ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

  • Συμβολή στη μελέτη της τοπικής ιστορίας

 

Η ενασχόληση με την έρευνα και μελέτη της τοπικής ιστορίας στα ζοφερά χρόνια της Τουρκοκρατίας εύλογα προκαλεί τον θαυμασμό και τη γοητεία. Και τούτο, γιατί πρόκειται για την περίοδο εκείνη κατά την οποία ο Ελληνισμός της Δράμας, αλλά και γενικότερα της Ελλάδος, περνούσε δια πυρός και σιδήρου. Και παρ’ όλη τη μεγάλη επικινδυνότητα που διήρχετο ο Ελληνισμός της Δράμας, εύρισκε το κουράγιο να ασχοληθεί με την άσκηση των θρησκευτικών του καθηκόντων, αλλά και με τη μόρφωσή το, με την ανέγερση ιερών ναών, αλλά και καλαίσθητων και λειτουργικών εκπαιδευτηρίων, στα οποία φοιτούσαν όχι μόνο οι άρρενες, αλλά και οι θηλείς και μάλιστα ο αριθμός των φοιτούντων ήταν υψηλός σε σχέση με τον ελληνικό πληθυσμό. Ερευνώντας κανείς την κατάσταση της παιδείας στο νομό μας, διαπιστώνει με μεγάλη ικανοποίηση τη λειτουργία σχολείου και στους πιο μικρούς οικισμούς.

Παράλληλα με την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων τους οι Δραμινοί και την προσφορά παιδείας είχαν το κουράγιο και την ευαισθησία να ιδρύσουν και Συλλόγους με σκοπούς κοινωνικούς, αθλητικούς και φιλανθρωπικούς. Ο εσώτερος όμως στόχος της ίδρυσης των Συλλόγων αυτών ήταν να ενισχύσουν το θρησκευτικό συναίσθημα, αποτρέποντας την εξωμοσία και την προσχώρηση στον εξαρχισμό, που εμφανίστηκε πολύ επιθετικός στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, αλλά και για να διατηρήσουν τη διαχρονική παράδοσή μας και να στηρίξουν και να ενισχύσουν το εθνικό φρόνημα διατηρώντας άρρηκτη την ομοψυχία των Ελλήνων.

Πρωτεύοντα ρόλο στην προσπάθεια αυτή, που κράτησε στητό κι ολόρθο τον Ελληνισμό, έπαιξε το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την εκλογή στις Μητροπόλεις της Μακεδονίας Ιεραρχών φωτισμένων, θαρραλέων και μαχητών με πλήρη συνείδηση της μεγάλης επικινδυνότητας του αξιώματος, το οποίο με τη θέλησή τους αναλαμβάνανε και μάλιστα στο θεωρούσαν τιμή να δεινοπαθήσουν, αλλά και για να θυσιασθούν για χάρη του ποιμνίου τους (Χρυσόστομος Καλαφάτης, Αγαθάγγελος ο Μαγνής, Φώτιος Καλπίδης, Γερμανός Καραβαγγέλης κ.ά.).

Στο έργο της εμψύχωσης και της στερέωσης του φρονήματος του Ελληνισμού συνέβαλαν και φωτισμένοι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι είχαν κλείσει βαθιά μέσα τους την ιδέα του Ελληνισμού, αψηφώντας ακόμη και την ίδια τους τη ζωή.

Στο σημερινό μας άρθρο θα αναφερθούμε, όσο μας το επιτρέπουν οι βιβλιογραφικές πηγές, στην προσφορά του Γεωργίου Χατζηκυριάκου, υποεπιθεωρητού της Παιδείας, ο οποίος τελούσε κάτω από τη διεύθυνση και εποπτεία του Δημητρίου Σάρρου, ο οποίος υπηρέτησε ως Γενικός Επιθεωρητής των Σχολείων των ορθοδόξων Κοινοτήτων των βιλαετίων της Θεσσαλονίκης και του ελληνικωτάτου Μοναστηρίου, το οποίο δυστυχώς ξεκόπηκε από τον εθνικό κορμό εξαιτίας της ανθελληνικής συμπεριφοράς των Μεγάλων της εποχής, οι οποίοι ρυθμίζανε τις τύχες των μικρών, ανάλογα με τα δικά τους συμφέροντα, κυρίως τα οικονομικά. Δυστυχώς αυτή η τακτική συνεχίζεται αδιάλειπτα μέχρι τις ημέρες μας.

Με το από 25 Σεπτεμβρίου 1904 έγγραφό του ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’ (1878-1884 και 1901-1912) κάνει γνωστό στους Μητροπολίτες Σερρών, Δράμας, Ελευθερουπόλεως, Ξάνθης, Νευροκοπίου, Μελενίκου, Βοδενών (Έδεσσας), Βερροίας και Κίτρους ότι έδωσε ιδιαίτερη εντολή στον Χατζηκυριάκου με σκοπό να εξετάσει τη λειτουργία των εκπαιδευτηρίων. Γι’ αυτό συνιστά στους πιο πάνω Μητροπολίτες να τον περιβάλλουν με εμπιστοσύνη και αγάπη, αλλά και προσοχή και περίσκεψη, να συσκέπτονται συχνά μαζί του παρακολουθώντας και ενισχύοντάς τον στο δύσκολο πράγματι έργο του.

Για δύο σχεδόν χρόνια ο Χατζηκυριάκου επιτελεί με ιερό πάθος το έργο του, συνεργάζεται άωογα με τους Μητροπολίτες και καταγράφει με κάθε δυνατή λεπτομέρεια την κατάσταση λειτουργίας των Εκπαιδευτηρίων της Μακεδονίας.

(συνεχίζεται…)