ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΔΡΑΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟ 2019 ΕΙΝΑΙ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΚΛΗΡΟ ΠΟΥ «ΚΡΑΤΗΣΕ ΤΟ ΙΛΑΡΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΒΡΕΚΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ ΑΣΒΕΣΤΟ»

 

 

  • Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δράμας κ. Παύλος: Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Δράμας μέ την ἔκδοση τοῦ ἐφετεινοῦ ἡμερολογίου ἀποδίδει τον ὀφειλόμενο σεβασμό, τήν τιμή καί τό ἀμαράντινο στεφάνι τῆς δόξας στούς κληρικούς της, πού πιστοί ἄχρι θανάτου στό ἱερό τους καθῆκον ἐφάρμοσαν κατά γράμμα τήν προτροπή τοῦ Κυρίου πρός τούς μαθητές Του «Ὁ Ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων» (Ἰω. 10, 11)

 

Αφιερωμένο στον ιερό κλήρο που «κράτησε τό ἱλαρό φῶς τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἑλληνικότητος τοῦ αἱματόβρεκτου τόπου μας ἄσβεστο» είναι αφιερώμενο το ημερολόγιο Ιεράς Μητρόπολης Δράμας για το 2019. Χαρακτηριστικά το εξώφυλλο του ημερολογίου κοσμεί η εικόνα των 172 οσιομαρτύρων της Εικοσιφοίνισσας. Όπως αναφέρει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δράμας κ. Παύλος, στον πρόλογο της έκδοσης: Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Δράμας μέ την ἔκδοση τοῦ ἐφετεινοῦ ἡμερολογίου ἀποδίδει τον ὀφειλόμενο σεβασμό, τήν τιμή καί τό ἀμαράντινο στεφάνι τῆς δόξας στούς κληρικούς της, πού πιστοί ἄχρι θανάτου στό ἱερό τους καθῆκον ἐφάρμοσαν κατά γράμμα τήν προτροπή τοῦ Κυρίου πρός τούς μαθητές Του «Ὁ Ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων» (Ἰω. 10, 11)

Αναλυτικά το περιεχόμενο του ημερολογίου έχει ως εξής:

 

Πρόλογος Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Δράμας κ. Παύλου

 

Στον πρόλογο του Ημερολογίου ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δράμας κ. Παύλος αναφέρει:

Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Δράμας μέ την ἔκδοση τοῦ ἐφετεινοῦ ἡμερολογίου ἀποδίδει τον ὀφειλόμενο σεβασμό, τήν τιμή καί τό ἀμαράντινο στεφάνι τῆς δόξας στούς κληρικούς της, πού πιστοί ἄχρι θανάτου στό ἱερό τους καθῆκον ἐφάρμοσαν κατά γράμμα τήν προτροπή τοῦ Κυρίου πρός τούς μαθητές Του «Ὁ Ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων» (Ἰω. 10, 11).

Σέ χρόνια δίσεκτα, πού τό βαθύ σκοτάδι τῆς Ὀθωμανοκρατίας καί ἀργότερα τῆς Βουλγαρικῆς τρομοκρατίας κάλυπτε τήν περιοχή μας, ὁ ἱερός κλῆρος κράτησε τό ἱλαρό φῶς τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἑλληνικότητος τοῦ αἱματόβρεκτου τόπου μας ἄσβεστο.

Πολλοί ἀναδείχθηκαν μάρτυρες τοῦ καθήκοντος καί πολύ περισσότεροι ὁμολογητές, «θλιβόμενοι, ὑστερούμενοι, κακουχούμενοι, διωκόμενοι, ὑβριζόμενοι», αἰχμάλωτοι καί ὅμηροι.

Δέν ἔγιναν ριψάσπιδες, παρέμειναν πιστοί λειτουργοί τοῦ Ἐσταυρωμένου καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ.

Γιά νά μήν ξεθωριάσει ἡ μνήμη τους, εὐλαβικά τούς ἐπαναφέρουμε στό προσκήνιο τῆς ἱστορίας. Δυστυχῶς, στόν τόπο μας ξεχνοῦμε πολύ γρήγορα, μέ ἀποτέλεσμα ἡ ἀχαριστία καί ἡ ἀγνωμοσύνη τῶν κατά καιρούς κρατούντων νά εἶναι ἔκδηλη πρός τήν τροφό τοῦ Γένους μας, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καί τόν ἱερό κλῆρο της.

Ξεχνοῦμε ὅτι μέσα στούς κατανυκτικούς μεταβυζαντινούς κυρίως ναούς οἱ κληρικοί μας διέσωσαν τόν Ἑλληνισμό – τή γλῶσσα του, τήν ἱστορία του, τήν ταυτότητά του. Δέν ἄφησαν νά μαράνει ὁ πάγος τῆς Ὀθωμανικῆς και τῆς Βουλγαρικῆς σκλαβιᾶς τόν πόθο τῆς ἐλευ θερίας. Εἰδικά στήν περιοχή μας δέν κάμφθηκαν ἀπό τίς ἀπειλές τῶν ἄκαπνων κατακτητῶν κατά τήν τρίτη ἐπιδρομή τους (1941-1944), και ἐξακολούθησαν νά ἱερουργοῦν ἑλληνιστί, ὅπως ἄλλωστε καί κατά τίς προηγούμενες κατοχές ἔπραξαν, συνεχίζοντας ἀπτόητοι τό ἔργο τῆς ἐμψυχώσεως τῶν Ἑλλήνων.

Μέ τήν ἔκδοση τοῦ ἡμερολογίου αὐτοῦ καταθέτουμε στίς ἱερές σκιές τῶν ἐθνομαρτύρων κληρικῶν τήν εὐγνωμοσύνη μας καί τήν πιστότητά μας στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατί –ὅπως εἶπε ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος– «Αὐτή ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἴδια πού ἀπό τό 1453 μέχρι τό 1821 πύργωνε στά στήθη τῶν ὑποδούλων τήν ἀποσταμένη ἐλπίδα, εἶναι ἡ ἴδια πού καί σήμερα στηρίζει τόν Λαό μέ τήν πίστη καί τήν ἀγάπη. Εἶναι ἡ ἴδια πού προμαχεῖ τῶν παραδόσεων τοῦ Ἔθνους μας, πού μάχεται για τήν ἰδιοπροσωπεία μας, πού ἀντιστέκεται στο νεοβαρβαρισμό. Αὐτή ἡ Ἐκκλησία αὐτῆς τῆς χώρας εἶναι γιά ὅλα αὐτά ἄξια τῆς ἐθνικῆς τιμῆς καί ἀναγνώρισης. Οἱ ἁπανταχοῦ Ἕλληνες τῆς τήν προσφέρουμε μέ ἐπίγνωση καί προσδοκία ὅτι θά εἶναι πάντα ἡ Τροφός καί Μητέρα αὐτοῦ τοῦ Λαοῦ, ἡ ἀπροσμάχητη δύναμή του, ἡ ἀδιάψευστη ἀπαντοχή του».

Ὅσοι ἀπό τούς ταγούς τοῦ Ἔθνους μας λησμονοῦν τά παραπάνω ἤ -τό χειρότερο- ἐπιχειροῦν νά τά διαγράψουν ἀπό τή συλλογική μας μνήμη, διαπράττουν ὕβρη. Ἡ ἱστορία ὅμως τοῦ τόπου αὐτοῦ ἐκδικεῖται αὐτούς πού δέν τη σέβονται. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ κλυδωνίζεται ἀλλά δέν καταποντίζεται. Καταποντίζονται οἱ διῶκτες της καί οἱ παραχαράκτες τῆς ἱστορίας τοῦ Ἔθνους τῶν Ἑλλήνων.

