Την τελευταία του πνοή, μετά βραχεία νοσηλεία στο Ιατρικό Διαβαλκανικό άφησε χθες στη Θεσσαλονίκη ο Δημήτρης Φατούρος.

 

Ο Δημήτρης Φατούρος, μια πολυδύναμη προσωπικότητα – ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ, αρχιτέκτονας, εικαστικός και συγγραφέας είχε γεννηθεί στην Αθήνα το 1928. Πάνω στην πυκνή διαδρομή της ζωής του αναγνωρίζονται πτυχές της ελληνικής και εν πολλοίς της ευρωπαϊκής μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής ιστορίας.

 

Αρχιτεκτονική σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, από το οποίο αποφοίτησε το 1952. Στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου, από το 1945 έως το 1947, μαθήτευσε στο Εργαστήριο του ζωγράφου και αρχιτέκτονα Παναγιώτη Μάρθα.

Η ακαδημαϊκή του διαδρομή άρχισε με τη θητεία του ως Επιμελητής στο ΕΜΠ, από το 1953 έως το 1959, στις έδρες του Δημήτρη Πικιώνη και εν συνεχεία του Χατζηκυριάκου-Γκίκα. Το 1959 εξελέγη Καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο οποίο δίδαξε συνεχώς έως το 1996.

Έχει ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτωρ της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών και του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Κατά το 1966-67 υπήρξε Visiting Fellow στο Πανεπιστήμιο του Yale.

Επανειλημμένως, ως προσκεκλημένος καθηγητής, για μικρότερα διαστήματα, έχει εργασθεί με πλούσια ερευνητικά αποτελέσματα, ή έχει δώσει διαλέξεις σε Σχολές Αρχιτεκτονικής στην Ευρώπη, το Ισραήλ, την Ιαπωνία και την Αυστραλία. Ήταν παντρεμένος με την καθηγήτρια του ΑΠΘ Μίκα Χαρίτου-Φατούρου.

Ως αρχιτέκτονας και καθηγητής της Αρχιτεκτονικής ο Δημήτρης Φατούρος κατείχε προέχουσα θέση στη διαμόρφωση του ελληνικού μεταπολεμικού αρχιτεκτονικού μοντερνισμού, με πρωταγωνιστική, μάλιστα, εμπλοκή στην διεθνή συζήτηση για το μετατοπιζόμενο ρόλο της Αρχιτεκτονικής μέσα στους μεγάλους κοινωνικούς μετασχηματισμούς των τελευταίων δεκαετιών.

Στη δυναμική της ακαδημαϊκής του παρουσίας, στον ανανεωτικό ανακαθορισμό των ορίων της Αρχιτεκτονικής και στην εξωστρέφεια των δημιουργικών πρωτοβουλιών του οφείλεται, κυρίως, η αναγνώριση της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΑΠΘ μεταξύ των καλών Αρχιτεκτονικών Σχολών διεθνώς, με χαρακτηριστική στιγμή την πρόσκλησή του Φατούρου από τον Francesco Dal Co της Biennale της Βενετίας του 1991, μαζί με τη Σχολή της Θεσσαλονίκης, μεταξύ 20 σχολών Αρχιτεκτονικής από όλο τον κόσμο. Μέχρι την αποχώρησή του από το ΑΠΘ, το 1996, ο Φατούρος δίνει στη Σχολή το στίγμα της και παραμένει το πρόσωπο κεντρικής ακαδημαϊκής αναφοράς της.

Ως καθηγητής ο Δ.Α.Φατούρος συμμετείχε πάντοτε δραστήρια στη δημόσια συζήτηση για την οργάνωση και την ανανέωση των δομών του Ελληνικού Πανεπιστημίου, με τη συμμετοχή του τόσο σε πρωτοβουλίες διατύπωσης προτάσεων (πχ Μέλος της τριμελούς Γραμματείας του Πανεπιστημιακού Ομίλου) ή σε θέσεις διεύθυνσης των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ή και σχεδιασμού της κεντρικής πολιτικής για την Ανώτατη εκπαίδευση (πχ Πρόεδρος του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ, Κοσμήτορας της Πολυτεχνικής Σχολής, Πρύτανης του ΑΠΘ από το 1983 έως το 1988, Γενικός Διευθυντής Ανώτατης Εκπαίδευσης στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1974, υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου το 1993), υπερασπιζόμενος πάντα τον εκσυγχρονισμό των δομών του Πανεπιστημίου, στο ευνοϊκό τοπίο του νέου Νόμου Πλαίσιο για τα ΑΕΙ.

