ΑΡΘΡΟ
Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά
ATPL
AIRLINE PILOT
B737NG AIRBUS 320
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Ο θεσμός των «εθνικών κληροδοτημάτων» φαίνεται να είναι έμφυτος στην ψυχοσύνθεσή μας και αυτό επειδή εμφανίζεται στην ελληνική αρχαιότητα, σε πολλές μορφές. Ακόμη και η μυθολογία μας εμπεριέχει στοιχεία του ευεργετισμού. Σύμφωνα με το μύθο λοιπόν, ο πρώτος «Έλληνας» ευεργέτης ήταν ο Προμηθέας, ο οποίος έκλεψε τη φωτιά από τους Θεούς ώστε να ωφεληθεί η ανθρωπότητα. Παράλληλα, η θεά Αθηνά, χάρισε το μέγα ευεργέτημα στους Αθηναίους, την ελιά.
Οι πλούσιοι Αθηναίοι πάντοτε έδιναν δωρεές στο κράτος. Στο θεσμό της χορηγίας στην αρχαία Αθήνα, συνεπάγονταν η χορηγία από πλούσιους πολίτες, αθλητικών αγώνων καθώς και θεατρικών ή μουσικών έργων, προς τιμήν του θεού Διόνυσου. Ήταν από την χορηγία τέτοιων αγώνων όπου εκπαιδεύονταν οι αρχαίοι αθλητές στο σημείο όπου κρίνονταν έτοιμοι να συναγωνιστούν στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Αυτό όπως θα δούμε αργότερα, θα έχει αντίκτυπο ανά των αιώνων. Παράλληλα, στο θεσμό του Γυμνασιοαρχείου, οι πλούσιοι χορηγούσαν δαδοδρομία προς τιμήν του Ήφαιστου. Αργότερα, στον θεσμό αυτόν συνεπάγονταν η διατήρηση των γυμνασίων, σταδίων και άλλων αθλητικών εγκαταστάσεων. Επίσης, οι πλούσιοι πολίτες χορηγούσαν των θεσμό των εστιάσεων, δηλαδή τη χορήγηση δημοσίου δείπνου για ολόκληρη τη φυλή στην οποία ανήκε ο επιφανής πολίτης.
Ο Πλούταρχος; στους βίους του, αναφέρεται στον Κίμωνα, ο οποίος στάθηκε ως ευεργέτης των φτωχών Αθηναίων. Κατήργησε το περίφραγμα των κτημάτων του, ώστε να επωφελούνται οι πάντες από τα οπωροφόρα δέντρα του. Επίσης, στους δημόσιους δείπνους που χορηγούσε, προσπαθούσε αφιλοκερδώς να ακροαστεί και να λύσει αφιλοκερδώς τα προβλήματα των φτωχών.
Υπήρχε επίσης η αρχιθεωρία, δηλαδή η διατήρηση των προξενείων κατά των ιερών αγώνων και πανυγηριών, καθώς και η αρρεφορία, η χορήγηση πομπών. Ιδιαίτερη τιμή προσέφερε η τριηραρχία, η οποία αφορούσε τον εξοπλισμό του στόλου (πλοίο και πλήρωμα με τον πλήρη εξοπλισμό του) με τον οποίον η Αθήνα έγινε θαλασσοκράτειρα. Σ’ αυτές η δωρεές λοιπόν, οι οποίες ήταν μεν προαιρετικές αλλά στην αλήθεια, επιβάλλονταν κοινωνικώς στους οικονομικά εύρωστους της εποχής, αντλούμε την απαρχή της ιδέας του ευεργετισμού.
Υπήρχαν πάντοτε βέβαια εκείνοι που ήθελαν να αποφύγουν τον υποχρεωτικό ευεργετισμό. Εφόσον η τριηραρχία απονέμονταν στον πλουσιότερο Αθηναίο, με μία συγκεκριμένη διαδικασία η οποία ονομάζονταν «αντίδωσης», ο πλούσιος δύναται να προτείνει κάποιον άλλον ως πλουσιότερο, οπότε το κράτος προέβαινε σε ανατίμηση των περιουσιών και των δύο προς εξακρίβωση του λόγου το αληθές.
Στην αντίληψη του αρχαίου Έλληνα πάντως, ο ευεργετισμός αποτελούσε κοινωνικό πρότυπο, σύμφωνα με το οποίο ο καθένας βοηθούσε εκείνους που τον είχαν βοηθήσει ήδη, κάτι παρόμοιο με τη δική μας αντίληψη της κοινωνικής υποχρέωσης.