 

θνομάρτυρες Κληρικοί τς ερς Μητροπόλεως Δράμας

 

Πρῶτες πληροφορίες γιά μάρτυρες κληρικούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας ἀντλοῦμε ἀπό τήν ἱστορία τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Εἰκοσιφοινίσσης στίς ἀρχές τοῦ 16ου αἰώνα, στά χρόνια τῆς τουρκοκρατίας.

Στά τέλη τοῦ 19ου αἰώνα καί στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ, κατά τή διάρκεια τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα καί τῶν τριῶν Βουλγαρικῶν κατοχῶν στήν Ἀνατολική Μακεδονία τό μαρτυρολόγιο τῆς Ἐκκλησίας διογκώνεται καί ἐμπλουτίζεται μέ ἡρωικές μορφές τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδας. Κατά τίς περιόδους αὐτές ὁ ἑλληνικός πληθυσμός ὑφίσταται διώξεις, λιμοκτονία, συλλήψεις, βασανισμούς καί ὁμηρίες ἀπό τούς κομιτατζῆδες, τή βουλγαρική ἀστυνομία καί τόν κατοχικό βουλγαρικό στρατό.

Ἀνάμεσα στά θύματα τῆς βουλγαρικῆς θηριωδίας περιλαμβάνεται πλῆθος κληρικῶν οἱ ὁποῖοι ἔχοντας βαθειά συναίσθηση τοῦ καθήκοντός τους δέν ἐγκαταλείπουν τό ποίμνιό τους, γιά νά σωθοῦν οἱ ἴδιοι, δεν προδίδουν τή χριστιανική καί ἐθνική τους συνείδηση, ἀλλά μένουν «πιστοί ἄχρι θανάτου» στό Χριστό και στήν Ἑλλάδα. Πολλοί ἀπό αὐτούς κατακρεουρ γοῦνται, διαμελίζονται, σφαγιάζονται, βασανίζονται βάρβαρα, μένουν γιά μέρες ἄταφοι ἤ ρίχνονται μέσα σέ πηγάδια.

Ἀφετηρία τῶν βουλγαρικῶν βιαιοπραγιῶν εἰς βάρος τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ τῆς Μακεδονίας ἀποτελεῖ ἡ ἵδρυση τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας τό 1870, ὁπότε ἀρχίζουν οἱ Βούλγαροι νά ἐκδηλώνουν τά ἐπεκτατικά σχέδιά τους ἀπέναντι στήν τουρκοκρατούμενη Μακεδονία. Στόχος τους εἶναι ἡ προσάρτηση τῆς Μακεδονίας στό κράτος τους καί ἡ δημιουργία τῆς μεγάλης Βουλγαρίας. Τό σύνθημα μέ τό ὁποῖο προπαγανδίζουν τά σχέδιά τους εἶναι «Ἡ Μακεδονία στούς Μακεδόνες».

Ἐπειδή γνωρίζουν ὅτι τά κατακτητικά τους σχέ δια δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθοῦν μέ ἀπευθείας πολεμική σύγκρουση μέ τήν ὀθωμανική αὐτοκρατορία, ἐπινοοῦν φρικτές καί ἀπάνθρωπες μεθόδους ἀφελληνισμοῦ τῆς Μακεδονίας.

Ἐκμεταλλευόμενοι τήν ἀποσύνθεση τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας καί τήν ἄθλια οἰκονομική κατάσταση πολλῶν Ἑλλήνων, ἐξαιτίας τῆς βαριᾶς φορολογίας καί καταπίεσης ἀπό τούς Τούρκους, προσπαθοῦν νά τούς ἀποσπάσουν ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί νά τούς ἐντάξουν στή Βουλγαρική Ἐξαρχία.

Γιά νά τό πετύχουν αὐτό οἱ Βούλγαροι, δωροδοκοῦν καί στηρίζουν οἰκονομικά φτωχούς καί ἐξαθλιωμένους Ἕλληνες πού ζοῦν σέ ἀγροτικές περιοχές. Παράλληλα ἐπιδίδονται μέ τά σώματα τῶν κομιτατζήδων σέ τρομοκρατικές ἐνέργειες ἐναντίον τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν, σέ δολοφονίες, ἀνηλεεῖς ξυλοδαρμούς, βίαιες καταλήψεις ἐκκλησιῶν, λεηλασίες καί ληστεῖες μοναστηριῶν, πλούσιων οἰκιῶν, καταστροφές βιβλιοθηκῶν. Ἀπαγορεύουν τή χρήση τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, κλείνουν σχολεῖα καί ἀντικαθιστοῦν τά ὀνόματα τῶν ἑλληνικῶν ὁδῶν καί τις ἐπιγραφές μέ βουλγαρικές. Ὁδηγοῦν πλῆθος Ἑλλήνων, δασκάλων, δημοσίων ὑπαλλήλων, ἀνθρώπων μορφωμένων καί μή σέ στρατόπεδα συγκεντρώσεως στή Βουλγαρία, γιά νά τούς ἐξοντώσουν στη συνέχεια σέ καταναγκαστικά ἔργα, κάτω ἀπό συνθῆκες ἀπάνθρωπες καί ἐγκληματικές.

Στά ἐγκληματικά σχέδιά τους περιλαμβάνονται καί οἱ ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι παραμένοντας πιστοί στο Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο – ἐκτός λίγων ἐξαιρέσεων – δέν ἐνδίδουν στήν ἀπαίτηση τῶν ἐξαρχικῶν να προσχωρήσουν στή σχισματική ἐκκλησία τους, και ἀψηφοῦν τίς ἀπειλές τους, προκειμένου νά ἐμψυχώσουν καί νά στηρίξουν τό ποίμνιό τους. Ἐξαιτίας αὐτοῦ ὁδηγοῦνται σέ φρικιαστικά μαρτύρια καί στο θάνατο.

Τό μαρτυρολόγιο τῆς Ἐκκλησίας ἀριθμεῖ πλῆθος κληρικῶν ἀπό τήν ἱερά Μητρόπολη Δράμας πού ἔπεσαν θύματα τῆς βουλγαρικῆς θηριωδίας πρίν καί κατά τη διάρκεια τοῦ Μακε δονικοῦ Ἀγώνα (1904-1908) και τῶν τριῶν βουλγαρικῶν κατοχῶν πού ἀκολούθησαν στήν Ἀνατολική Μακεδονία: Α’. Ὀκτώβριος 1912-Ἰούνιος 1913, Β’. 1916-1918 καί Γ’. 1941 -1944.

 

Τουρκοκρατία 16ος αώνας

 

Προπύργιο τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Ἀνατολική Μακεδονία καί Θράκη στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας ἀποτελοῦσε ἡ ἱερά Μονή Εἰκοσιφοινίσσης. Ἡ πνευματική ἀκτινοβολία της μέσα στη λαίλαπα τοῦ μουσουλμανισμοῦ καί τῆς ἀπανθρωπιᾶς προκάλεσε τήν ὀργή ἀρχικά τῶν Τούρκων καί κατόπιν τῶν Βουλγάρων. Ἀντιμετώπισε ἐπανειλημμένα τις καταστροφικές ἐπιδρομές τους καί ἀνέδειξε πλῆθος μαρτύρων.

Σύμφωνα μέ πληροφορία ἑνός κατάστιχου τοῦ 16ου αἰώνα, τό ἔτος 1507 ζοῦσαν στήν ἱερά Μονή 24 ἱερομόναχοι, 3 ἱεροδιάκονοι καί 145 μοναχοί, συνολικά 172 μοναχοί. Ὅλοι αὐτοί διέτρεχαν την Ἀνατολική Μακεδονία καί Θράκη, ἐνίσχυαν τους χριστιανούς στήν πίστη καί ἀπέτρεπαν τούς ἐξισλαμισμούς. Ἡ δράση τους προκάλεσε τήν ὀργή τοῦ τούρκου τοπάρχη, ὁ ὁποῖος στίς 24 Ἀπριλίου τοῦ 1507 -κατ’ ἄλλους 25 Αὐγούστου- ἀνέβηκε στην Εἰκοσιφοίνισσα μέ πολλούς στρατιῶτες καί κατέσφαξε ὅλους τούς μοναχούς της.

