ΑΡΘΡΟ
του Αναστάσιου Πούλιου
Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Δράμας
Η αμφισβήτηση, όταν έχει επαρκή αιτιολογία, τεκμηρίωση και κυρίως αντιπρόταση, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέλιξη και την εκσυγχρονιστική προώθηση κάθε κοινωνίας, πολύ περισσότερο όταν προέρχεται από νέους ανθρώπους. Όταν μάλιστα η αμφισβήτηση που εδράζεται στα παραπάνω δεδομένα, στρέφεται κατά κρατικών επιλογών, οι οποίες φέρουν, εξ ορισμού τους, το χαρακτήρα του εξαναγκασμού, τότε η δημοκρατία μας αποκτά σημαντικά εχέγγυα ελέγχου και κριτικής των κυβερνώντων, στοιχεία δομικά για την ίδια την ύπαρξή της.
Ωστόσο τις τελευταίες εβδομάδες ζούμε ένα πρωτοφανές παράδοξο, όσον αφορά την ολοένα αυξανόμενη αμφισβήτηση της επιβολής υποχρεωτικού εμβολιασμού κατά του covid – 19 σε συγκεκριμένες κοινωνικές ή επαγγελματικές ομάδες που φέρουν αυξημένη ευθύνη (π.χ. ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό). Σημαντικός αριθμός ελλήνων πολιτών, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια ανέχθηκαν δια της απολύτου σιωπής, υπέρμετρες κρατικές (και διακρατικές) επεμβάσεις (αλλά και παρεμβάσεις) στην οικονομία, στην παιδεία, στην επικοινωνία και εν τέλει στην καθημερινότητά τους, οι οποίες υποβάθμισαν την ποιότητα ζωής όλων μας και ιδιαίτερα των νέων ανθρώπων, πολίτες που είναι πρόθυμοι να παραχωρήσουν άκριτα τα προσωπικά τους δεδομένα, προκειμένου να «κατεβάσουν» μια νέα εφαρμογή στο κινητό τους τηλέφωνο ή στο facebook, πολίτες που δημοσιεύουν αλόγιστα φωτογραφίες των ανήλικων παιδιών τους, παρά τις επανειλημμένες επισημάνσεις των κινδύνων που εμπεριέχουν παρόμοιες ενέργειες, είναι προθυμότατοι σήμερα να κατέβουν μαζικά σε πλατείες και να συμμετέχουν σε διαδηλώσεις, με σκοπό να διατρανώσουν, όχι μόνο την αντίθεσή τους στον εμβολιασμό, αλλά και την φανατική πεποίθησή τους για την, υποκρυπτόμενη σε αυτόν, ύπουλη χειραγώγηση των μαζών, υπερασπιζόμενοι συνταγματικά δικαιώματά τους που, κατ’ αυτούς, καταπατούνται βάναυσα.
Όμως, η «a la carte» στείρα αμφισβήτηση και η επιλεκτική επίκληση συνταγματικών δικαιωμάτων που καταπατούνται, είναι προφανές ότι δεν έχει καμία αναφορά στη δημοκρατία και στις θεμελιώδεις αρχές αυτής, αλλά εξυπηρετεί έναν φανατικό δικαιωματισμό που ευθέως αντιμάχεται τον δημοκρατικό φιλελευθερισμό και εν τέλει την ίδια την κοινή λογική.
Πράγματι, όπως επικαλούνται οι αντιδρώντες, το άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματός μας ορίζει ότι «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας», στην αμέσως επόμενη όμως πρόταση η διάταξη συνεχίζει: «εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη». Η κοινή λογική που ορίζει ότι η ελευθερία μου εκτείνεται έως το σημείο που αρχίζει η ελευθερία του άλλου, αλλά και η υποχρέωση σεβασμού από όλους των συνταγματικών επιταγών, αποτυπώνονται άμεσα και ξεκάθαρα στην παραπάνω διάταξη. Συνεπώς, οι περιορισμοί αλλά και οι εξαιρετικές και έκτακτες υποχρεώσεις λόγω πανδημίας, αφορούν στην προστασία της δημόσιας υγείας, άρα του «άλλου» και τελικώς του κοινωνικού συνόλου, έρχονται δε, ως εξειδίκευση του κανόνα που λέει πως κανείς δεν πρέπει να βλάπτει το διπλανό του, Ο κίνδυνος μόλυνσης του «άλλου», εάν δε λάβω τα απαραίτητα μέτρα και εάν αρνούμαι την υποχρέωση να εμβολιαστώ, προκειμένου να προστατεύσω τους ανθρώπους με τους οποίους έρχομαι σε επαφή (όπως ορίζουν τα σχετικά πορίσματα των επίσημων φορέων της παγκόσμιας ιατρικής κοινότητας), δεν είναι αναφαίρετο δικαίωμα γιατί πολύ απλά θέτει τους «άλλους» σε άμεσο κίνδυνο, αυτό ορίζει η δημοκρατία, το Σύνταγμά μας και εν τέλει η κοινή λογική…