Η συμμετοχή του στη δημόσια ζωή σε θέσεις κοινωνικής ευθύνης είναι συνεχής, όσο κάθε φορά η συγκυρία το επέβαλε (Δραστήριο μέλος της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας «Τέχνη» στη Θεσσαλονίκη, εκλεγμένος πρόεδρος του ΣΑΔΑΣ στην τελευταία φάση της Δικτατορίας, σχέση με αντιδικτατορικές συσπειρώσεις, στην έκδοση «18 Κείμενα», στο περιοδικό «Συνέχεια», συμμετοχή στον Αντιμοναρχικό Αγώνα, Συντονιστής της Οργανωτικής Επιτροπής για το Αττικό Πανεπιστήμιο, Πρόεδρος στην Επιτροπή Πολιτισμού της ΕΟΚ, των δέκα τότε κρατών μελών, υποψήφιος Δήμαρχος Θεσσαλονίκης, Πρόεδρος του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης κ.α.)

Εμπνευσμένος καθηγητής, αφιερωμένος στο διδακτικό λειτούργημα, με μεγάλη αποδοχή από τους φοιτητές και τις φοιτήτριές του, που μέχρι πρόσφατα τον προσφωνούσαν «δάσκαλε» ή απλώς «Μίμη», και με συμμετοχή, συχνά ως ιδρυτικό μέλος σε αρχιτεκτονικές εταιρείες και πρωτοβουλίες για την Αρχιτεκτονική εντός Ελλάδος αλλά και διεθνώς, έχει συγγράψει περισσότερα από είκοσι αυτοτελή βιβλία για την Αρχιτεκτονική («Μαθήματα συστηματικής Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής», «Αρχιτεκτονική Οργάνωση και Έκφραση», «Η Επιμονή της Αρχιτεκτονικής», «Ίχνος Χρόνου» κα) και κείμενα για την Τέχνη και έχει επιμεληθεί μεγάλο αριθμό ερευνητικών εκδόσεων του «Εργαστηρίου Αρχιτεκτονικής Εσωτερικών Χώρων και Βιομηχανικής Αισθητικής», το οποίο ίδρυσε και διηύθυνε.

Δημοσίευσε περισσότερα από τριακόσια επιστημονικά άρθρα για την αρχιτεκτονική και την τέχνη, σε ελληνικά και διεθνή περιοδικά, σε συλλογικούς τόμους και σε λεξικά αρχιτεκτονικής, καθώς και επιφυλλίδες σχολιασμού της επικαιρότητας στον ημερήσιο τύπο, κυρίως στο ΒΗΜΑ.

Έχει εκδώσει, σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, πέντε ποιητικές συλλογές. Το εφαρμοσμένο αρχιτεκτονικό του έργο αφορά σε σπουδαία παραδείγματα του ελληνικού μοντερνισμού – τόσο σε έργα δημόσιας παραγγελίας (πχ. το κλειστό Κολυμβητήριο της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων στον Πειραιά, το Σχολικό συγκρότημα Λαγκαδά, η Εθνική Πινακοθήκη, το Αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας, το Αρχαιολογικό Μουσείο Φιλίππων, το Πάρκο στα νερά της Αγίας Βαρβάρας στη Δράμα κα), όσο και σε ιδιωτικά έργα, κυρίως κατοικίες (πχ κατοικία Καζάζη στη Θεσσαλονίκη, Κατοικία Λάγια στο Μαρκόπουλο, κατοικία Τσουκαλά στην Αίγινα κα) αλλά και σε ειδικότερες μελέτες (πχ έπιπλα και ειδικοί εξοπλισμοί για το ίδρυμα «Θεοτόκος», σχεδίαση σκηνικών χώρων κα).