Ἡ σφαγή τῶν 172 ὁσιομαρτύρων τῆς Εἰκοσι φοίνισσας ἀποτελεῖ μιά τραγική καί ταυτόχρονα ἔνδοξη σελίδα τῆς ἱστορίας τῆς Μονῆς. Ἐσφάγησαν, γιατί ἀγωνίζονταν νά διατηρήσουν στούς γύρω πληθυσμούς ἀκμαῖο τό ἑλληνικό και τό ὀρθόδοξο φρόνημα. Ἡ θυσία τους εἶναι μια προσφορά αἵματος στό γένος μας. Ἡ μνήμη τους τιμᾶται κάθε χρόνο τήν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ.

 

Μακεδονικός γώνας (1904-1908)

 

Πληροφορίες σχετικά μέ τόν μαρτυρικό βίο τοῦ Κλήρου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας κατά τήν περίοδο τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα, κατά τήν ὁποία φέρει τόν τίτλο «Ἱ. Μητρόπολις Φιλίππων, Δράμας και Ζιχνῶν», ἀντλοῦμε κυρίως ἀπό τό Ἀρχεῖο τοῦ μαρτυρικοῦ ἱεράρχη της, τοῦ Μητροπολίτου Χρυσοστόμου Καλαφάτη, τοῦ μετέπειτα ἐθνοϊερομάρτυρος Σμύρνης.

Ὁ ἡρωικότατος αὐτός ἱεράρχης, ὁ ἀφανής ἀρχηγός τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα στήν περιοχή τῆς Δράμας, ὁ ἐμψυχωτής τοῦ καταπτοημένου ἀπό τίς βουλγαρικές θηριωδίες ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ της, σέ ἀναφορές του πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη καί πρός ὅποια ἄλλη ἀρχή θά μποροῦσε νά συμπαρασταθεῖ στον τιτάνιο ἀγώνα του γιά τή διάσωση τῆς Μακεδονίας ἀπό τήν ἁρπακτική δράση τῶν Βουλγάρων, διεκτραγωδεῖ τίς ὀδύνες, τά βάσανα καί τά φρικτά μαρτύρια πού ὑφίσταται τό ποίμνιό του ἀπό τούς κατ’ ὄνομα μόνον ὀρθο δόξους Βουλγάρους.

Σέ ἐπιστολή του, πού φέρει ἡμερομηνία 10 Αὐγούστου 1906, ὁ Χρυσόστομος θρηνεῖ γιά τήν ἀπώλεια «τοῦ λογιωτάτου, νοημονεστάτου καί ἁγιωτάτου» Οἰκονόμου καί Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου του π. Ἰωάννη Ἐμμανουήλ, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε στενός συνεργάτης του και δολοφονήθηκε ἀπό τούς κομιτατζῆδες στή Γόρνιτσα (σημ. Καλή Βρύση). Νά πῶς περιγράφει τό θάνατό του:

«…Εἰσελθόντες οἱ μιαιοφόνοι δυναμιτισταί περί τάς ἀρχάς τῆς 7ης Ἰουλίου εἰς τό χωρίον, ἀριθμοῦν 140 οἰκογενείας, ἔθηκαν βόμβας εἰς τρεῖς οἰκίας, προφανῶς ὅπως πυρπολήσωσι τό χωρίον αἱ τρεῖς οἰκίαι ἀνετινάχθησαν εἰς τόν ἀέρα καί ἐγένοντο παρανάλωμα τοῦ πυρός τό λοιπόν χωρίον ἐσώθη ἀλλά φεῡ: συλλαβόντες τόν ἀκλόνητον στύλον τῆς Ὀρθοδοξίας και Ἀρχιερατικόν μου Ἐπίτροπον ἐν Ζίχνῃ, λογιώτατον, νοημονέστατον καί ἁ γιώτατον ἄνδρα Οἰκονόμον Παπα-Ἰωάννην Ἐμμανουήλ κατεκρεούργησαν κυριολεκτικῶς αὐτόν τό μόνον του ἔγκλημα ἦτο ὅτι πιστός εἰς τά πάτρια, ἐκ παίδων δεδιδαγμένος τά ἱερά γράμματα, καί μεγίστου ἀπολαύων σεβασμοῦ καθ’ ὅλην ἐκείνην τήν περιφέρειαν, ἠρνήθη ἐπιμόνως νά προσχωρήσει εἰς τό ἐπάρατον σχίσμα καί νά τεθῇ εἰς την διάθεσιν τῶν προπαγανδιστῶν Βουλγάρων…».

Σέ ἄλλη ἐπιστολή μέ ἡμερομηνία 7 Αὐγούστου 1906 ὁ Χρυσόστομος θρηνεῖ τό θάνατο καί ἄλλου «εὐλαβοῦς τοῦ Ὑψίστου λειτουργοῦ καί στύλου τῆς Ὀρθοδοξίας ἐν Γρατσάνῃ [σημερινό Ἁγιοχώρι Σερρῶν πού ἐκκλησιαστικά ἀνῆκε τότε στή Μητροπολιτική περιφέρεια τοῦ Χρυσοστόμου] τοῦ ἀλήστου μνήμης ἱερέως Ἰωάννου».

 

Επιστολή Μητροπολίτου Δράμας Xρυσοστόμου πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἰωακείμ Γ’

 

Ἀριθμ. Πρωτ. 2033

Παναγιώτατε Δέσποτα,

Δέν συνεπληρώθη ἔτι μήν ἀπό τῆς ἀπαισίου ἡμέρας τῶν τραγικῶν ἐν Δράμᾳ καί Πλέβνῃ συμβάντων καί ἀπό τῆς ἀγρίας δολοφονίας τοῦ εὐλαβοῦς καί σεβασμίου καί λογιωτάτου ἐν Γκορνίτσῃ Οἰκονόμου καί Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου Ἰωάννου, καί νέαν θρηνοῦμεν καί πάλιν ἀπώλειαν εὐλαβοῦς τοῦ Ὑψίστου λειτουργοῦ καί στύλου τῆs Ὀρθοδοξίας ἐν Γρατσάνῃ καί ὅλῃ ἐκείνῃ τῇ περιχώρῳ, τοῦ ἀλήστου μνήμης ἱερέως μας Ἰωάννου! Τήν νύκτα τῆς Παρασκευῆς 4ης πρός 5ην Αὐγούστου ἐ.ἔ σῶμα Βουλγάρων κομιτατζήδων εἰσελάσαν εἰς τό ἐν λόγῳ χωρίον ἐπί σειράν ἐτῶν βαρύν καί ἀπεγνωσμένον ἀγωνιζόμενον ἀγῶνα κατά τῶν ἐπαράτων τούτων ὑπό τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας ὁπλιζομένων καί ἀπολυομένων, ἀν θρωπομόρφων τεράτων, εἰσῆλθε βίᾳ εἰς τήν οἰκίαν τοῦ ἀτυχοῦς ἱερέως Ἰωάννου καί ἀποσπάσαντες αὐτόν ἀπό τῶν ἀγκαλῶν τῆς συζύγου καί τῶν ἀνηλίκων τέκνων του οἰκτρῶς καί ἀνηλεῶς ἐδολοφόνησαν διά τό ἀσυγχώρητον ἔγκλημα ὅτι γεννηθείς ὀρθόδοξος, ἀνατραφείς ὀρθοδόξως, ἀξιωθείς τῆς ὀρθοδόξου ἱερωσύνης δέν ὑπήκουσεν εἰς τάς προτάσεις τοῦ κομιτάτου τῆς ἐξαρχίας, ἵνα προσέλθῃ εἰς τό σχίσμα! …

