ΑΡΘΡΟ
Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά
ATPL
AIRLINE PILOT
B737NG AIRBUS 320
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Είναι ο 19ος αιώνας, η εποχή της νέας ελληνικής κοινωνίας, των πυκνών νεολογισμών, αλλά και της αρχαιοπρέπειας. Έτσι, για πολλές από τις λέξεις που προσπαθούν να εκφράσουν τις νέες κοινωνικές συνθήκες, χρησιμοποιούνται (είτε φτιάχνονται νέες) εκείνες με πρώτο συνθετικό, το «ευ». Είναι η εποχή των «ευ».
Μέσα στο κλίμα ιδεολογικής κυριαρχίας του οικονομικού φιλελευθερισμού, πλούτος και ασφάλεια είναι μέγιστες αλληλένδετες επιδιώξεις. Ύψιστη δικαίωση της οικονομικής συμπεριφοράς αποτελούν: η ευ-ζωία για το άτομο, η ευ-ημερία και η ευ-νομία για την κοινωνία. Μέσα στο πλαίσιο της δημιουργίας νέων κοινωνικών ιεραρχήσεων, ξεπροβάλλουν οι αντιλήψεις για αλληλοδιαδοχές στον πλούτο και στα επαγγέλματα και γίνονται προσπάθειες να θεμελιωθούν σε βάση αναγνωρισμένη από το κράτος (κρατικές τιμές και παρασημοφορήσεις). Πρόκειται για την προσπάθεια να τεθούν μέσα στην κοινωνία διακρίσεις, βασισμένες στην καταγωγή, στα γένη, στους τίτλους «ευγένειας». Ιδού λοιπόν και ένα τέταρτο, σημαντικό «ευ» του 19ου αιώνα, η ευ-γένεια. Στον πληθωρισμό των «ευ» λοιπόν, έρχονται να προστεθούν η ευ-εργεσία και η ευ-ποιία.
Στην εποχή που οι αποχρώσεις δεν υπάρχουν και η προσπάθεια είναι όλα να χαρακτηρισθούν με αιώνια πρόσημα όπως το «ευ», και το «δυσ» κατασκευάζονται οι όροι γύρω από το φαινόμενο που μας απασχολεί. Είναι η εποχή που η Ελλάδα φτιάχνει συνθετότερες οικονομικές δομές στις οποίες φυσικά συμμετέχουν, αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν καλά τις παραμέτρους λειτουργίας τους. Και είναι απαραίτητο να καταλάβουμε σε πόσο στενό περιβάλλον γίνονταν κατανοητές οι οικονομικές έννοιες, για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε ταυτοχρόνως, πόσο εύκολο ήταν επί πολλά χρόνια, η ευεργεσία και η δωρεά να μπορούν να εμφανίζονται ως πράξεις αποκλειστικώς φιλοπατρίας και φιλανθρωπίας, χωρίς άλλα οικονομικά συμφραζόμενα. Όμως στην αμέσως επόμενη περίοδο, τα πράγματα αλλάζουν έντονα. Τόσο εντονότερα, όσο η ελληνική κοινωνία φέρνει στο κέντρο της κοινωνικής ζωής την οικονομία. Τότε αυξάνουν τα σχόλια και οι κρίσεις για τους οικονομικούς παράγοντες και η ευεργεσία, παύει να αποτιμάται ως μια μόνον στιγμή στον χρόνο (η στιγμή της διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων), αλλά αρχίζει να αποτιμάται σε πολλαπλούς χρόνους (μπρος και πίσω στον χρόνο).
Το θέμα ευεργεσία έχει δύο κύριες πλευρές. Η μία είναι να κατανοηθεί η συμπεριφορά των ευεργετών, με βάση το οικονομικό και κοινωνικό τους status κατά
τη στιγμή της ευεργεσίας. Η δεύτερη είναι να μελετηθεί η κοινωνική υποδοχή των ευεργεσιών.