Το σύνολο του αρχιτεκτονικού μελετητικού του έργου, με έκδοση περιεκτικού καταλόγου, στον οποίο, εκτός από ένα σχεδίασμα της αυτοβιογραφίας του, περιλαμβάνονται κείμενα ανάγνωσης και ερμηνείας του, γραμμένα από μεγάλο αριθμό κριτικών της Αρχιτεκτονικής, παρουσιάσθηκε σε δύο μεγάλες εκθέσεις: Μουσείο Μπενάκη ( 2009) και Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών του ΑΠΘ, (2010).

Το ζωγραφικό του έργο, συνεχές και πυκνό μέχρι το 1966, σε εκθέσεις ατομικές και ομαδικές, εντός και εκτός Ελλάδος, στο σύνολό του παρουσιάσθηκε από το ΜΙΕΤ σε μεγάλη αναδρομική έκθεση το 2017.

Το Αρχείο του Αρχιτεκτονικού Έργου του Δημήτρη Φατούρου βρίσκεται στα Αρχεία Νεότερης Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη στην Αθήνα. Το Αρχείο της Ακαδημαϊκής του Δραστηριότητας και μικρότερα Αρχεία σχετικά με δημόσιες θέσεις που σε διάφορες στιγμές που Δημήτρης Φατούρος κατείχε βρίσκεται στο Παράρτημα του ΕΛΙΑ της Θεσσαλονίκης, στο ΜΙΕΤ. Το σύνολο του εικαστικού του έργου, το οποίο δεν ανήκει σε ιδιωτικές συλλογές, έχει δωρηθεί από τον ίδιο στο ΜΙΕΤ. Ο Δημήτρης Φατούρος ήταν από το 1997 παντρεμένος με την Ευαγγελία Τρέσσου, καθηγήτρια στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ.

H Ελένη Χοντολίδου γράφει για τον Δημήτρη Φατούρο Μίμης Φατούρος | Ο δάσκαλος, ο αρχιτέκτονας, ο ζωγράφος Γεννημένος το 1928 υπήρξε δάσκαλος όλων σχεδόν των εν ενεργεία αρχιτεκτόνων της Θεσσαλονίκης (1959-96). Πρύτανης του ΑΠΘ (1983-88) και εξωκοινοβουλευτικός υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (1993-1994). Το 1990 ήταν υποψήφιος δήμαρχος Θεσσαλονίκης με τη στήριξη του ΠΑΣΟΚ και της Αριστεράς, αλλά έχασε για ελάχιστες ψήφους από τον Ντίνο Κοσμόπουλο. Πολιτικό ον με γνήσιο ενδιαφέρον για την πολιτική ζωή του τόπου, από τον μικρόκοσμο της Σχολής του μέχρι την πόλη και τη χώρα.