Συντελέσαντες τό στυγερόν τοῦτο, ἀλλά θεάρεστον βεβαίως διά τόν Ἔξαρχον, ἔγκλημα οἱ εὐλαβεῖς οὗτοι τῶν ἐντολῶν τόν Ἐξάρχου ἐκτελεσταί, καί λέγω τοῦτο, διότι ἀπό μακροῦ ἐξησκεῖτο πίεσις ἐπί τοῦ καλοῦ μας τούτου ἱερέως, ἵνα ἀναγνωρίσῃ μόνον τόν Ἔξαρχον καί θ΄ ἀπολαύσῃ τῆς ζωῆς τῆς νῦν και τῆς μελλούσης, ἐστράφησαν πρός τόν ἕτερον στύλον τῆς κοινότητος, τόν Τάσον, ὅστις ὅμως διεσώθη ὡς ἐκ θαύματος δραπετεύσας ἐκ τῆς οἰκίας του, κάθ’ ἥν στιγμήν οἱ κακοῦργοι εἰσήρχοντο εἰς αὐτήν!…

Ὡς βλέπει ἡ ὑμετέρα Θειοτάτη Παναγιότης, ὁ ἄγριος καί ἀπεγνωσμένος ἀγών, ὅν καί ἐν τῇ θεοσώστῳ μου Ἐπαρχίᾳ διεξάγουσι τά ὄργανα τοῦ Ἐξάρχου, ἵνα ποιήσωσιν ἕνα προσήλυτον, πάντα τά μέσα θεμιτά καί ἀθέμιτα χρησιμοποιοῦνται, ἐκλέγων τά εὐγενέστερα θύματα καί τούς ἰσχυροτέρους στύλους τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς ἡμῶν κατά τά μέρη ταῦτα ὑποστάσεως καί τούτους πατάσσει καί ἐπ’ αὐτῶν διαπράττονται τά ἀνήκουστα! Οἱ κακοῦργοι ἀνενόχλητοι καί ἀτιμώρητοι περιφέρονται ἀνά τά ὀρθόδοξα χωρία καί πάντες οὐδαμόθεν πλέον ἀπεκδεχόμενοι βοήθειαν καί σωτηρίαν, ἀρκούμεθα μόνον διερετώμενοι ποῦ ἆραγε μέλλει νά καταλήξῃ κατάστασις τοιαύτη καί τίς ἆραγε τύχη ν’ ἀναμένῃ καί τούς ἐπιζῶντας;!! Καί ταῦτα πάντα λογιζόμενοι καταπίνομεν τά δάκρυα καί τους ἀνεκλαλήτους ἀναστεναγμούς μας, ἀρκούμενοι ὅλην μας τήν δραστηριότητα ν’ ἀναπτύσσωμεν κατά τῆς κακοπιστίας ἐκείνων παρ’ ὧν ἔδει ἀμέριστον καί εἰλικρινῆ νά ἔχωμεν ἐν τοιαύταις πονηραῖς ἡμέραις τήν ὑπεράσπισιν!

Ἐν Δράμᾳ τῇ 7ῃ Αὐγούστου 1906

Ἐλάχιστος ἐν Χριστῷ ἀδελφός

Ὁ Δράμας Χρυσόστομος

Θῦμα κατατρεγμοῦ τῶν Βουλγάρων ἀλλά καί τῶν Τούρκων ὑπῆρξε καί ὁ ἴδιος ὁ Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος ἀπομακρύνθηκε δύο φορές ἀπό τό μητροπολιτικό θρόνο τῆς Δράμας και τόν Αὔγουστο τοῦ 1922 κατέληξε στό ἱερό του μαρτύριο ὡς Μητροπολίτης Σμύρνης.

Ἀλλά καί ὁ στενότερος συνεργάτης του, ὁ Ἀρχιδιάκονος Θεμιστοκλῆς Χατζησταύρου (ὁ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος), πού ὅρκιζε καί ἐφοδίαζε μέ ὅπλα τούς Μακεδονομάχους, καταδικάστηκε καί αὐτός γιά τή δράση του σέ τετραετῆ φυλάκιση. Τήν ἀπέφυγε ὅμως καταφεύγοντας στό ἑλληνικό Προξενεῖο τῆς Καβάλας, ἀπό ὅπου φυγαδεύτηκε στήν Κωνταντινούπολη.

 

Α’ Βουλγαρική Κατοχή (1912-1913)

 

Στή διάρκεια τῆς Κατοχῆς τοῦ 1913 κηρύχθηκε ἀπό τούς Βουλγάρους γενικός διωγμός κατά τῶν Πατριαρχικῶν ἱερέων, οἱ ὁποῖοι ἀναγκάστηκαν νά ζητήσουν προστασία στή Μητρόπολη Δράμας. Γιά τήν περίοδο αὐτή πληροφορίες ἀντλοῦμε ἀπό το Ἡμερολόγιο τοῦ Μητροπολίτη Ἀγαθαγγέλου Β’ Κωνσταντινίδη (1910-1922), ἀξίου διαδόχου τοῦ Χρυσοστόμου στό μητροπολιτικό θρόνο τῆς Δράμας:

«Ἀπό τινων ἡμερῶν διαμένουσιν ἐν τῇ ἱερᾷ ἡμῶν Μητροπόλει πλήν ἄλλων κληρικῶν καί οἱ ἑξῆς ἐφημέριοι: τῆς Βησοτσάνης (Ξηροποτάμου) ὁ παπα-Εὐάγγελος, τοῦ Βουλβιτσίου (Πύργων) ὁ παπα-Χρῖστος, τοῦ Βολάκου (Βώλακα) ὁ παπα-Δημήτριος, τοῦ Ροσιλόβου (Χαριτωμένης) ὁ παπα-Δημήτριος Ἰωάννου, τῆς Ἀλιστράτης ὁ παπα-Λεωνίδας, τοῦ Τουρκοχωρίου (Μυλοποτάμου) ὁ παπα-Πολύκαρπος, τοῦ Μανδηλίου ὁ παπα-Ἄγγελος (ἀνῆκε τότε στή Μητρόπολη Δράμας, σήμερα στή Μητρόπολη Σερρῶν), τῆς Γρατσάνης(Ἁγιοχωρίου Σερρῶν, ἀνῆκε στή Μητρόπολη Δράμας) ὁ παπα-Χριστόφορος καί τῆς Καρλικόβης (Μικρόπολης) ὁ παπα-Δημήτριος Χρίστου, μή στέρξαντες νά ὑπογράψωσιν ὅτι εἶναι Βούλγαροι μεθ΄ ὅλας τάς κατ΄ αὐτῶν ἀπειλάς, ἀλλά καταφυγόντες εἰς ἡμᾶς».

Σχετικά μέ τήν προσπάθεια τοῦ Βούλγαρου στρατιωτικοῦ διοικητῆ τῆς Δράμας Γκίκωφ νά ἐξαναγκάσει τούς ἱερεῖς νά ἐπιστρέψουν στά χωριά τους, ὥστε να μπορέσουν οἱ κομιτατζῆδες νά πραγματοποιήσουν τά ἄνομα σχέδιά τους, ὁ Μητροπολίτης Ἀγαθάγγελος σημειώνει στό Ἡμερολόγιό του:

«Ἐδήλωσα εἰς τόν κ. Γκίκωφ, τόν στρατιωτικόν Διοικητήν, ὅτι βίᾳ κατελήφθησαν αἱ ἐκκλησίαι ἡμῶν ἐν τοῖς χωρίοις. Οἱ ἱερεῖς ἡμῶν ἐν τοῖς χωρίοις ὑβρίσθησαν, ἐφυλακίσθησαν, φόνῳ ἠπειλήθησαν, καί σήμερον πῶς θέλετε νά ἐπανέλθωσιν εἰς τά χωρία των, ἔνθα πάλιν τά ἴδια καί χειρότερα θά ὑποστῶσι πρός ἐκβουλγαρισμόν;».

