που λες δεν γίνεται θα γυρίσει, κτυπά η πόρτα και τρέχεις να την ανοίξεις με μια κρυφή ελπίδα. Και τρέχεις και την ανοίγεις όλο χαρά, γιατί ναι. Περιμένεις να δεις τον πατέρα σου να μπαίνει μέσα και να τρέχεις όλο χαρά στην αγκαλιά του και να τον σφίγγεις μη τυχόν και ξαναφύγει. Και τότε εμφανίζεται μπροστά σου ένας άγνωστος και σου λέει:

Κυρία μου, ο πατέρας σας ταυτοποιήθηκε.

Κι εσύ κλαις και του λες πως δεν γίνεται. Αφού τον περιμένουμε να επιστρέψει. Πήγε στον πόλεμο και τον περιμένουμε. Πρέπει να επιστρέψει.

Μα κύριε, κάνουμε υπομονή τόσα χρόνια και τον περιμένουμε από μέρα σε μέρα να επιστρέψει.

Όμως όχι. Δεν επέστρεψε, όπως το περιμέναμε ή όπως τον φανταζόμασταν. Το μυαλό, αρχίζει να συνειδητοποιεί την πραγματικότητα. Η ψυχή πονά. Το στήθος είναι έτοιμο να σπάσει από τους κτύπους της καρδιάς.

Κι όμως, και ο από εμάς γιατί αυτοί, οι συγγενείς των αγνοουμένων, εισπράττουνε 50 ολόκληρα χρόνια τόση αχαριστία; Οι πατεράδες τους θυσιάστηκαν για όλους, όμως οι περισσότεροι το αγνοούν ή κάνουν ότι το αγνοούν. Ίσως πάλι, επειδή κάποιοι δεν θέλουν να κουράζουν το ανύπαρκτο μυαλό τους ή το μαλθακό τους σώμα το τόσο αδύναμο και αδύνατο να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα.

Μόνο αυτοί γνωρίζουν το μαρτύριο που ζουν όλα αυτά τα χρόνια. Τον πόνο και την αδικία.

Ναι, κι άλλοι μεγάλωσαν ορφανοί, όπως σωστά αναφέρεις, όμως η δική μας ορφάνια είναι αλλιώτικη. Ξέρεις τι σημαίνει να περιμένεις μια ολόκληρη ζωή; Να βρίσκεσαι σε αναμονή 50 ολόκληρα χρόνια; Ξέρεις τι σημαίνει να αιμορραγείς 50 χρόνια και να μην μπορείς να γιατρευτείς;

Ε, όχι κύριοι. Τίποτα δεν γνωρίζετε και λυπάμαι που για ακόμη μία φορά δια στόματός σας, δεχόμαστε την υποκρισία και την αχαριστία.

Ντροπή σας, κύριοι.

Θεωρώντας πως αν προέκυπτε οποιοδήποτε στοιχείο ή μαρτυρία που να επιβεβαίωνε τον θάνατο ενός αγνοουμένου θα δικαίωνε την τουρκική προπαγάνδα που μιλούσε για ένα «ανύπαρκτο πρόβλημα», η ελληνοκυπριακή πλευρά επιβάλλει ένα πέπλο σιωπής γύρο από τον κατάλογο των αγνοουμένων, αφήνοντας τους συγγενείς τους στο σκοτάδι και καθιστώντας τους έρμαια επιτηδείων, που ισχυρίζονταν πως είχαν στοιχεία για τα αγαπημένα τους πρόσωπα υφαρπάζοντάς τους σημαντικά χρηματικά ποσά.

Πολλές υποθέσεις που απασχόλησαν την ελληνοκυπριακή δημόσια σφαίρα στη δεκαετία του ‘90 σήκωσαν το πέπλο σιωπής γύρω από τον επίσημο κατάλογο των αγνοουμένων προσώπων. Ο αριθμός 1.619 αρχίζει να αμφισβητείται εντός της ίδιας της ελληνοκυπριακής κοινότητας, όταν διαπιστώνονται από έρευνες συγγενών και δημοσιογράφων περιπτώσεις αγνοουμένων που είχαν ταφεί από το 1974.

Ενδεικτική ήταν η υπόθεση των 126 πεσόντων στις μάχες του Αγίου Παύλου Λευκωσίας, οι οποίοι θάφτηκαν πρόχειρα το 1974 εντός των περιοχών που ελέγχει η Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή στο στρατιωτικό κοιμητήριο Λακατάμιας. Μάλιστα κάποιες υποθέσεις οδηγήθηκαν στα δικαστήρια.

