ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Θα κλείσω την παράθεση των σχολίων με την αναφορά στο χρόνο λήψης και χρήσης του αμίλητου νερού.

Οι ζώντες νομαδικό βίο κάποτε Σαρακατσάνοι34 έστελναν πολύ πρωί την ημέρα των Χριστουγέννων τα μικρά αγόριά τους σε παρακείμενα ποτάμια ή πηγές ή βρύσες για να πιουν το καθαρό νερό και να προσφέρουν αναίμακτη θυσία, η οποία αποτελούνταν από τυρί και βούτυρο. Είναι εμφανές ότι το είδος της προσφερόμενης αναίμακτης θυσίας σχετίζεται αναπόφευκτα με το είδος των παραγόμενων αγαθών από κάθε κοινωνική ομάδα. Μάλιστα αυτήν την προσέλευσή τους στους υδάτινους χώρους τη θεωρούσαν ως καλό οιωνό για το βιο τους.

Επικρατούσε μάλιστα μεταξύ των νεανίσκων και συναγωνισμός για το ποιος θα φτάσει πρώτος στην πηγή για να πιει το αμίλητο νερό και να προσφέρει στο στοιχείο της τα δώρα, για να έρχονται στην καλύβα μπόλικα σαν το νερό τα γάλ’τα35.

Αλλά και στα Τζουμέρκα36, μόλις το γλυκοχάραμα λαλήσουν τα ορνίθια, οι Τζουμερκιώτες οδεύουν κρυφά στις βρύσες του χωριού τους για να κλέψουν το ιαματικό και ευεργετικό νερό των Χριστουγέννων. Και ασφαλώς δεν πάνε με άδεια χέρια. Από νωρίς έχουν γεμίσει το σακούλι με κρασί, τυρί, αλεύρι, σπόρους και φέτες ψωμιού. Αφού προσέλθει στη βρύση ο επισκέπτης, κάνει τρεις φορές το σταυρό του και τρεις μετάνοιες κι ύστερα βάζει το σκεύος του (την καρδάρα) κάτω από τον κρουνό. Κι όσην ώρα γεμίζει το σκεύος, εκείνος διατυπώνει την ευχή: «Βρύση χρυσή μου, το νερό σου είναι πηγή ζωής, που με γεμίζει με ευτυχία και μου χαρίζει ζωή έναν ολάκερο χρόνο. Καθώς πηγάζει αστείρευτο το δροσερό σου νεράκι, έτσι να τρέχει ο θησαυρός κι εμένα στο κονάκι». Κι αφού γεμίσει το σκεύος με το πολύτιμο αγαθό-θησαυρό, θα το μεταφέρει κρυφά στο σπίτι του καβάλα στο γρίβα του. Νιώθει στην κυριολεξία ότι κλέβει το θησαυρό της βρύσης. Και δεν έχει άδικο. Και μ’ εκείνο το κλεμμένο και άγιο των Χριστουγέννων νερό θα πλυθούν όλα τα μέλη της οικογένειας. Ύστερα θα καταβρέξει τα ζωντανά του για να είναι γερά και παραγωγικά. Θα ραντίσει όλο το σπίτι. Την κάθε γωνιά του. Θα ραντίσει και τα σπαρμένα κτήματα, τους κήπους και τ’ αμπέλια για να έχουν άφθονη παραγωγή, η οποία θα του επιτρέψει όχι μόνο την επιβίωση για μια ολόκληρη χρονιά, αλλά θα του παράσχει και τη δυνατότητα να φιλέψει φτωχούς κι ανήμπορους, μα και ξένους37. Αλλά και τούτη, μεγαλειώδης αρετή του λαού μας, που έχοντας ανοιχτή την ψυχή του, επιτελεί χωρίς τυμπανοκρουσίες έργο κοινωνικό, όπως του το υπαγορεύει η ορθόδοξη πίστη του και η καθάρια και ανυστερόβουλη ανθρωπιά του.

Κι η ευχή του γέροντα με τη λαγαρή ψυχή κι αθώα ωσάν μικρού παιδιού εισακούσθηκε από το Θεό38, που άγιασε το δροσερό νεράκι, την πηγή της ζωής, κι όλη η φαμίλια έζησε έναν ολάκερο χρόνο «χωρίς αρρώστια και κακό, χωρίς σφαγιό και πόνο και τα σπαρτά και τα αμπέλια και τα λαχανικά όλα καλά επήγαν απ’ το κλεμμένο κι άγιο νερό των Χριστουγέννων»39. Στα Τζουμέρκα και πάλι. Μετά τη γέννα πήγαινε μια γυναίκα στη βρύση να πάρει νερό χωρίς να μιλήσει. Το νερό αυτό το πήγαινε στην εκκλησία για να το διαβάσει ο παπάς. Ήταν το ευχόνερο για τη χρήση από τη λεχώ, που θα την προστάτευε από το κακό μάτι, αλλά και από κάθε κακό40.

(συνεχίζεται…)

 

34 Αγγελική Χατζημιχάλη, Σαρακατσάνοι, τόμ. Α’, Μέρος Α’, Αθήνα 1957. Γεώργ. Ν. Αικατερινίδης, ό.π., σ. 54.

35 Ό.π., σ. 54.

36 Μήτρας Παππάς, όπΠ.

37 Γ. Κ. Xατζόπουλος, Λαoγραφικά Aντρεάντων Aμισού, ό.π. 38Ό.π.

39 Μήτρας Παππάς, ό.π.

40 Αντιγόνη Λένη, «Η μαμή ταυ χωριού», περ. Τζουμερκιώτικα Χρονικά, τεύχ. 40, σ. 11.