Τόν κίνδυνο τῆς δολοφονίας ἀπό τούς Βουλγάρους διέτρεξε καί ὁ Μητροπολίτης Ἀγαθάγ γελος στίς 26 Ἰουνίου 1913. Διαβάζουμε στό Ἡμερολόγιό του:

«Πορευόμενος ἐκ τῆς Ἱερᾶς μου Μητροπόλεως εἰς τό Διοικητήριον δι’ ὁδῶν ἐρήμων μέν πολιτῶν, μεστῶν δ’ ἐνίοτε βλοσυρῶν κομιτατζήδων καί στρατιωτῶν Βουλγάρων διατρέχω ὡς λέγουσί μοι τον κίνδυνον νά φονευθῶ, ἀλλ’ ὁ Θεός θά μέ προφυλάξῃ, ἄλλως τε καί ἐν τῇ Ἱερᾷ μου Μητροπόλει δύνανται, ὁπόταν θέλωσι, νά μέ φονεύσωσι. Σήμερον ἐπίσης τρεῖς φοράς περιῆλθον τάς συνοικίας ἡμῶν, οἱ δέ χριστιανοί μου ἔγκλειστοι ὄντες ἐνεθαρρύνθησαν καί ἐξῆλθόν τινες ἐπί παρουσίᾳ μου καί ἔλαβον ὕδωρ εἰς τά καταφύγιά των. Τήν δευτέραν φοράν ἐκινδύνευσα νά λογχισθῶ εἰς τάς 11.00 π.μ. ὑπό πενταμελοῦς βουλγαρικῆς στρατιωτικῆς περιπόλου. Δύο ἐκ τῶν περιπόλων γνωρίζοντες καί τήν τουρκικήν ἦλθον πρός ἐμέ ἐφ’ ὅπλου λόγχην καί προτείνοντες αὐτάς εἶπον νά ἀπέλθω εἰς τήν Μητρόπολίν μου ἀμέσως, διότι ἀπαγορεύεται εἰς πάντας ἡ ἐκ τῶν οἰκιῶν ἔξοδος. Ἀπήντησα ὅτι δι’ ἐμέ ὡς Βλαδίκαν, δηλαδή Ἀρχιερέα, ἐπιτρέπεται. Τότε εἷς θυμωθείς ἔτι μᾶλλον ἔθηκε φυσίγγια εἰς τό ὅπλον καί ἐπλησίασε κατ’ ἐμοῦ, ὁπότε δείξας τόν ἐπί τοῦ στήθους μου πάντοτε κατά τάς ἐξόδους μου κρεμάμενον μέγαν ἐγκόλπιον σταυρόν, τοῦ εἶπον νά κτυπήσῃ τόν σταυρόν καί τό στῆθος. Ἐκεῖνος ἀπήντησε: «Δέν κτυπῶ τόν σταυρόν».Τότε τοῦ λέγω δυνατῇ τῇ φωνῇ τουρκιστί: Εὖγε, εἶσαι καλός χριστιανός. Βγάλε τόν σκοῦφον σου, φίλησον τόν σταυρόν».

Καί ἄλλες φορές ὁ ἡρωικός Ἱεράρχης ἀντιμετώπισε ἀπτόητος τόν κίνδυνο τοῦ θανάτου, ἀψηφώντας τη ζωή του ὑπέρ τοῦ ποιμνίου του. Στό ἔργο «Αἱ βουλγαρικαί ὠμότητες ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Μακεδονίᾳ καί Θράκῃ 1912-1913» διαβάζουμε ὅτι «ὁ Μητροπολίτης Δράμας ἐπισκεφθείς τό Δοξᾶτον ἐξυβρίσθη καί ἠπειλήθη διά θανάτου ὑπό τοῦ ἐκεῖ ἀστυνόμου καί διοικητοῦ τῆς χωροφυλακῆς».

Στό Δοξάτο στίς 30 Ἰουνίου 1913, ἡμέρα Κυριακή, Βούλγαροι ἔφιπποι καί Τοῦρκοι μπῆκαν στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου κατά τή διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας καί διέταξαν τούς δύο ἱερεῖς Ἀδάμ και Δημήτριο καί πενήντα πιστούς νά τούς ἀκολουθήσουν. Τούς ὁδήγησαν ἔξω ἀπό τό Δοξάτο στή θέση Μπές Τσινάρ (= πέντε πλατάνια), καί ἀφοῦ προηγουμένως τούς ἀφαίρεσαν ὅ,τι πολύτιμο εἶχαν, τούς ἐκτέλεσαν μαζί μέ τό ποίμνιό τους.

«Εἰς τήν θέσιν Μπές-Τσινάρ, δεκάλεπτον ἀπέχουσαν τῆς κωμοπόλεως, εἶναι τεθαμμένα ἱκανά πτώματα καί ἐπί πλέον καί τά τῶν δύο σφαγιασθέντων ἱερέων. Λίμνη αἵματος κατεδείκνυεν ὅτι ἐκεῖ ἐθυσιάσθησαν ἀρκετοί ἐκ τῶν ζητησάντων τήν σωτηρίαν των εἰς τήν φυγήν. Ὁ τάφος οὗτος ἤ μᾶλλον βόθρος ἀνεσκάφη, καί σωρός πτωμάτων φύρδην μίγδην κατακειμένων ἀνευρέθη ἐν αὐτῷ. Οἱ δυστυχεῖς ἱερεῖς παρουσίαζον θέαμα οἰκτρότατον. Ἐσφάγησαν κατά τόν θηριωδέστερον τρόπον. Τοῦ ἑνός ἐξ αὐτῶν ἡ δεξιά κνήμη ἦτο κατεαγμένη ἐκ πλήγματος σπάθης. Πολλῶν τά κρανία ἦσαν εἰς δύο διερρηγμένα καί ἄλλοι εἶχον ὁλόκληρα μέλη τοῦ σώματοs ἀποκεκομμένα δι’ ἀγρίων σπαθισμῶν…

Τά ἴχνη τῆς σκυλεύσεως, οἷον βαλάντια κενά, χρηματοφυλάκια κατέκειντο παρά τά πτώματα. Οἱ πλεῖστοι τῶν φονευθέντων ἔφερον τραύματα διά λογχῶν και μαχαιρῶν εἰς διάφορα μέρη τοῦ σώματος».

Ἱερέας Ἀδάμ Ζωγράφος

Ὁ πατήρ Ἀδάμ Ζωγράφος, βλάχος στήν καταγωγή, γεννήθηκε στην Ἤπειρο περί τό 1870. Ἔζησε στην Κωνσταντινούπολη καί φοίτησε στή Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης. Διετέλεσε ἐφημέριος στόν Ἱερό Ναό Ἀναλήψεως Θεσσαλονίκης, καθώς καί στό Δοξάτο Δράμας, ὅπου στίς 30 Ἰουνίου 1913, ἡμέρα Κυριακή, ἑορτή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τόν ἔσυραν οἱ Βούλγαροι μέσα ἀπό τήν Θεία Λειτουργία καί τόν φόνευσαν κατόπιν φρικτῶν βασανιστηρίων.

Παπαδημητρίου Δημήτριος

(Παπα-Τούσης)

Γεννήθηκε στό Τσοτύλι Κοζάνης τό 1864.

 

Β’ Βουλγαρική Κατοχή (1916-1918)

 

Τό μένος τῶν Βουλγάρων κατά τῶν Ἑλλήνων πολλές φορές ἐκδηλώθηκε μέ λεηλασίες και βιαιοπραγίες ἐναντίον τῶν ἱερῶν μονῶν της. Πολλές φορές κινδύνευσε ἡ ζωή τῶν μοναχῶν τῆς Εἰκοσιφοίνισσας ἀπό τούς Βουλγάρους.