Ο ενικός αριθμός στην διατύπωση, δεν πρέπει να μας παραπλανά και να αναμένουμε ενιαία, ομοιόμορφη κοινωνική υποδοχή – αλλιώς θα αντιδράσει το κράτος, αλλιώς ο Τύπος, διαφορετικά οι παριστάμενοι σε εγκαίνια έργου ευεργεσίας, αλλιώς ο εργαζόμενος στις επιχειρήσεις του ευεργέτη και διαφορετικά οι συντοπίτες του. Άλλωστε, η κοινωνική υποδοχή είναι αναγκαίο να εξετάζεται σε τρία επίπεδα: το πρώτο είναι η κοινωνική υποδοχή της ευεργεσίας από τους εκάστοτε συγκαιρινούς της, το δεύτερο είναι η αντίληψη που διαμορφώνεται σωρευτικά για αυτήν στην πάροδο του χρόνου, και το τρίτο, που αποτελεί ασφαλώς μέρος του δεύτερου επιπέδου, είναι ο τρόπος που αποτιμάται η ευεργεσία μέσα στα γραπτά κείμενα, καθώς ο γραπτός λόγος είναι αυτός που διαμορφώνει τις υποτιθέμενες πηγές και συνεπώς συμβάλλει καίρια στην αναπαραγωγική αποτίμηση των ευεργετικών πράξεων.
Πάντως, διαπιστώνουμε ότι ιδίως στην εποχή που εξετάζουμε:
α) η ευεργεσία (ατομική και συλλογική) ενισχύει σε πολύ σημαντικό βαθμό την κρατική φιλανθρωπία, αλλά και κατασταλτική δραστηριότητα (φυλακές),
β) η ευεργεσία κατευθύνεται πλέον απρόσωπα προς κοινωνικές ομάδες που θεωρείται ότι βρίσκονται σε αδύναμη θέση και ότι συνεπώς αφενός εγκαταλείπεται η «προσωπική» ευεργεσία, αφετέρου αυξάνονται τα Ιδρύματα που έχουν ως σκοπό τους την κατάλληλη οργάνωση, αποδοτικότητα και κατανομή των «ευεργετικών» πόρων. Με βάση αυτή την τροπή ευεργεσίας, διαπιστώνουμε πως αρχίζει αυτή να αποβλέπει έντονα, στην άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων, στην έμμεση ενίσχυση των δεσμών συνοχής της αστικής κοινωνίας, στην πολιτισμική ενσωμάτωση του διαφορετικού και δυνητικά «επικίνδυνου» ακόμη και στην ηθικοποίηση των αναξιοπαθούντων, δρα δηλαδή ως μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου και κοινωνικο-πολιτικής συμμόρφωσης.
Παρά την αλλαγή αυτή, πρέπει να επισημάνουμε ότι ένα στοιχείο της ευεργεσίας, διαμορφωμένο από την οθωνική περίοδο ακόμη, δεν επηρεάστηκε. Και αυτό ήταν ότι η Εκπαίδευση παρέμεινε ο βασικός προορισμός του ευεργετικού χρήματος. Όμως, το ευεργετικό χρήμα κατευθύνεται προς ιδρύματα και θεσμούς που, σύμφωνα με την πεποίθηση των διαθετών, θα συνέβαλαν στη μείωση της πολιτιστικής απόστασης ανάμεσα στην προηγμένη Ευρώπη και Ελλάδα.
