ΑΙΧΜΕΣ

Γράφει ο Σίμος Ματεντζόγλου

Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας

Απόφοιτος Τμήματος Διεθνών Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστημίου Μακεδονίας

Μ.Α. «Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές» Παντείου Πανεπιστημίου

Η έλευση και η εξάπλωση της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, τα τελευταία χρόνια, η «Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση», αναμένεται να προκαλέσει σημαντικούς μετασχηματισμούς και αναταράξεις, δημιουργώντας νέες ευκαιρίες, αλλά και προκλήσεις και κινδύνους. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η τεχνολογική αυτή εξέλιξη δεν σηματοδοτεί μία νέα ιστορική εποχή, αλλά έρχεται να ενταχθεί στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και να αλληλεπιδράσει με αυτήν. Απλώς μέσα από τις ποιοτικές αλλαγές που επιφέρει, δύναται να προκαλέσει σημαντικές μεταβολές στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι και τις διεθνείς σχέσεις.

Στην παρούσα γραφίδα θα επιχειρηθεί μία νηφάλια, επιστημονική σκιαγράφηση αιχμής των δυνητικών τάσεων, χωρίς καμία διολίσθηση σε κινδυνολογία και σενάρια επιστημονικής φαντασίας, αλλά και ούτε και καμία έκπτωση στο νεολουδισμό, ήτοι της φοβικής, οπισθοδρομικής-συντηρητικής αντίδρασης απέναντι στις μηχανές και τις νέες τεχνολογίες. Άλλωστε, η τεχνητή νοημοσύνη έρχεται να προστεθεί στην μακραίωνη σχέση ανθρώπου-μηχανής. Η όποια τεχνολογική βελτίωση αποτελεί μία πρόοδο, που υπό ορισμένες συνθήκες, μπορεί να οδηγήσει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ανθρώπινων κοινωνιών, προς όφελος της ανθρωπότητας, όπως έγινε με την εμφάνιση των ατμομηχανών, του ηλεκτρισμού, των τηλεπικοινωνιών, του αυτοματισμού στην γραμμή παραγωγής.

Εννοιολογικά, ο όρος «τεχνητή νοημοσύνη» αναφέρεται στον κλάδο της πληροφορικής, που ασχολείται με τη σχεδίαση και υλοποίηση υπολογιστικών συστημάτων τεράστιας ισχύος, που μέσω νευρωνικών δικτύων, ψηφιακών πλατφόρμων, πολύπλοκων αλγόριθμων και υπερόγκου δεδομένων, μιμούνται στοιχεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τα οποία υπονοούν ευφυΐα: μηχανική-βαθιά μάθηση, προσαρμοστικότητα, εξαγωγή συμπερασμάτων, κατανόηση από συμφραζόμενα, επίλυση προβλημάτων κλπ.

Σε παγκόσμιο οικονομικό επίπεδο, η έλευση της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής αναμένεται να προκαλέσει σημαντικές μεταβολές στην παγκόσμια αγορά εργασίας. Γενικά, η τεχνητή νοημοσύνη στην παραγωγή και τις υπηρεσίες είναι ένας συντελεστής που βελτιώνει την συνολική παραγωγικότητα και παρουσιάζει θετική συσχέτιση με την οικονομική ανάπτυξη. Από την μία πλευρά, η τεχνητή νοημοσύνη θα δημιουργήσει και νέες θέσεις εργασίας, ενώ θα αλλάξει το περιεχόμενο και τα περιγράμματα των θέσεων που θα διατηρηθούν. Όμως, από την άλλη, υπάρχει κίνδυνος για υποκατάσταση της ανθρώπινης εργασίας από την ρομποτική, που θα συνοδεύεται από απολύσεις εκατομμυρίων εργαζομένων, ανεξέλεγκτη, μαζική τεχνολογική ανεργία, αχρήστευση της ανειδίκευτης εργασίας, εκτοπισμό μεγάλων τμημάτων του εργατικού δυναμικού από την αγορά εργασίας, ακραία φτώχεια, εξαθλίωση, περιθωριοποίηση για τους πολλούς. Ωστόσο, παρά τον κίνδυνο, είναι υπαρξιακό ζήτημα για την ανθρωπότητα να εξασφαλιστούν τρόποι αντιμετώπισης και θετικές λύσεις για αυτές τις συνέπειες της χρήσης της ρομποτικής.