Στίς 3 Ὀκτωβρίου 1916 συνέλαβαν τόν γέροντα Προηγούμενο Μακάριο κοντά στό χωριό Δραγανίτσι (Ἀντιφίλιπποι) μαζί μέ τόν λαϊκό ὑπάλληλο τῆς Μονῆς Κωνσταντίνο Παράσχου, καί ἀφοῦ τους κατακρεούργησαν, τούς ἔριξαν σέ πηγάδι.

Τό δράμα τῶν μοναχῶν κορυφώθηκε τή Μεγάλη Ἑβδομάδα τοῦ 1917, «ἑβδομάδα τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου καί τῶν μοναχῶν». Τή Μεγάλη Δευτέρα, 27 Μαρτίου 1917, στίς 2.00 τό μεσημέρι εἰσῆλθε στη μονή ὁ ἀρχικομιτατζής Πανίτσας μέ πολλούς κομιτατζῆδες καί μέ τόν ἀρχαιοκάπηλο Βλαδίμηρο Σίς, καί ἀφοῦ ἔκλεισαν τούς μοναχούς στό χῶρο τοῦ φούρνου, καί ξυλοκόπησαν ἄγρια πέντε φορές στο διάστημα μιᾶς ὥρας τόν ἡγούμενο Νεόφυτο και δύο μοναχούς, ἐπί τέσσερις ὧρες λεηλατοῦσαν τη μονή. Ἀποχώρησαν συναποκομίζοντας δεκαοκτώ μουλάρια φορτωμένα μέ χειρόγραφα, ἄμφια καί κειμήλια, δηλαδή θησαυρούς ἀνεκτίμητης ἀξίας. Ἀφαίρεσαν ἀκόμα καί τό χρυσό κάλυμμα τῆς ἀχειροποιήτου εἰκόνας. Ἤθελαν νά πάρουν μαζί τους καί τήν ἴδια τήν εἰκόνα, ἀλλ’ αὐτή, ὤ τοῦ θαύ ματος, καθώς τήν μετέφεραν, ἀπέκτησε ξαφνικά τόσο βάρος, ὥστε οἱ βέβηλοι ἀναγκάστηκαν νά τήν ἐγκαταλείψουν στό νάρθηκα τοῦ ναοῦ.

Στίς 23 Ἰουνίου 1917 ἦρθαν καί πάλι Βούλγαροι στρατιῶτες, συνέλαβαν ὅλους τούς μοναχούς, τους ὁδήγησαν στή Δράμα, καί ἀπό ἐκεῖ σιδηροδρομικῶς στή Βουλγαρία, ὅπου παρέμεναν ὅμηροι, ἐργαζόμενοι σέ καταναγκαστικά ἔργα γιά ἑνάμιση χρόνο. Ἡ Εἰκοσιφοίνισσα ἐγκαταλείφθηκε ἔρημη.

Μετά τήν ἐκδίωξη τῶν Βουλγάρων καί τῶν Γερμανῶν ἀπό τά κατεχόμενα ἐδάφη, ἐπέστρεψαν οἱ μοναχοί στήν Εἰκοσιφοίνισσα, στίς 10 Ὀκτωβρίου 1918. Την βρῆκαν ἔρημη ἀπό ἀνθρώπους, γεμάτη ἀγρίμια!

Μία ἀπό τίς μεθόδους ἐξόντωσης τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ πού ἐπινόησαν οἱ Βούλγαροι ἦταν ἡ ἐκτόπιση καί ἡ ὁμηρία χιλιάδων Ἑλλήνων, κατοίκων τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας, μεταξύ αὐτῶν καί τοῦ συνόλου σχεδόν τῶν ἱερέων, σέ στρατόπεδα συγκεντρώσεως καί καταναγκαστικά ἔργα στή Βουλγαρία. Πάνω ἀπό τό 1/4 τῶν ἐκπατρισθέντων ἔχασαν τή ζωή τους ἀπό τίς στερήσεις, τά βασανιστήρια καί τήν ἐξοντωτική ἐργασία καί δέν ἐπέστρεψαν ποτέ στήν πατρίδα τους.

Στά «Τετράδια Βουλγαρικῆς κατοχῆς 1916-1918» ἀναφέρονται τά ἑξῆς:

«Οἱ 216 ἱερεῖς, πού συγκεντρώθηκαν στό Σεβλίεβο, κλείστηκαν στό στρατόπεδο καί ὑποχρεώθηκαν σε χειρωνακτικές ἐργασίες ἐκ τῶν ὁποίων πολλές ἦταν ἐξευτελιστικές. Ὁ πιό ἡλικιωμένος ἀνάμεσά τους, ἕνας ὀγδοντάχρονος, ἦταν ἐπικεφαλῆς τοῦ καθαρισμοῦ στίς τουαλέτες. Δεκατρεῖς ἀπ’ αὐτούς πέθαναν στο Σεβλίεβο».

Ἀνάμεσα στούς ἐκτοπισθέντες ἱερεῖς βρισκόταν ὁ π. Ἀπόστολος Παπαποστόλου, ἐφημέριος τοῦ Ναοῦ Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου Χωριστῆς, πού καταγόταν ἀπό τό Ὀρτάκιοϊ τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας, καί ὁ ἱερομόναχος Γαβριήλ Διονυσιάτης, πού φιλοξενοῦνταν τότε στήν Εἰκοσιφοίνισσα.

Ἀπό τούς 216 ὁμήρους ἱερεῖς ἐλάχιστοι ἐπέστρεψαν στά σπίτια τους σέ ἄθλια κατάσταση. Ὁ ἱεροδιάκονος τῆς Ἱ. Movῆς Εἰκοσιφοινίσσης Χατζη-Δωρόθεος πέθανε στήν ἐξορία τό 1918 σε ἡλικία 88 ἐτῶν.

Ἰωακείμ Ἰωακειμίδης

Τραγικό καί μαρτυρικό θῦμα αὐτῆς τῆς περιόδου ὑπῆρξε ὁ ἱερέας Ἰωακείμ Ἰωακειμίδης, μάρτυρας τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους.

Ὁ Ἰωακείμ Ἰωακειμίδης ὑπῆρξε ὁπλαρχηγός καί πολέμαρχος στή Θράκη. Στά 1897 κατέβηκε στήν Κρήτη καί πῆρε μέρος στόν ἐπαναστατικό ἀπελευθερωτικό ἀγώνα κατά τῶν Τούρκων. Ἐπιστρέφοντας στή Θράκη, χειροτονήθηκε ἱερέας καί ὀνομάστηκε Ἰωακείμ Παπαϊωακείμ. Στόν ξεκληρισμό τῆς Θράκης στά 1915 ἔφυγε καί αὐτός μέ τήν πολυμελῆ οἰκογένειά του πρός τή Μακεδονία καί ἐγκαταστάθηκε στή Δράμα.

Ὁ Μητροπολίτης Δράμας τόν διόρισε ἱερέα στο χωριό «Βησσοτσάνη», τόν σημερινό Ξηροπόταμο κατόπιν δικῆς του αἰτήσεως. Ὁ Ξηροπόταμος στην περίοδο τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα πέρασε πολλά. Και ὁ Παπα-Ἰωακείμ θεωροῦσε τή θητεία του αὐτή ὡς «Ἐθναποστολή».

Μέ τήν κάθοδο τῶν Βουλγάρων στά Ἑλληνικά ἐδάφη στά 1917 τοῦ ἐπέβαλαν νά ψάλλει στην Ἐκκλησία στή βουλγαρική γλῶσσα. Ἄν καί γνώριζε τη γλῶσσα, ἀρνήθηκε. Τόν συνέλαβαν τότε καί μαζί με ἄλλους πατριῶτες τόν ἔσφαξαν στήν πλατεῖα τοῦ χωριοῦ. Τά πτώματα τά ἔριξαν σέ ἕνα κάρο καί τά πέταξαν σ’ ἕνα ξεροπήγαδο ἔξω ἀπ’ τό χωριό, στήν τοποθεσία «Κουτρούλοβα».