Δύο φιλόσοφοι θα εξετάσουν και θα εκλεπτύνουν την έννοια του ευεργετισμού. Ο Αριστοτέλης έκανε λόγο στα «Ηθικά» για τον «μεγαλοπρεπή» άνθρωπο, εκείνον δηλαδή, ο οποίος ασχολείται με τα κοινά ώστε να ωφελήσει τον συνάνθρωπό του, με κοινωφελείς δραστηριότητες με τις προσωπικές του δαπάνες. Παράλληλα, στη Ρητορική, αναφέρεται στο ότι ο πραγματικός πλούτος έγκειται στο να πράττει κανείς το καλό, δηλαδή να δωρίζει χρήματα ή δώρα στον συνάνθρωπό του και να τον βοηθά. Στην Κυροπαίδεια, ο Ξενοφώντας εξυμνεί τον Κύρο, για την φιλανθρωπία του, ενώ ο Πλάτωνας θεωρούσε τη διδασκαλία γνώσεως ως το μέγιστο ευεργέτημα, όπως προκύπτει από τον Ευθύφρωνα.
Από τους πρώτους ευεργέτες λοιπόν ήταν ο Ιπποκράτης, όχι μόνον επειδή οι γιατρευτικές του ικανότητες ήταν τεράστιες αλλά επειδή συμβούλευε τους συνάδελφους του να περιθάλπουν όσους ασθενείς δεν είχαν οικονομική άνεση, δωρεάν.
Βέβαια, ο ευεργετισμός ως θεσμός υιοθετήθηκε και από τους Ρωμαίους…
Στο Βυζάντιο, αυτή η παράδοση ευεργετισμού συνεχίζεται…
Ο θεσμός της ευεργεσίας, παίρνει νέες διαστάσεις στη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν η ανάγκη για πνευματική αναβάθμιση του Γένους ώθησε, τότε, την Εκκλησία, αλλά και πολλούς εύπορους Έλληνες να δραστηριοποιηθούν για την ίδρυση σχολείων, τη μισθοδοσία εκπαιδευτικών, αλλά και την παροχή οικονομικής αρωγής σ’ εκείνους που είχαν μεγαλύτερη ανάγκη. Έλληνες της διασποράς πρωταγωνιστούν στο κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, στην ανέγερση σχολείων, την αποστολή βιβλίων, τη χορήγηση υποτροφιών. Η έμπρακτη εκδήλωση φιλοπατρίας με πράξεις ευεργεσίας παίρνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις στα χρόνια της Εθνεγερσίας. Πλούσιοι ομογενείς συμπαρίστανται στην πατρίδα που μάχεται και γίνονται αρωγοί στον αγώνα της Ελευθερίας. Η «Φιλική Εταιρεία», αλλά και πολλά από τα μέσα που χρησιμοποιούνται στους αγώνες του Έθνους χρηματοδοτούνται από αγωνιστές και εθνικούς ευεργέτες, γυναίκες και άνδρες.
Η Μαντώ Μαυρογένους για παράδειγμα και η Μπουμπουλίνα δώρισαν ολόκληρη την περιουσία τους στον αγώνα. Η δε Φιλική Εταιρεία χορηγήθηκε και ιδρύθηκε από απόδημους εμπόρους της Οδησσού, τον Αθανάσιο Τσακάλωφ και Νικόλαο Σκουφά από την Ήπειρο, και τον Εμμανουήλ Ξάνθο από την Πάτμο.
Η φιλοπατρία, όμως, εκφράζεται με πράξεις εθνικής ευεργεσίας και μετά την ίδρυση του νεοελληνικού Κράτους. Αποδεικνύονται, μάλιστα, οι πράξεις αυτές, βασική παράμετρος στην οικοδόμηση υποδομών Υγείας, Παιδείας και Πολιτισμού. Οι παροικίες των Ελλήνων της Διασποράς (στην Τεργέστη, τη Βενετία, τη Μολδαβία, τη Βιέννη, την Οδησσό, το Κάιρο, την Αλεξάνδρεια και αλλού) γίνονται σταδιακά, βασικοί πόλοι ευεργεσίας προς την πατρίδα. Οι κοινότητες των απόδημων Ελλήνων αυτοοργανώνονται και φροντίζουν να καλύψουν τις ανάγκες τους χτίζοντας, πρώτα απ’ όλα εκκλησιές και σχολεία. Στη Ρουμανία για παράδειγμα, όπου το καθεστώς των οσποδάρων κυριαρχούνταν από Φαναριώτες, τα περισσότερα σχολεία και εκκλησίες ανεγείρονταν με δαπάνες ελλήνων ηγεμόνων (αλλά η Ελληνοκρατία στη Ρουμανία και ο διαφωτισμός που την διακατείχε είναι άλλο θέμα που πρέπει να εξεταστεί λεπτομερώς). Ενδεικτικά αναφέρομαι στον Νικόλαο Μαυροκορδάτο ο οποίος έχτισε πάμπολλες εκκλησίες στο Βουκουρέστι. Σημειώνουμε ότι οι Φαναριώτες ηγεμόνες της Βλαχίας υπήρξαν μεγάλοι ευεργέτες του Αγίου Όρους.