Σχετικά με την τεχνολογική υποαπασχόληση, υπάρχουν επιτυχή προηγούμενα αντιμετώπισής της, όπως έγινε με την είσοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ή και με την είσοδο των μηχανών στα εργοστάσια τον 18ο αιώνα, όπου μειώθηκε δραστικά το επίσημο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας. Παράλληλα, απαιτούνται μέτρα επανεκπαίδευσης των εργαζομένων. Τα μέτρα αυτά θα αποτελέσουν εγγύηση για μακροοικονομική και κοινωνική ισορροπία, που θα αποτρέψει την κατάρρευση του Κράτους Πρόνοιας και θα διασώσει την όποια «φιλελεύθερη συναίνεση». Με τον τρόπο αυτό, θα εξασφαλιστεί επαρκής ενεργός ζήτηση και κατανάλωση των νέων προϊόντων και υπηρεσιών και θα συνεχίσει να αναπαράγεται η εργατική δύναμη, η οποία άλλωστε κατασκευάζει και θέτει σε λειτουργία την τεχνητή νοημοσύνη και ρομποτική, ενώ θα αποφευχθούν και νέες κρίσεις υπερπαραγωγής. Η αρχή «λιγότερη δουλειά-δουλειά για όλους» θα σημάνει την απόδοση της αυξημένης παραγωγικότητας σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Βέβαια, το αν η εξέλιξη αυτή λάβει σάρκα και οστά εξαρτάται από τον εκάστοτε τρόπο κατανομής του πλούτου και του εισοδήματος και τις εξελίξεις στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο.

Επίσης, η εξάπλωση της τεχνητής νοημοσύνης θα αποτελέσει μία διασπαστική δύναμη στον παγκόσμιο οικονομικό ανταγωνισμό, οξύνοντας τις οικονομικές διαμάχες από τις Μεγάλες Δυνάμεις και τους επιχειρηματικούς κολοσσούς. Οι χώρες και οι επιχειρήσεις που θα προσαρμόσουν ανάλογα τις οικονομικές τους δομές και προτεραιότητες και θα καταφέρουν να ευθυγραμμίσουν σε έναν βαθμό τον οικονομικό τους σχεδιασμό με τις απαιτήσεις των μηχανών τεχνολογικής ευφυΐας, είναι πιθανό να αποκτήσουν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους και να βρεθούν σε περίοπτη ή στην χειρότερη περίπτωση, σε αξιοπρεπή θέση, στην παγκόσμια οικονομική κλίμακα.

Στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων και της παγκόσμιας σκακιέρας, η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης από τα ισχυρά κράτη προκαλεί ραγδαία ανακατάταξη δυνάμεων. Οι επενδύσεις στην τεχνητή νοημοσύνη και η αξιοποίηση των δυνατοτήτων της σε όλους τους τομείς και ιδιαίτερα, στον στρατιωτικό, αποτελούν για τις Μεγάλες Δυνάμεις ένα νέο συντελεστή ισχύος αποφασιστικής σημασίας. Έχει ειπωθεί, ότι όποιος κυριαρχήσει στον τομέα αυτό, θα ηγηθεί του κόσμου.

Η αναδυόμενη γεωπολιτική της Τεχνητής Νοημοσύνης μας δείχνει οι ΗΠΑ και η Κίνα οδηγούν την νέα τεχνολογική κούρσα, με την Κίνα να έχει αρχίσει να κατέχει το προβάδισμα, περνώντας από την έρευνα στην εφαρμογή. Διαμορφώνεται έτσι μία νέα πόλωση, ένα νέο παγκόσμιο δυοπώλιο, που ίσως αντανακλά τη δομή και την κατανομή ισχύος του διεθνούς συστήματος στο μέλλον. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα αναμένεται να χρησιμοποιήσουν την τεχνολογική πρωτοκαθεδρία ως μοχλό παγκόσμιας κυριαρχίας, προκειμένου να επεκτείνουν την σφαίρα οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής επιρροής τους. Στον νέο αυτό ανταγωνισμό ακολουθούν η Ρωσία, η Ινδία, η Ευρώπη (ιδίως Βρετανία-Γαλλία-Φιλανδία), ενώ αναδύονται και νέες δυνάμεις, κυρίως ασιατικές, όπως η Νότια Κορέα, η Σιγκαπούρη, επιπρόσθετα της Ιαπωνίας.