Ισότιμος συνομιλητής με όλα τα ιερά τέρατα της Αρχιτεκτονικής (Πικιώνης, Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Μιχελής…). Από το 1996 είναι ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ. Υπήρξε Visiting Fellow στο Πανεπιστήμιο Yale, ενώ έχει διδάξει και δώσει διαλέξεις και σε πολλά πανεπιστήμια της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Φατούρος έχει αναπτύξει πλούσιο αρχιτεκτονικό και συγγραφικό έργο και, την περίοδο ως το 1966, καλλιτεχνικό ως ζωγράφος. Τιμήθηκε από τη χώρα και αγαπήθηκε από τους φοιτητές και τις φοιτήτριές του όσο λίγοι δάσκαλοι. Ίσως γιατί ήταν εκεί παρών στην αρχή των αγώνων εναντίον της δικτατορίας. Οι βοηθοί του, συνάδελφοί του σήμερα, κέρδισαν πολλά από τη μαθητεία μαζί του. Ακούραστος πάντοτε συμμετείχε ως μέλος και Πρόεδρος σε πολλές σημαντικές διοικητικές θέσεις (Πανελλήνιος Σύλλογος Αρχιτεκτόνων 73-75, του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών 81-91, του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης 98-01, του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας 01-05 κ.ά. Διετέλεσε γενικός διευθυντής Ανώτατης Εκπαίδευσης του ΥΠΕΠΘ (Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 1974) και υπουργός Παιδείας (1993-1994). Συνέβαλε στη διαμόρφωση της εικόνας της νεότερης ελληνικής αρχιτεκτονικής με σεβασμό στο ελληνικό τοπίο, χωρίς παραδοσιολαγνεία. Έχει σχεδιάσει δημόσια κτήρια, όπως η Εθνική Πινακοθήκη, με τον Π. Μυλωνά (1957-1967), τα μουσεία του Πολύγυρου (1964-1966), των Φιλίππων (1962-1964) και της Kαβάλας (1962-1964) με τον Ι. Τριανταφυλλίδη, το Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου στη Θεσσαλονίκη με τους Γ. Μπαξεβάνη, Γ. Παναγιωτίδη, Κ. Πασιά, (1982-1985). Ξεχωρίζουν οι κατοικίες που σχεδίασε (Αίγινα 1996-1997, Μαρκόπουλου 1994- 1995 και του Πανοράματος, οικία Καζάζη, 1963-1964). Το αρχείο του δωρήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη, όπου και έγινε έκθεση το 2009 (με επανάληψη στη Θεσσαλονίκη). *Γραμμένο για το τεύχος των 30 χρόνων της parallaxi Ακολουθεί η συνέντευξη του στην parallaxi: Δημήτρης Φατούρος: “Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη μεγαλειώδης”  Συνέντευξη στην Εύη Καρκίτη – November 14, 2011 Με τον χαρακτηριστικό ήπιο λόγο του ο 83χρονος, σήμερα, Δημήτρης Φατούρος, αρχιτέκτων και πανεπιστημιακός, μας μιλά για τη Θεσσαλονίκη, το μέλλον, την κρίση και εξηγεί γιατί δεν πρέπει να πέσουμε στην παγίδα της αυτοτιμωρίας. – Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη μεγαλειώδης. Την κάνει τέτοια το γεγονός πως εμπεριέχει μέσα της εκείνο το κομμάτι της Ευρώπης που συναντά την Ανατολή. Έχει να επιδείξει ένα τεράστιο πλούτο πνευματικών και φαντασιακών υποθέσεων ζωής. Μέσω της ιστορίας της κατανόησε τι στα αλήθεια σημαίνει συμβίωση των ανθρώπων και έμαθε να εκτιμά την αξία της ανθρώπινης ζωής και της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι η πόλη που έχει δει το πρόσωπο του «άλλου». – Για να γίνει στην πόλη καλύτερη η ζωή πρέπει πρώτα να αποκατασταθεί η σχέση των ανθρώπων με το μεγαλειώδη, ερωτικό κόλπο του Θερμαϊκού. Το ενεργητικό μέτωπό της πρέπει να επεκταθεί από το αεροδρόμιο μέχρι τις εκβολές του Αξιού. Σήμερα η σχέση μας με τη θάλασσα είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Είναι σαν να έχουμε γυρίσει την πλάτη μας σε αυτήν. Η ανάπτυξη μιας νέας, ερωτικής