Η πιο γνωστή από αυτές είναι η περίπτωση του έφεδρου στρατιώτη Χαράλαμπου Πάλμα, η οποία έφτασε μέχρι και τα κυπριακά δικαστήρια, τα οποία επεδίκασαν αποζημιώσεις ύψους άνω του μισού εκατομμυρίου ευρώ επιρρίπτοντας νομικές ευθύνες στη Δημοκρατία, η οποία παρουσίαζε τον Πάλμα ως αγνοούμενο, ενώ υπήρχαν ισχυρότατες ενδείξεις και μαρτυρίες ότι ήταν νεκρός και είχε ταφεί στο στρατιωτικό κοιμητήριο της Λακατάμιας.

Μοναδική θετική εξέλιξη στην προσπάθεια επίλυσης του δράματος των οικογενειών των αγνοουμένων αποτέλεσε η ίδρυση της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοουμένους (ΔΕΑ), ενός δικοινοτικού σώματος που συστήνεται το 1981 από τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων με τη συμμετοχή των Ηνωμένων Εθνών. Στόχος της Επιτροπής η διαλεύκανση της τύχης των Κυπρίων αγνοουμένων και από τις δύο περιόδους βίας στο νησί και η επιστροφή των λειψάνων τους στις οικογένειές τους. Αν και τα πρώτα χρόνια η ΔΕΑ παραμένει ουσιαστικά ανενεργή, σκοντάφτοντας στην τουρκική αδιαλλαξία και στους προβληματικούς όρους εντολής της.

Τον Ιούλιο του 1997 επιτυγχάνεται σημαντική πρόοδος επί του ζητήματος. Κληρίδης και Ντενκτάς σε μια συμφωνία-ορόσημο συμφωνούν για τη δραστηριοποίηση της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοουμένους. Οι δύο ηγέτες ανταλλάσσουν πληροφορίες για πιθανούς χώρους ταφής αγνοουμένων και από τις δύο κοινότητες και συμφωνούν στην πραγματοποίηση ανασκαφών για εντοπισμό των λειψάνων τους. Ταυτόχρονα η διερεύνηση μπαίνει σε μία διαφορετική βάση, καθώς δημιουργείται τράπεζα DNA όπου συγγενείς καλούνται να δώσουν γενετικό δείγμα για δημιουργία τράπεζας πληροφοριών.

Η συμφωνία επιφέρει αντιδράσεις και στις δύο πλευρές. Από τη μία Τουρκοκύπριοι καλούν συγγενείς να μην δώσουν δείγμα αίματος. Το ίδιο και οι εκπρόσωποι Ελληνοκυπρίων συγγενών, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η παράδοση φακέλων στην επιτροπή θα οδηγούσε στο κλείσιμο της υπόθεσης των αγνοουμένων.

 

Πεθαίνουν οι μάρτυρες, λίγες οι ελπίδες

 

Σήμερα, 50 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, από το σύνολο των 2.002 αγνοουμένων, 492 Τουρκοκυπρίων και 1.510 Ελληνοκυπρίων, και από τις δύο περιόδους βίας στο νησί, η ΔΕΑ έχει καταφέρει να ταυτοποιήσει 1.047 αγνοούμενα άτομα (295 Τουρκοκύπριους και 752 Ελληνοκύπριους) και να επιστρέψει τα οστά τους στις οικογένειές τους.

Οι ελπίδες για τον εντοπισμό των εναπομεινάντων αγνοουμένων είναι ανάλογες με τον αριθμό των μαρτύρων καθώς και των εμπλεκομένων στις θανατώσεις Κυπρίων. Ήδη οι περισσότεροι έχουν αποβιώσει και οι εισηγήσεις για σύσταση Επιτροπής Αληθείας με όρους εντολής την παραχώρηση αμνηστίας έναντι πληροφοριών δεν τυγχάνουν ευρύτερης δημόσιας συζήτησης, δηλωτικό της στάσης αμφοτέρων των πλευρών έναντι της ανοιχτής ανθρωπιστικής πληγής που συνιστά η διαχείριση του θέματος των αγνοουμένων.

Σεβαστείτε, επιτέλους, την θυσία. Λίγη ενσυναίσθηση δεν έβλαψε κανένα.