Μετά τήν ἀπελευθέρωση καί τή φυγή τῶν Βουλγάρων ἀπ’ τά ἐδάφη μας, ὕστερα ἀπό δεκαπέντε περίπου χρόνια, ὁ τότε Νομάρχης Δράμας Στέλιος Δημητράκης ἐκτιμώντας τή σημασία τῆς Ἐθνικῆς προσφορᾶς τῶν θυμάτων, ἔδωσε ἐντολή νά γίνει ἀναθηματική στήλη μέ τήν ἀναγραφή τῶν ὀνομάτων τῶν ΜΑΡΤΥΡΩΝ. Στή στήλη ἦταν γραμμένα ὅλα τά ὀνόματα τῶν Ἐθνομαρτύρων μέ πρῶτο τοῦ ἱερέα ΙΩΑΚΕΙΜ ΠΑΠΑΪΩΑΚΕΙΜ, ἐκ Σκοποῦ Θράκης, μέ τήν ἐπιγραφή:

«Ἐσφάγησαν ὑπό τῶν Βουλγάρων τό 1917»

Τό 1941 οἱ Βούλγαροι κατά τήν ἐπάνοδό τους στά ἐδάφη μας κατέστρεψαν τή στήλη αὐτή.

[Τά παραπάνω βιογραφικά στοιχεῖα προέρχονται ἀπό τόν Βασίλη Ἰωακείμ Ἰωακειμίδη, γιό τοῦ ἐθνομάρτυρα.]

Περαιτέρω πληροφορίες γιά τό θάνατο τοῦ μάρτυρα τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους ἱερέα Ἰωακείμ Ἰωακειμίδη ἀντλοῦμε ἀπό τά Πρακτικά τῶν ἐξετάσεων μαρτύρων καί τά πορίσματα τῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς γιά τήν παραπομπή τῶν ἐγκληματιῶν στό Διεθνές Δικαστήριο, γιά τά ἐγκλήματα πού διαπράχθηκαν ἀπό τούς Βουλγάρους στήν Ἀνατολική Μακεδονία κατά τά ἔτη 1916-1918.

Σέ πρακτικό τοῦ Μαρτίου τοῦ 1919 ἡ Ἀσημένια Παπαϊωακείμ, σύζυγος τοῦ ἐθνομάρτυρα ἱερέα Ἰωακείμ, ἀναφέρει ὅτι, ἐνῶ ἡ ἴδια ἀσθενοῦσε ἀπό ἐξανθηματικό τῦφο, Βούλγαροι ἔκλεισαν τό σύζυγό της σέ γειτονικό δωμάτιο, ὅπου τόν χτύπησαν καί τον μαχαίρωσαν. Στή συνέχεια τόν ἔριξαν αἱμόφυρτο στό δωμάτιο ὅπου βρισκόταν καί αὐτή.

Ὁ Γεώργιος Τσάρας, κάτοικοs Ξηροποτάμου, σε κατάθεσή του στήν Ἐπιτροπή τό Μάρτιο τοῦ 1919 ἀναφέρει: «Ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ μας Ἰωακείμ Ἰωακειμίδης φυλακίστηκε ἀπό Βουλγάρους στρατιωτικούς σέ μία κάμαρα τοῦ σχολείου, γιατί ἦταν ἄρρωστος. Ὕστερα ἀπό μία ἑβδομάδα ὁ ἱερέας πέθανε. Ἀκούσαμε ὅτι τόν δολοφόνησαν οἱ Βούλγαροι καί τόν ἔθαψαν νύχτα. Μαζί μέ τόν ἱερέα τοῦ χωριοῦ βρέθηκαν κι ἄλλα πτώματα σ’ ἕνα πηγάδι.

Σέ ἄλλο πρακτικό τοῦ Νοεμβρίου τοῦ 1918 ὁ Χασάν Μπέης κατέθεσε ὅτι τό νερό τοῦ χωριοῦ, πού προερχόταν ἀπό τό πιό πάνω πηγάδι, ἔβγαζε ἄσχημη μυρωδιά, καί τά ζῶα ἀκόμη ἀπέφευγαν νά τό πιοῦν. Ἐντόπισε ἴχνη αἵματος, καί μία μυρωδιά ἀπαίσια ἔβγαινε ἀπό το πηγάδι. Μέ τή βοήθεια καθρέφτη κατόρθωσε νά διακρίνει στό βάθος τοῦ πηγαδιοῦ ἀνθρώπινα πτώματα. Φοβούμενος ὅτι τά πτώματα ἀνῆκαν σέ Τούρκους, ἀπευθύνθηκε στό Βούλγαρο Δήμαρχο τοῦ Ξηροποτάμου Athanase Yani, ὁ ὁποῖος τόν καθησύχασε λέγοντας: «Μεῖνε ἥσυχος, δέν πρόκειται γιά ὁμοεθνεῖς σου, ἀλλά γιά Ἕλληνες».

 

Γ’ Βουλγαρική Κατοχή (1941-1944)

 

H Ὁρθόδοξη Ἑλληνική Ἐκκλησία στεφανώθηκε γιά ἄλλη μιά φορά μέ τό φωτοστέφανο τοῦ μαρτυρίου κατά τή Γ’ Βουλγαρική Κατοχή. Μεγάλος ἀριθμός λειτουργῶν της ἀκολουθώντας τή μακρά παράδοση τοῦ ἑλληνικοῦ κλήρου ἔλαβαν μέρος στούς τελευταίους ἐθνικούς ἀγῶνες κατά τό ἔνδοξο 1940 καί μετά. Ἡ στάση τους αὐτή τούς ἔκανε στόχο τῶν Ἀρχῶν Κατοχῆς. Ἡ συνέπεια ἦταν να ὑποστοῦν σκληρά βασανιστήρια καί μαρτυρικό θάνατο.

 

Κατάλογος μαρτύρων Κληρικῶν 1941-1944

 

Παπαχριστοδούλου Χρῖστος

Χειροτονήθηκε ἱερέας τό 1898 καί τοποθετήθηκε στό Βώλακα, στή θέση τῶν δύο ἱερέων τοῦ χωριοῦ, οἱ ὁποῖοι προσχώρησαν στούς Ἐξαρχικούς. Τόν δηλητηρίασαν ὅμως οἱ Ἐξαρχικοί καί σέ λίγο καιρό ἔφυγε ἀπό τή ζωή.

Ἰωάννης Πασχαλίδης

Ἱερέας στούς Ταξιάρχες καί στόν Τιμόθεο. Συνελήφθη ἀπό τούς Βουλγάρους στίς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 1941, ἐνῶ πήγαινε στό χωριό του. Τοῦ ἀφαίρεσαν τά ἐνδύματά του, τόν ξυλοκόπησαν ἄγρια καί τόν φυλάκισαν στή Δράμα. Ἀπό τόν ξυλοδαρμό καταστράφηκαν τά δύο μάτια του καί τό ἕνα αὐτί του. Στίς φυλακές κρατήθηκε μέχρι τίς 16 Σεπτεμβρίου μέ καθημερινό ξυλοδαρμό, ἕως ὅτου ἐπῆλθε ὁ θάνατός του.

Παπαδόπουλος Ἄνθιμος

Γεννήθηκε τό 1903 στήν Κερασούντα τοῦ Πόντου. Ἦταν ἱερέας στό χωριό Σιταγροί. Τήν ἡμέρα τῆς τραγικῆς σφαγῆς τῆς Δράμας οἱ Βούλγαροι περικύκλωσαν καί τούς Σιταγρούς καί ἔβαλαν φωτιά στα σπίτια. Ὁ καθένας προσπαθοῦσε νά σώσει ὅ,τι μποροῦσε ἀπό τίς φλόγες. Ὁ παπα-Ἄνθιμος προσπαθοῦσε να σώσει τά ἱερά ἄμφια καί τά σκεύη. Τότε ἀκριβῶς τον πυροβόλησαν καί τόν σκότωσαν, στίς 29 Σεπτεμβρίου 1941, πάνω στό ἱερό καθῆκον του. Ὁ τάφος του βρίσκεται σήμερα στόν αὔλειο χῶρο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Προφήτη Ἠλία Δράμας.

