ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

ΠΕΡΙΟΔΟΣ Θ’ ΙΙΙ

 

 

  • Πέμπτη 8 Αυγούστου, ώρα 8 π.μ.
  • «Ουδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευεργετηθέντος» (θυμόσοφος λόγος)

 

Παρά την κάψα του μήνα του κολιού και των παχιών μυγών, πήραν την απόφαση να επισκεφθούν στο ερημητήριο το δάσκαλό τους. Την πρωτοβουλία την πήρε ο Μενέξενος. Οι περισσότεροι, κάνοντας χρήση της θερινής άδειά τους, πήραν το καράβι και αποσύρθηκαν για λίγες ημέρες στο νησί του πολυπαθούς Αγίου Νεκταρίου.

Από τους απομείναντες στην πόλη ήταν ο Δημόδοκος, ο Ερατοσθένης και ο Καλλισθένης.

Ξεκίνησαν πρωί για ν’ αποφύγουν την κάψα μια και ο Αύγουστος θα έξανε πιο κοπιαστική την ανάβαση στο ερημητήριο, που το διάλεξε σκόπιμα ο σοφός δάσκαλος, αφού αγαπούσε υπερβολικά τη φύση.

Η συζήτηση στο δρόμο αναλώθηκε σε έναν σύντομο απολογισμό της χρονιάς, που διάβηκε. Κι ήταν δύσκολος ο χειμώνας, που την έκανε ακόμη πιο δύσκολη η αντιμετώπιση της ακρίβειας των καυσίμων.

Ο την πολιάν κόμην έχων σοφός ραβί τούς υποδέχθηκε, όπως πάντα, με περίσσια χαρά. Τους ασπάσθηκε με πατρική τρυφερότητα τον καθένα χωριστά και τους προέτρεψε να πάρουν τις καθιερωμένες θέσεις τους.

Δεν διάβηκε χρόνος πολύς από την άφιξή τους κι ο Μενέξενος ζήτησε από τον σεβαστό τους δάσκαλο να αναλώσουν την καθιερωμένη συζήτηση γύρω από την αλήθεια του συχνά λεγόμενου θυμόσοφου λόγου: «Ουδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευεργετηθέντος».

Άρεσε, ιδιαίτερα, στον σοφό ραβί η επιλογή του θέματος της συζήτησης. Είχε και αυτός γεύση της αλήθειας του, χωρίς όμως αυτό να τον καθιστά σφόδρα επικριτικό προς τους αγνώμονες. Πάντοτε με τον μειλίχιο λόγο του απέφευγε να εκφέρει καταδικαστικό λόγο προς τους αχαρίστους. Σ’ αυτό συνετέλεσε όχι μόνο η βαθιά φιλοσοφική του παιδεία, αλλά και το βαρύ φορτίο των χρόνων, που αγόγγυστα έφερε. Είναι σύνηθες το φαινόμενο οι υπερήλικες να είναι πιο επιεικείς προς αμαρτόντες. Απευθυνόμενος με γλυκύτητα προς τον αγαπητό του μαθητή Μενέξενο, τον ευχαρίστησε κατ’ αρχάς για την επιλογή του θέματος και βρίσκοντας την ευκαιρία την κατάλληλη να κάνει για μια ακόμη φορά μια διδασκαλία, για την ανεξικακία, που πρέπει να κοσμεί την ψυχή των ανθρώπων, προέβη στην ακόλουθη απάντηση:

-Έχεις δίκιο, λαμπρέ μου φίλε Μενεξένε, που επέλεξες ένα τέτοιο θέμα. Δυστυχώς το βάρος της ευεργεσίας είναι δύσκολο να το φέρει κάποιος, και μάλιστα, όταν αυτός κυριαρχείται από υπέρμετρο εγωισμό, όταν του λείπει η αυτογνωσία, όταν νιώθει πληγωμένος και στη σκέψη ακόμη μήπως ο ευεργέτης προβεί κάποτε σε υπόμνηση ότι τον ευεργέτησε.

Αρκετοί από τους ευεργετηθέντες δεν αρκούνται μόνο στην απώλεια της ανάμνησης της ευεργεσίας, αλλά προχωρούν ακόμη πιο πέρα. Ανταποδίδουν την ευεργεσία με εκδικητική συμπεριφορά. Και αυτό είναι το μεγάλο τους σφάλμα.

Ασφαλώς και δεν πρέπει να οδηγήσουμε στο ικρίωμα της απομόνωσης τους εκδικητικούς ευεργετηθέντες. Μπορούμε να τους βοηθήσουμε ν’ απαλλαγούν από ένα τέτοιο σύνδρομο. Και η γιατρειά σ’ αυτήν την περίπτωση μπορεί να προέλθει με την προσφορά λαγαρής παιδείας, ασφαλώς όχι παιδείας, που θα παρέχει μόνο γνώσεις, αλλά παιδείας, η οποία θα καλλιεργήσει την αυτογνωσία τους, η έλλειψη της οποίας τυφλώνει τον νου και οδηγεί το άτομο σε παρεκτροπές.

Το έργο της καλλιέργειας της αυτογνωσίας δεν είναι υπόθεση κάθε επαγγελλόμενου τον δάσκαλο. Είναι έργο εκείνου του δασκάλου, που έχει τη θέληση και τη δύναμη να ανταμώνει τις κεραίες της ψυχής των νέων και να λειτουργεί με ιώβεια υπομονή πάνω στην άγια τράπεζά της.

-Σεβαστέ μας δάσκαλε, πόσους τέτοιους δασκάλους μπορούμε να συναντήσουμε στη ζωή, ώστε να μας οδηγήσουν στην αυτογνωσία, που μας θωρακίζει από τη διάπραξη των λαθών και μας προστατεύει από παρεκτροπές οι οποίες δηλητηριάζουν τις κοινωνικές σχέσεις; είπε ο Ερατοσθένης.

-Ορθά το θέτεις το ερώτημα, καλέ μου φίλε Ερατοσθένη.

Οι καλοί δάσκαλοι, όπως και κάθε καλός επιστήμονας, σπανίζουν. Όμως μην λησμονείς ότι «ουκ εν των πολλώ το ευ», «ούτε και όλες οι μέλισσες κάνουν μέλι». Και όσες κάνουν είναι υπεραρκετό για να τραφούν οι άνθρωποι.

Και αυτοί οι λίγοι, όμως εκλεκτοί δάσκαλοι, είναι το αλάτι της ζωής. Αυτοί προστατεύουν από τη σαπίλα της κοινωνίας μας και την κρατούν στητή κι ολόρθη κάθε φορά, που πλήττεται από λαίλαπες ο κοινωνικός ιστός.

Αυτοί οι δάσκαλοι είναι τα αγκωνάρια τα ολόγερα, που κρατούν όρθιο το κοινωνικό οικοδόμημα. Αλίμονο αν λείψουν από τη ζωή. Το μέλλον θα είναι δυσοίωνο. Εκείνο όμως, που προέχει είναι η οργανωμένη πολιτεία να στηρίζει αυτούς τους φωτισμένους δασκάλους, όχι βέβαια να τους ευνοεί, αλλά να μην παρεμβάλλει, εκούσια ή ακούσια, εμπόδια στην επιτέλεση του θεάρεστου έργου τους. Κι αν πράξει η πολιτεία κατά πως πρέπει το έργο της, τότε μπορούμε να αισιοδοξούμε.

Εδώ έφτασε στο τέλος του ένα ακόμη συμπόσιο ζηλευτής παιδείας, που στήριξε για μια ακόμη φορά τις ταλαντευόμενες ψυχές του επιλέκτου ακροατηρίου.