Ας δώσουμε μία εποπτική εικόνα για την εξέλιξη της αντίληψης για την ευεργεσία, όπως αυτή προκύπτει από τα κείμενα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, ως πρώτη βάση παρατήρησης για την ευεργετική πρακτική.
Γνωρίζουμε ότι έχουμε κατά την περίοδο του επαναστατικού αγώνος, «διάθεση ολόκληρων περιουσιών», όπως είναι η επικρατούσα διατύπωση. Πρόκειται για πράξεις που, κατά την περίοδο του αγώνα, εκείνοι που προβαίνουν σε αυτές τις θεωρούν υποχρέωση ενώ μετά τον αγώνα, από την κοινωνία τους αναγνωρίζονται ως προσφορά. Μετά την απελευθέρωση, και κατά την πορεία της σταδιακής συγκρότησης του ελληνικού κράτους ex nihilo, οι ευεργεσίες συνεχίζονται και στην περίοδο αυτή μπορεί να εντοπισθεί μία ταύτιση στην πρόθεση που δηλώνει ο ευεργέτης για την πράξη του και στην κοινωνική αποτίμηση της πράξης: κυριαρχεί η λέξη προσφορά. Από τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, και μετά, έχουμε μία συνθετότερη ελληνική κοινωνία, που η αντίληψη των μελών της για την οικονομική διάσταση των κοινωνικών συμπεριφορών ολοένα ενισχύεται. Κατά την περίοδο αυτή, ο ευεργέτης είτε ορίζει την πράξη του ως προσφορά, είτε με τρόπο διακριτικό απομένει μακριά από οποιαδήποτε έκδηλη προσπάθεια να καθοριστούν οι ιδεολογικές συντεταγμένες της πράξης του. Είναι όμως βέβαιος, στην περίπτωση αυτή, ότι θα έλθει το κράτος με το βάρος των θεσμών του (εκκλησία και μνημόσυνα, γιορτές και επαινετικές αναφορές, ονοματοδοσίες δημοσίων χώρων και αιθουσών) να επισημειώσει την πράξη με τον χαρακτηρισμό της προσφοράς. Όμως, καθώς ή κοινωνική σύσταση γίνεται ιδεολογικά συνθετότερη, αρχίζουν να ξεπροβάλουν και αντιλήψεις που θέτουν την ευεργεσία στο πλαίσιο της κοινωνικής υποχρέωσης και της ανταπόδοσης.
Ώστε, ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνος, οι αναφορές που γίνονται από τους λόγιους και τους πάσης φύσεως ομιλητές και συγγραφείς στους ευεργέτες και την κοινωνικο-οικονομική εξέλιξη του κράτους, με βάση τις ευεργεσίες του, είναι συχνές. Δύο και αντίρροπα είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του λόγου αυτού, που απαντάται τόσο στα επιστημονικά κείμενα, όσο και στα περιοδικά, τις εφημερίδες και τις εορταστικές ομιλίες. Από τη μία, ο λόγος αυτός προσπαθεί να εξάρει τον ρόλο των ευεργετών και να εξιδανικεύσει την οικονομική τους δραστηριότητα, προσδίδοντας της στοιχεία χαρισματικότητας, ηθικότητας, ανιδιοτέλειας και κοινωνικής προσφοράς. Από την άλλη πλευρά, με πλαίσιο τον βιομηχανικό κόσμο που εξελίσσει τη νεόπλαστη οικονομική ηθική του, διατυπώνονται σκέψεις και προβληματισμοί για τις έννοιες πλούτος, φτώχεια, φιλανθρωπία, εργασία και συνακόλουθα, διατυπώνονται αρνητικές αποτιμήσεις για τις προθέσεις-βλέψεις των ευεργετών, που οδηγούν τη λέξη σιγά-σιγά σε ειρωνική χρήση.
(συνεχίζεται…)