Θα πρέπει όμως να αναρωτηθούμε: ποιος κατηύθυνε τις ευεργεσίες; Οι ευεργέτες, οι πολιτικοί που έκαναν τον κρατικό προγραμματισμό, άλλα πρόσωπα που δρούσαν διαμεσολαβητικά μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα;
Κατά την οθωνική περίοδο, η ευεργεσία γινόταν με απόλυτη εμπιστοσύνη του διαθέτη στα άτομα που τον προσέγγιζαν και τον έπειθαν να διαθέσει τα χρήματά του. Κατά την πρώτη εκείνη τριακονταετία του ελληνικού κράτους, το επιχείρημα ότι το κράτος έχει οικονομικές ανάγκες αποτελούσε επαρκή βάση του αιτήματος να διατεθεί ευεργετικό χρήμα προς το κράτος. Και πάντως η βούληση του διαθέτη των χρημάτων ήταν «διαπραγματεύσιμη» και υπήρχε ευκολία να προσαρμοστεί στις κρατικές προτεραιότητες (π.χ. τη χρήση του κληροδοτήματος του Ευάγγελου Ζάππα για την ίδρυση της έκθεσης βιομηχανικών προϊόντων). Τα πράγματα όμως, καθώς βαίνουμε προς το τέλος του 19ου και τις αρχές του εικοστού αιώνα αλλάζουν. Οι ευεργέτες προβάλλουν πλέον ισχυρές βουλήσεις, αλληλοεπηρεάζονται με τους κρατικούς αξιωματούχους και τις κρατικές πολιτικές, ενίοτε – και σε σύμπραξη με λόγιους και λοιπούς κοινωνικά επιφανείς Έλληνες – επιζητούν να διαμορφώσουν νέες κοινωνικές συνθήκες στο κράτος και τέλος, διαπιστώνεται ότι «επενδύουν» στο συμβολικό κεφάλαιο της ευεργεσίας, αποβλέποντας σε παράλληλα οφέλη και αποφεύγοντας παράπλευρες απώλειες από το οικονομικό τους προφίλ – η ευεργεσία εδώ ως παρακολούθημα των επιχειρηματικών σχεδίων.
Συνεπώς, επιχειρώντας μία ανατίμηση των έργων των ευεργετών, θα πρέπει να επισημάνουμε δύο ιδιαιτερότητες στην σωστή προσέγγιση. Η πρώτη θα πρέπει να έγκειται στο γεγονός ότι το φαινόμενο του ευεργετισμού αντιμετωπίζεται ως «έμπρακτη ιδεολογία». Δεν πρόκειται μάλλον για ένα σύστημα ιδεών σε αναφορά προς το οποίο ερμηνεύουμε το παρελθόν, διαχειριζόμαστε το παρόν και σχεδιάζουμε το μέλλον, αλλά για μια εσωτερικευμένη και εφαρμοσμένη ταυτόχρονα ιδεολογία με συμβολικές και πρακτικές διαστάσεις, η οποία εξαιτίας ειδικών ιστορικών λόγων, αναπτύσσεται από τους απόδημους έλληνες. Πρέπει να γίνει λοιπόν λόγος για την κομβικότητα που έχουν στη δόμηση του ευεργετισμού αφενός η παραδοσιακή κουλτούρα της τιμής και της υπόληψης σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες στρατηγικές διάκρισης και αφετέρου η μέριμνα για τη διασφάλιση της προσωπικής υστεροφημίας.
Η δεύτερη αναγκαία ιδιαιτερότητα στην προσέγγιση συνιστάται την μελέτη του ευεργετισμού, συγκεράζοντας την παραδοσιακή μέθοδο της βιογράφησης του εξαιρετικού ατόμου με την ανάδειξη του σύνθετου ρόλου των εθνικοτοπικών αδελφοτήτων στο πλαίσιο των κοινοτήτων και των παροικιών και ειδικότερα με τις λειτουργίες που επιτελούσε η ελληνική μεγαλοαστική τάξη της Διασποράς. Ο μεθοδολογικός αυτός συγκερασμός είναι επιβεβλημένος και αποδεικνύεται αποτελεσματικός, δεδομένου ότι επιτρέπει την κατανόηση της πρωταρχικότητας του ρόλου των εθνικοτοπικών αδελφοτήτων και κοινοτήτων, τα κυριότερα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των οποίων ήταν η δόμηση δεσμών συνοχής και αλληλεγγύης, η ταξική ιεραρχία των μελών, όπως επίσης η ύπαρξη μηχανισμών εσωτερικής κοινωνικής αλλά και προσωπικής διαφοροποίησης που κατέστησαν δυνατή την ανάδυση της ιδεολογίας και της κοινωνικής πρακτικής του ευεργετισμού.