σχέσης με τη θάλασσά μας, με την ικανότητα μιας ευγενούς φαντασίας, όχι μόνο θα μας κάνει καλό αλλά θα φέρει και επισκέπτες στην πόλη. Έχουμε όλοι ανάγκη αυτή τη σχέση ελπίδας και επικοινωνίας. -Η Θεσσαλονίκη έχει πολλές γοητευτικές γωνίες και κάποια κτήρια που θεωρώ πως λειτουργούν ως ζωντανοί οργανισμοί. Το Αρχαιολογικό Μουσείο, το Βυζαντινό και το Δημαρχείο της χαρίζουν ένα διεθνές πρόσωπο παρά τις αντιρρήσεις που μπορεί να έχουν κάποιοι. Διαθέτει επίσης υπέροχα μουσεία, όπως το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης ή το Κρατικό, με τη Συλλογή Κωστάκη. Υπάρχουν όμως και περιοχές γεμάτες ασχήμια. Παντού υπάρχει ασχήμια. Θα τη βρει κανείς και στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη και το Βερολίνο. -Ήρθα στη Θεσσαλονίκη το 1958. Τότε ζούσαν σε αυτήν 250.000 άνθρωποι. Ήταν τελείως διαφορετική η σχέση τους με τον δημόσιο χώρο. Τα προβλήματα νομίζω πως σχετίζονται τόσο με την αύξηση του αριθμού των κατοίκων όσο και τις συνήθειες που καλλιεργήθηκαν μέσα στο χρόνο. Ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στα ζητήματα αυτά είναι κρίσιμος. Δεν μπορεί να κλείνει τα μάτια της στην αυθαιρεσία ώστε να εξασφαλίσει την επιβίωση της. – Ο Γιάννης Μπουτάρης νομίζω πως βρίσκεται στον σωστό δρόμο. Η καθημερινή ζωή όμως δεν είναι δυνατό να βελτιωθεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Οι καθημερινότητες δεν αλλάζουν μια Δευτέρα πρωί. -Η κρίση που τώρα μαστίζει τη χώρα έχει εντελώς διαφορετικό υπόβαθρο από τις δυσκολίες που πέρασε για παράδειγμα στην Κατοχή ή την Χούντα. Τότε, γνώριζες τον εχθρό. Υπήρχε σαφής αντιπαράθεση με τον αντίπαλο. Επιπλέον υπήρχε μια Ευρώπη που με τον πολιτισμό και τις ιδέες της ήταν το όχημα των ελπίδων. Σήμερα ούτε και η Ευρώπη μπορεί να αντιμετωπίσει τη λαίλαπα των Χρηματιστηρίων. Είναι βαθιά συνδεδεμένη με τα διεθνή χρηματοοικονομικά. – Η γενιά μου έχει τεράστιες ευθύνες για τη δοκιμασία που περνά σήμερα ο τόπος. Έχει κάνει λάθη. Κανείς όμως δεν είναι διατεθειμένος να το παραδεχτεί. Από την άλλη δεν ξεχνώ ποτέ την αλληλουχία των γεγονότων από τη δεκαετία του ’30 έως εκείνη του ’60 και τα όνειρα που χτίστηκαν μέσα σε αυτές. Δυστυχώς όμως πολλά από τα όνειρα αυτά δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. -Γι αυτό και με απογοητεύει από το πνεύμα της αυτοκαταγγελίας και του αυτοεξευτελισμού που βλέπω να κερδίζει έδαφος. Η καταγγελία είναι εύκολη. Δεν μας χρειάζεται αυτομαστίγωμα αλλά αναστοχασμός και ψύχραιμη εκτίμηση των γεγονότων. -Με τρομάζει το πόσο συχνά ακούω γύρω μου τη λέξη «μαλ….». Είναι αποκαλυπτική της απουσίας εκτίμησης του άλλου. Ανησυχώ που μέσω των νέων τεχνολογιών η γλώσσα αρχίζει να συρρικνώνεται μέσα σε λέξεις- σλόγκαν που χρησιμοποιεί η διαφήμιση. Δεν ξέρω γιατί πρέπει αναγκαστικά να αποδεχτώ κάθε καινούργια τάση ή μόδα. Πουθενά δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι ο μελλοντικός κόσμος θα είναι καλύτερος από το σημερινό. -Το σημαντικότερο πράγμα που έμαθα στη ζωή μου είναι η αξία του να καταλαβαίνεις τον άλλο. Μου μιλούσε γι αυτό ο Πικιώνης, ο δάσκαλος μου, το έλεγα και εγώ στους δικούς μου φοιτητές, Με το χρόνο όμως διαπίστωσα πόσο πολύτιμο είναι να μην ορμάς εναντίον του άλλου αλλά να τον ακούς. Εάν δεν το κάνεις, η αγριότητα που τόσο συχνά διαπιστώνουμε στον δημόσιο χώρο εισέρχεται στην ιδιωτική μας ζωή.

Πηγή: parallaximag.gr