ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

 

  • «Εν τη ενώσει η ισχύς»

 

Στο θέμα της Ένωσης των Ποντιακών Σωματείων του διευρυμένου Δήμου Δράμας είχα αναφερθεί και στο παρελθόν. Δεν βρήκα ανταπόκριση. Ίσως περάσει από το μυαλό κάποιων, που παροικούν στην παλιακή Ιερουσαλήμ, ότι στο πίσω μέρος του μυαλού μου έχω προσωπικές φιλοδοξίες. Διαβεβαιώ, όσους σκέφτονται πως κυριαρχούμαι από τέτοια κίνητρα, ότι ουδέποτε υπήρξε στο παρελθόν ούτε και τώρα υπάρχει τέτοιος στόχος.

Κι αν κάποτε βρέθηκα στη Διοίκηση του Φιλοπροοδευτικού Συλλόγου «Οι Κομνηνοί», δεν το έκανα με δική μου πρωτοβουλία ούτε και θέλησή μου, αλλά εκείνη η συμμετοχή μου ήταν αξίωση μερικών Ποντίων πρώτης γενιάς, οι οποίοι, εν αγνοία μου, με συμπεριέλαβαν στο ψηφοδέλτιο και με εξέλεξαν.

Κατά τη συγκρότηση σε σώμα μου προτάθηκε να αναλάβω τη θέση του Γεν. Γραμματέως. Εύσχημα αποποιήθηκα δηλώνοντας ότι θα ήταν καλό για τους Κομνηνούς να συνεχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του ο αείμνηστος Βίκτωρ Παπαδόπουλος, τον οποίο περιέβαλα με εκτίμηση και δεν ήθελα να του στερήσω τη δυνατότητα προσφοράς.

Εξέφρασα την επιθυμία να μην καταλάβω κανένα αξίωμα. Τους είπα ότι ήρθα να υπηρετήσω την ποντιακή ιδέα ως απλός στρατιώτης. Προέβαλα όμως την επιθυμία να μου ανατεθούν εν λευκώ τα: Οργάνωση της Βιβλιοθήκης, οργάνωση του λαογραφικού μουσείου και το θεατρικό τμήμα. Η επιθυμία έγινε αποδεκτή και διαθέτοντας αρκετό χρόνο ξεκίνησα την προσπάθεια. Στην οργάνωση της Βιβλιοθήκης με βοήθησαν δύο καλόβουλοι υπερήλικες: Ο δάσκαλος Θ. Σαλωνίδης και ο ταχυδρομικός Γ. Ευθυβούλης. Προς τιμή τους εργάσθηκαν με ζήλο και κατέγραψαν γύρω στις τρεις χιλιάδες βιβλία, τα οποία ευπρεπώς τοποθετήθηκαν στο τεράστιο έπιπλο, που κατασκεύασε ο Σύλλογος. Ένας από τους στόχους ξεκίνησε να υλοποιείται! Όμως η σκέψη μου ήταν να μην καταντήσει μουσειακό είδος, αλλά να είναι ένα ζωντανό κύτταρο παιδείας. Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί τρόπος να αρχίσει να λειτουργεί επίσημα. Εισηγήθηκα στο Δ.Σ. την πρόσληψη ενός ποντιόπουλου ως βιβλιοθηκαρίου. Η ιδέα καλή, μου είπαν, όμως ο Σύλλογος δεν έχει χρήματα για να πληρώσει τον προσληφθησόμενο βιβλιοθηκάριο.

Το μυαλό μου στράφηκε στην Αθήνα. Εξ Αθηνών το φως, τους είπα και τους έκανα γνωστή τη σκέψη μου. Ως φοιτητής γνώρισα τον αείμνηστο Ισαάκ Λαυρεντίδη με τον οποίο διατήρησα επικοινωνία και μετά το διορισμό μου στη Μέση Εκπαίδευση. Πρότεινα λοιπόν στο Δ.Σ. να τον καλέσουμε στη Δράμα και να τον ανακηρύξουμε Επίτιμο Πρόεδρος. Ήταν μια καλή ευκαιρία να μας βοηθήσει ως ανταπόδοση της τιμής να μας βρει χρήματα, αφού εκείνη την εποχή ήταν Αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων.