Συνεχίζοντας, η ευρεία στρατιωτική χρήση των τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης και ρομποτικής από τα κράτη-παίκτες, παράγει νέες ασυμμετρίες, οι οποίες εντείνουν την αβεβαιότητα και την αστάθεια στο ήδη χαώδες μεταψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα. Οι ασυμμετρίες αυτές δημιουργούνται από την δυνατότητα κυβερνοπολέμου και ανώνυμης κυβερνοεπίθεσης, τα αυτόνομα οπλικά συστήματα, τα οποία από την στιγμή που θα ενεργοποιηθούν, μπορούν να εμπλακούν, χωρίς περαιτέρω ανθρώπινη παρέμβαση, τα ρομπότ-στρατιώτες, η ευκολία και με μειωμένες τιμές πρόσβασης πολλών μικρών κρατών, αλλά και μη κρατικών δρώντων, όπως τρομοκρατικές οργανώσεις, στις αγορές drones, αλλά και σε άλλα είδη όπλων που υπάρχει η δυνατότητα να παραχθούν εύκολα από τρισδιάστατους εκτυπωτές. Λόγω αυτών των τάσεων στην στρατιωτική τεχνολογία είναι πιο δύσκολο να υπολογιστεί η ισχύς των άλλων και να προβλεφτούν οι κινήσεις τους, καθιστώντας πιο εύθραυστες και λιγότερο προβλέψιμες τις παγκόσμιες ισορροπίες ισχύος, ενώ αυξάνεται και πιθανότητα ακούσιας κλιμάκωσης πολεμικής σύρραξης.

Ως προς αυτό, υπάρχει διεθνή απαίτηση να θεσπιστούν διεθνείς κανόνες ελέγχου, επαλήθευσης, ανθρώπινης επιτήρησης της τεχνητής νοημοσύνης και των στρατιωτικών χρήσεών της, κάτι ανάλογο με τις συμφωνίες ελέγχου των πυρηνικών όπλων μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης-Ρωσίας.

Ωστόσο, η οποιαδήποτε Τεχνολογική Επανάσταση στις Στρατιωτικές Υποθέσεις δεν μεταβάλει από μόνη της την μορφή στρατηγικής και την φύση του πολέμου. Παρά τον κίνδυνο τεχνικοποίησης της στρατηγικής, η στρατιωτική τεχνητή νοημοσύνη αναμένεται να ενταχθεί στα ήδη υπάρχοντα στρατηγικά δόγματα των κρατών, ως ένα ακόμα εργαλείο. Η στρατηγική και οι διεθνείς σχέσεις είναι ανέκαθεν πολυπαραγοντικοί-διεπιστημονικοί τομείς και δεν πρέπει να δίνεται έμφαση στον τεχνολογικό μόνο παράγοντα, αλλά σε όλους τους πυλώνες, όπως οικονομία, γεωγραφία, συμμαχίες, εξοπλισμούς, διοικητική κουλτούρα. Τα αποτελέσματά της εξαρτώνται και από το συγκεκριμένο ιστορικό, πολιτικό και γεωγραφικό πλαίσιο. Οι θεμελιώδεις κλασικές στρατηγικές παραδοχές του Θουκυδίδη, του Σουν Τσου και του Κλαούζεβιτς, π.χ. περί τριβής, παραπλάνησης, παραμένουν διαχρονικά επίκαιρες, απλώς γεννώνται νέα ζητήματα. Η στρατηγική οξυδέρκεια και ιδιοφυία, που απαιτούν στοχασμό και συνθετική και κριτική ανάλυση, παραμένουν μοναδικές ιδιότητες του ανθρώπου, εξαιτίας της αξιοσημείωτης συσσωρευμένης γνώσης, κληρονομημένης από τη μακρά εξελικτική του ιστορία.