ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

τ. Λυκειάρχη

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Για ν’ αποφύγουν αυτήν την κατακραυγή οι στειρέσσες (=στείρες) γυναίκες, έσπευδαν να λουστούν στην Πεκίλα και στη Σταλαμίτα για να αποκτήσουν παιδί, γιατί όχι και παιδιά, και μάλιστα πολλά, «όσα έδινε ο Θεός». Δεν παραλείπανε να τάζονται στην Παναγία Σουμελά κάνοντας την ευχή: «Δώσ’ με, Παναΐα μ’, μωρόν και ’ς ση χάρη Σ’ θα ’ρχουμαι με τα πουδάρ’ (= Χάρισέ μου, Παναγιά μου, παιδί κι εγώ θα έρθω με τα πόδια να Σε προσκυνήσω). «Παναΐα μ’, θα φορώ μαύρα λώματα και ’ς σην εικόνα Σ’ εμπροστά να βγάλ’ ατα» (= Παναγιά μου, θα φορώ μαύρα ρούχα, όταν θα έρθω στο μοναστήρι Σου να προσκυνήσω κι εκεί να τα βγάλω). Δεν έλειπαν και τα τάματα: λαμπάδες ή κανένα ζώο, ανάλογα βέβαια με την οικονομική κατάσταση της καθεμιάς.

Πέρα από τη χάρη της Παναγιάς, δεν ξεχνούσαν και τα γιατροσόφια. Καταφεύγανε σε γυναίκες, που παρασκευάζανε γιατροσόφια. Κάνανε δηλαδή έμπλαστρα και διάφορα γιατρικά από βότανα. Τις μάγισσες τις αποφεύγανε, γιατί το θεωρούσαν αμαρτία μεγάλη.

Υπήρχαν και γυναίκες, που δεν μπορούσαν να ολοκληρώσουν την εγκυμοσύνη. Αυτές καταφεύγανε στον «κρατήρα», που ήταν ένα είδος χαϊμαλί, το οποίο κατασκευάζανε οι ανοιχτούδες. Ή φορούσαν ένα κλειδί ή σταυρό φτιαγμένο από ασήμι, αγορασμένο με τα χρήματα, που συγκεντρώνανε από σαράντα πρωτοστέφανες γυναίκες. Το αντικείμενο αυτό το φορούσαν μέχρι να γεννήσουν και μετά τη γέννα το κρεμούσαν στην κούνια του παιδιού. Δεν παραλείπανε βέβαια να ζητήσουν και τη βοήθεια του προστάτη Αγίου Στυλιανού, φορώντας στον λαιμό τους την εικονίτσα του, την οποία κρεμούσαν μετά τη γέννα στην κούνια του νεογέννητου.

Μολονότι έφερε βαρέως την ατεκνία το ζεύγος, σε καμιά περίπτωση δεν διενοείτο να καταφύγει στη διάλυση του γάμου. Αποδίδανε την ατεκνία στη θέληση του Θεού.

Και ενώ στον Πόντο η ατεκνία δεν θεωρούνταν λόγος διάλυσης του γάμου, στην αρχαία Αθήνα1, αλλά και στο Βυζάντιο ο σύζυγος είχε το δικαίωμα να αποπέμψει τη σύζυγο λόγω στειρότητας, φαλλοκρατικά σκεπτόμενος και ενεργώντας2.

Τον πόνο από την απαιδία οι δυστυχείς γονείς φρόντιζαν να τον απαλύνουν με την υιοθεσία (evlat edinme). Το άτεκνο ζευγάρι, που κατείχε αρκετή κτηματική περιουσία ή μεγάλη οικονομική ευχέρεια, υιοθετούσε κάποιο παιδί πολύτεκνης οικογένειας, συνήθως συγγενικής, που το ονόμαζαν ψυχοπαίδι (το αγόρι) ή ψυχοκόριτσο (το κορίτσι).

Η υιοθεσία γινόταν ως εξής: Κάποια Κυριακή ο μέλλων να υιοθετήσει μαζί με το για υιοθεσία παιδί, τους γονείς του και τους συγγενείς του πήγαιναν στην εκκλησία. Μετά τη θεία λειτουργία ο υιοθετών και το υιοθετούμενο πήγαιναν στην Ωραία Πύλη μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, όπου ο παπάς διάβαζε την ευχή της υιοθεσίας.

Μετά την ευχή ο υιοθετών έδινε την ακόλουθη υπόσχεση: «Ορκίζομαι εις την Αγίαν Τριάδα ότι θα έχω ως γνήσιο τέκνο μου τον (την) … Θα το (την) αναθρέψω, θα το (την) μορφώσω και θα το (την) αποκαταστήσω …»3. Ακολουθούσε διασκέδαση στο σπίτι του υιοθετούντος και στη συνέχεια επισκέπτονταν τη δημογεροντία (= coca baslik), όπου γινόταν η διαγραφή του υιοθετηθέντος από την οικογενειακή μερίδα του και η εγγραφή του στην οικογενειακή μερίδα του θετού γονέα.

Το υιοθετημένο παιδί ήταν πια η πηγή χαράς και ευτυχίας του ζεύγους. Η θλίψη έπαυε να υπάρχει. Το είχαν «μη στράφτ’ και μη βροντά», το νεοελληνικό «μη βρέξει και μη στάξει». Αυτονόητο ότι κληρονομούσε όλη την ακίνητη και κινητή περιουσία των θετών γονέων.

 

  1. Δες Robert Flaceliere, Ο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος των Αρχαίων Ελλήνων, σ. 87 (μτφ. Γ.Δ. Βανδώρου).
  2. Ζεράρ Βάλτερ, Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο (μτφ. Κ. Παναγιώτου), σ. 195.
  3. Γ. Κ. Χατζοπούλου, Λαογραφικά χωρίου Αντρεάντων, Αρχείον Πόντου, τόμ. 28ος, Αθήναι 1966.

 

Δημοσιεύουμε απόσπασμα από το βιβλίο «Η Ελληνίδα Γυναίκα του Πόντου» ύστερα από την ευγενή διάθεση του τακτικού μας συνεργάτη. Το βιβλίο εκδόθηκε ως αφιέρωμα στα 100 χρόνια από τον ανελέητο ξεριζωμό.