Η πρόταση έγινε αποδεκτή από το Δ.Σ. και κλήθηκε στη Δράμα ο αείμνηστος Ισαάκ! Έδραξα την ευκαιρία και μετά τη διάλεξη, που έκανα στο χώρο της βιβλιοθήκης, έκρινα κατάλληλη την ευκαιρία να του εκμυστηρευθώ τον πόνο του Συλλόγου. Με χαρά άκουσε την πρόταση και υποσχέθηκε σε πρώτη φάση να εξασφαλίσει 300 χιλιάδες, δηλαδή τη μισθοδοσία για μια χρονιά του βιβλιοθηκαρίου.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και κατέφθασαν οι 300 χιλιάδες. Σε κάποια συμβούλιο, που ένα από τα θέματά του ήταν η πρόσληψη του βιβλιοθηκαρίου, έπεσα από τα σύννεφα ακούγοντας την εισήγηση του αειμνήστου Προέδρου Ευριπίδη Σαμλίδη: «Εκείνα τα λεφτά (τις 300 χιλιάδες) δεν θα τα διαθέσουμε για την πρόσληψη του βιβλιοθηκαρίου. Τα έταξα στον Χ. Κιαγχίδη για να κάνουμε ξενώνα στον Άγιο Γεώργιο τον Περιστερεώτα». Μου ήρθε κεραυνός εν αιθρία. «Εκαφούριξεν το κιφάλι μ’». Σηκώθηκα, άφησα τα κλειδιά της βιβλιοθήκης επάνω στο τραπέζι και γεμάτος οργή, που την ενίσχυε το νεαρό της ηλικίας μου, δήλωσα ότι παραιτούμαι από το Συμβούλιο, άνοιξα την πόρτα κι έφυγα! Έκτοτε έγινα το μαύρο πρόβατο. Δέχθηκα λάσπη και αποκλεισμό από τις Γενικές Συνελεύσεις. Και στο τέλος διαγραφή από τους «Κομνηνούς». Κι ο λόγος, όταν ρώτησα γιατί δεν με καλούν στις Γενικές Συνελεύσεις, η απάντηση ήταν ότι με διέγραψαν, γιατί δεν πλήρωνα συνδρομές. Προφάσεις εν αμαρτίαις. Άλλα αι βουλαί των κυρίων, αν και τους δήλωσα εις επήκοον των συμμετεχόντων στη Γ.Σ. ότι δεν έχω καμία φιλοδοξία. Θα εξακολουθώ να είμαι στρατιώτης ποντιακής ιδέας. Φαίνεται πως ούτε αυτό τους έπεισε. Κι έτσι βρέθηκα έξω από την οικογένεια των «Κομνηνών». Δεν μπορούσα ως απόγονος της χιλιοπληγωμένης και μαρτυρικής γενιάς να ρίξω πίσω μου τον λίθο του αναθέματος. Προσέφερα και εξακολουθώ να προσφέρω τις ταπεινές μου δυνάμεις όχι μόνο στους Ποντιακούς Συλλόγους, αλλά και στους άλλους προσφυγικούς (για μένα είναι όλοι αδέλφιά μου), όταν μου το ζητήσουν. Και είναι χαρά και τιμή η ελάχιστη βοήθεια, που προσφέρει η ταπεινότητά μου. Και η προσφορά μου δεν εξαντλείται μόνο στους οργανωμένους Συλλόγους, αλλά και σε μεμονωμένα άτομα, τα οποία ασχολούνται με τα ποντιακά γράμματα και ζητούν τη βοήθειά μου. Το κάνω με χαρά χωρίς να περιμένω αντάλλαγμα. Την εντολή των αειμνήστων γεννητόρων μου εκτελώ.

(συνεχίζεται…)