ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
Τ. Λυκειάρχη
Έφυγε από κοντά μας ο ζωγράφος της Δράμας, ο ζωγράφος της νεκρής φύσης, ο ζωγράφος της προσωπογραφίας, ο Πάνος Βαφειάδης, ο αυτοδίδακτος ζωγράφος. Τύφλα να ‘χουν μπροστά του και οι κάτοχοι πτυχίων ζωγραφικής.
Είχα την τύχη να συνεργαστώ μαζί του αρκετές φορές! Όχι τόσο, γιατί ήταν συντοπίτης μας. Έχω μια αδυναμία στους συντοπίτες δημιουργούς, στους ιερουργούς της πέννας και του πινέλου.
Οι πιο πολλοί εγκλωβισμένοι στο καβούκι της Δράμας. Λίγοι καταφέρνουν ν’ ανοίξουν τα φτερά τους έξω από τα όρια της ευλογημένης Ηδωνίδας Γης. Τους λείπει ο μπάρμπας στην Κορώνη. Μα και οι Δραμινοί δεν πάνε πίσω.
Χωρίς φόβο και πάθος δεν σκύβουν πάνω από το έργο τους. Άστον, ποιος είναι κι αυτός; μονολογούν και κάποτε τολμούν να ρίξουν παντελώς άδικα τη χολή τους. Είναι στο DNA τους ν’ ανοίγουν τις αγκαλιές τους στους ξενοχωρίτες. Και με καύχημα να τους εκθειάζουν κι ας είναι μετριότητες. Κι ακόμη με χαρά να ενώνουν τα αίματά τους. Να τους κάνουν γαμπρούς.
Ξεπέρασε κάποια στιγμή τα όρια της δραμινής γης ο Πάνος. Δεν χώραγε ασφαλώς στο κατεστημένο του Κλεινού Άστεως. Και γύρισε στη Δράμα. Μα οι οιακοστρόφοι της προτίμησαν να τον δουν με γυριστή την πλάτη – τρόπος του λέγειν. Δεν ζητούσε πολλά ο Πάνος. Ζητούσε ελάχιστα για να ζήσει και να δημιουργήσει. Και να δημιουργήσει εντυπωσιακά. Ούτε κι έπαιρναν τα μυαλά του αέρα. Δεν ήταν τέτοιος χαρακτήρας.
Είχα την τύχη να βρεθώ σε μια έκθεσή του. Εντυπωσιάστηκα. Με τη νεκρή φύση και τις προσωπογραφίες. Ακόμη λιγουρεύομαι τα μήλα στάρκιν, που σου ερχόταν να τα αρπάξεις και να τα γευτείς. Και εκείνες οι προσωπογραφίες ολοζώντανες, έτοιμες να βγουν από το κάδρο και να ανοίξουν διάλογο μαζί σου. Και να σου πουν πολλά. Να σου πουν πως τσιγκουνεύεις την αγάπη σου για το τέκνο σου. Κι εκείνες οι τοπογραφίες ολοζώντανες.
Είχα σύντομη συνομιλία μαζί του και του πρότεινα συνεργασία με την Εταιρεία Δραμινών Μελετών. Θεώρησα υποχρέωση η Εταιρεία να τον αγκαλιάσει με τις μικρές, όμως θερμές της δυνάμεις, που διέθετε για κάθε Δραμινό δημιουργό, ο οποίος αγωνίζεται με σεμνότητα να γίνει πρεσβευτής του τόπου, που γεννήθηκε.
Οργανώσαμε μερικές εκθέσεις, κατά τις οποίες εξάραμε το έργο του, παροτρύνοντας τους οιακοστρόφους του τόπου να τον απαλλάξουν από το άγχος της επιβίωσης. Δυστυχώς ο Πάνος, ο θαυμάσιος χειριστής του πινέλου, έμεινε μόνος να δίνει τον σκληρό αγώνα της ζωής. Το αγκάλιασμα ούτε τόσο θερμό ούτε τόσο διαρκές.
Θεωρώ τιμή μου, που τρία βιβλία μου έχουν ως εξώφυλλο πίνακες του Πάνου. Επ’ αμοιβή βέβαια όχι ως εξαργύρωση της φιλίας. Θα ήταν παντελώς ανεπίτρεπτο και ως σκέψη ακόμη κάτι τέτοιο. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι περισσότερο η ταπεινότητά μου για τον Πάνο.
Διατηρώ ανεξίτηλη την επίσκεψή μου στο εργαστήριό του. Λιγόλογος, σεμνός, χαμένος στους συλλογισμούς του πάσχιζε να χαλιναγωγεί το ατίθασο πινέλο και να το κάνει υπάκουο συνεργάτη του.
Η τελευταία μας συνάντηση ήταν σ’ ένα παλιό γκαιρίσιο της οδού Ναβαρίνου. Μελαγχόλησα. Δεν είπα τίποτε. Έφυγα πικραμένος. Τέτοια τύχη για τον Πάνο!
Ευελπιστώ πως ο Άγιος Πέτρος τον υποδέχθηκε θερμά στην αγκαλιά του και του ανέθεσε να ζωγραφίζει μορφές, που μαρτύρησαν για την ορθόδοξη πίστη τους. Έχει να κάνει πολλή δουλειά εκεί πάνω ο Πάνος, γιατί η Ορθόδοξη πίστη μας δεν έχει τελειωμό να αγιοκατατάσσει μάρτυρες της ακόμη και σε ειρηνικούς καιρούς.
Έστω και αργά ας είναι οι λιτές αυτές γραμμές ευλαβικό μνημόσυνο για την ψυχή του Πάνου, που έφυγε αθόρυβα από κοντά μας αφήνοντας αξεθώριαστη την ταυτότητά του.