ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

τ. Λυκειάρχη

Η Λαμπρή του λυκόφωτος

 

Αν και υπερήλικας ο Πήγασος, δεν αρνήθηκε να ικανοποιήσει την επιθυμία του αφέντη του. Και πώς μπορεί να αρνηθεί, αφού ο αφέντης του ποτέ δεν του στέρησε το πλούσιο γεύμα, μολονότι ο Πήγασος μετρούσε αγκομαχώντας τους τελευταίους ενιαυτούς του.

Συμφώνησαν να πάνε, ίσως για τελευταία φορά, στο Ανηλιοχώρι, που είναι απιθωμένο στα ριζά του Δρυμοτόπου.

Ξεκίνησαν νωρίς το απόγευμα, αφού τα είκοσι έξι χιλιόμετρα, που έπρεπε να διανύσουν, δεν ήταν και λίγα μπροστά στα κατάφορτα από Μάηδες κορμιά τους.

Πάνε εκείνες οι εποχές, όπου Πήγασος και Στρατής θωρούσαν παιχνίδι τη διαδρομή των είκοσι έξι χιλιομέτρων. Δυστυχώς ο ανελέητος παντοκαταλύτης χρόνος χαιρέκακα αποδυναμώνει τα μέλη του σώματος και καθιστά τους φέροντες άθυρμα οίκτου.

Καλοσυνάτος εκείνο το απόγευμα και λαχανιασμένος ο Πήγασος απέθεσε ευλαβικά το σεβάσμιο φορτίο του στην είσοδο της Ζωοδόχου Πηγής. Μόλις πρόλαβε τον σεβάσμιο γέροντα στην Ωραία Πύλη κρατώντας το αναστάσιμο φως και εκφωνώντας το «Δεύτε λάβετε φως…» προσκάλεσε το εκκλησίασμα.

Κυρτωμένα γερόντια, υποβασταζόμενα από την αδρά κατασκευασμένη βακτηρία, προσήλθαν κρατώντας στην τρεμάμενη αριστερή χείρα στην Ωραία Πύλη. Με βαθιά συγκίνηση και τον νου να οδεύει γοργά στο παρελθόν, άφησαν αυτόβουλα να ρέει από τις σκαμμένες από τον πανδαμάτορα χρόνο ρυτίδες τους, το δάκρυ της συγκίνησης.

Δεν ήταν παρόντες στο προσκλητήριο οι θορυβούντες γαβριάδες, που διεκδικούσαν την πρωτιά της αφής της λευκής λαμπάδας τους. Στη θέση τους βρέθηκαν ανήμποροι με πολιά την κόμη και τα δάκτυλα τρεμάμενα μήπως και πέσει καταγής το μεγάλο θείο δώρο. Και τότε ποια μετάνοια θα τους ξέπλενε από το φοβερό αμάρτημα;

Για το φιλί της αγάπης ούτε λόγος. Το παρέσυρε στο διάβα του χρόνου ο άνεμος της λησμονιάς.

Κατάφορτο το απουσιολόγιο. Κενά τα πολλά καθίσματα. Απογοήτευση! Μοιραία όμως!

Έτσι παραγγέλλει ο ανελέητος χρόνος. Και συμβιβασμό δεν δέχεται. Ούτε και κάνει εκπτώσεις. Άτεγκτος διασχίζει το ατέλειωτο στρατί του.

Δεν χωρούνε διαμαρτυρίες. Θέση έχουν μόνον οι βαθιές συγκινήσεις. Μόνον αυτές απόμειναν.

-Υπομονή, Πήγασε, και κουράγιο. Δεν ήταν πολλά τα είκοσι έξι χιλιόμετρα κάποτε. Μα τώρα σου φαίνονται ατέλειωτα. Αυτή είναι η αλήθεια. Μάταιος ο κόπος για διαμαρτυρία.

Εμπρός, μάς περιμένει το θορυβώδες άστυ.

Άσε τις αναμνήσεις στο χρονοντούλαπο. Είναι η πιο φρόνιμη πράξη, που μπορείς να κάνεις.

Τα ανέμελα νεανικά χρόνια δεν ξανάρχονται, όσο κι αν αυτό είναι οδυνηρό, δεν παύει όμως να είναι η ωμή πραγματικότητα.