Ἀλεξιάδης Γεώργιος

Γεννήθηκε τό 1874 στή Λίτιστα τοῦ Ὀρτάκιοϊ καί ἦταν μοναχοπαίδι ἀρχοντικῆς οἰκο γένειας. Τό 1904 χειροτονήθηκε ἱερέας. Μέ τή Μικρασιατική καταστροφή ἦρθε ξεριζωμένος στή Δράμα καί ἐγκαταστάθηκε οἰκογενειακῶς στά Κοκκινόγεια. Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς του τόν ἀγάπησαν μέ θέρμη. Ἤξερε νά παρηγορεῖ καί νά προσφέρει σέ ὅλους τά εὐλαβικά ἄνθη τῆς ψυχῆς του. Ἀκούραστος πάντα, ἔτρεχε παντοῦ ὅπου τόν καλοῦσαν.

Στίς 30 Σεπτεμβρίου 1941 οἱ Βούλγαροι τον ἀπήγαγαν ἀπό τό σπίτι του μαζί μέ τήν πρεσβυτέρα καί μέ πολλούς ἄλλους, καί τούς ὁδήγησαν στο σχολεῖο, ὅπου τούς χώρισαν σέ δύο ὁμάδες, ἀνδρῶν καί γυναικῶν. Ρωτήθηκε ἄν εἶναι Ἕλληνας ἤ Βούλγαρος. «Ἕλληνας παπάς», ἀπάντησε. Μετά ἀπό λίγο εἰδοποιήθηκε νά φύγει μόλις βγῆκε στό προαύλιο τοῦ σχολείου, οἱ Βούλγαροι στρατιῶτες τόν πυροβόλησαν ἀπό πίσω καί τόν σκότωσαν μπροστά σε ὅλους. Ἐπικεφαλῆς τοῦ ἀποσπάσματος ἦταν ὁ Βούλγαρος δάσκαλος τοῦ χωριοῦ.

Καραγιαννίδης Σάββας

Γεννήθηκε τό 1871 καί ἦρθε πρόσφυγας ἀπό τό χωριό Ντέβερι τοῦ Πόντου. Ἦταν ἱερέας στην Ψηλή Ράχη.

Τό Σεπτέμβριο τοῦ 1941 κατά τά γεγονότα τῆς Δράμας οἱ Βούλγαροι σκότωσαν 28 Ἕλληνες στό Νικηφόρο. Πρίν ἀκόμη φύγουν ἀπό τό χωριό, ἀκούστηκε ἕνας πυροβολισμός ἀπό τήν Ψηλή Ράχη. Ἕνα βουλγαρικό ἀπό σπασμα τράβηξε ἀμέσως πρός τά ἐκεῖ. Οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ ἔφυγαν, γιά νά σωθοῦν, μά δέν πρόλαβαν ὅλοι. Μαζί τους ἔμεινε καί ὁ ἱερέας τους. Τόν βρῆκαν μπροστά στό σπίτι του καί τόν σκότωσαν.

Γρίππας Στυλιανός

Γεννήθηκε γύρω στά 1900 στήν Ἡρακλείτσα Καλλιπόλεως Ἀνατολικῆς Θράκης. Ἦρθε στήν Ἑλλάδα με τήν Ἀνταλλαγή. Ὑπηρέτησε στη Χωροφυλακή, καί το 1934 χειροτονήθηκε ἱερέας καί τοποθετήθηκε στο Πολύκαρπο Δράμας καί μετά στό Νικηφόρο.

Ὁ Μητροπολίτης Δράμας Γεώργιος σέ ἐπίσημη ἔκθεσή του τό Νοέμβριο τοῦ 1948 ἀναφέρει γιά το μαρτυρικό του θάνατο ἀπό τούς Βουλγάρους τά ἑξῆς: «Στίς 6 Ὀκτωβρίου τοῦ 1941 ὁ ἱερέας Στυλιανός Χρήστου Γρίππας ἀπήχθη ἀπό τήν οἰκία του ἀπό τούς Βουλγάρους καί μεταφέρθηκε στό ἀστυνομικό κατάστημα τῆς κοινότητας Νικηφόρου. Ρωτήθηκε τί ἱερέας εἶναι, Ἕλληνας ἤ Βούλγαρος, και ἀπάντησεν: Ἕλληνας ἱερέας εἶμαι».

Μετά τήν ἀπάντηση αὐτή τόν χτύπησαν μέ λόγχη στήν ὠμοπλάτη καί τοῦ ἔκοψαν τό μεσαῖο δάχτυλο τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ. Τόν ἔβγαλαν ὕστερα ἔξω καί με τρεῖς πυροβολισμούς τόν σκότωσαν. Τό πτῶμα του παρέμεινε ὅλη τή νύχτα στόν τόπο ἐκεῖνο. Κανέναν δέν ἐπέτρεψαν νά τό πλησιάσει. Τό πρωί κρατώντας τό πτῶμα ἀπό τά πόδια τό ἔσυραν στούς δρόμους καί ὕστερα τό ἔριξαν σέ μιά χαράδρα, ὅπου παρέμεινε ὀκτώ ἡμέρες. Μετά ἐπέτρεψαν στήν πρεσβυτέρα του νά τό θάψει. Ἐκείνη μέ τρεῖς Ἕλληνες το ἔθαψε στή χαράδρα, ἀφοῦ οἱ Βούλγαροι ἀστυνομικοί δέν ἐπέτρεψαν νά ταφεῖ στό νεκροταφεῖο τοῦ χωριοῦ.

Μετά τήν ταφή καί τήν ἐπιστροφή τῆς πρεσβυτέρας στό σπίτι της, οἱ Βούλγαροι ἀστυνομικοί πῆγαν ἐκεῖ καί εἰσέπραξαν ἀπό αὐτήν δέκα χιλιάδες (10.000) λέβα γιά τήν ἀξία τῶν τριῶν σφαιρῶν με τίς ὁποῖες σκότωσαν τόν ἱερέα. Ὕστερα τήν χτύπησαν ἀλύπητα καί ἔφυγαν, ἀφοῦ πῆραν καί τά ἱερά ἄμφια τοῦ δολοφονηθέντος ἱερέως».

Τό 1947 τό χωριό ὕψωσε μνημεῖο γιά τόν καλό του ἱερέα καί μέ τιμές ἀπέθεσαν σ’ αὐτό τά ὀστᾶ του. Κάθε χρόνο στό Νικηφόρο τελοῦν πάνδημο μνημόσυνο γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ ἱερομάρτυρα π. Στυλιανοῦ Γρίππα καί τῶν 28 κατοίκων τοῦ χωριοῦ πού ἐκτελέστηκαν ἀπό τούς Βουλγάρους.

Ἰωσηφίδης Ἐλευθέριος

Καταγόταν ἀπό τή Σαμψούντα και ὑπηρετοῦσε στό ἀκριτικό χωριό Κατάχλωρο. Στήν Κατοχή ἦταν 65 χρόνων. Ὅταν ἦρθαν οἱ Βούλγαροι, ὁ π. Ἐλευ θέριος μαζί μέ τό ποίμνιό του τράβηξε πρός τή Δράμα. Τοποθετήθηκε προσωρινά ἱερέας στα Ἀμπελάκια.

Κι ἐδῶ ὅμως δέν γλίτωσε τή μανία τῶν Βουλγάρων κατά τοῦ ἑλληνικοῦ κλήρου. Τόν συνέλαβαν χωρίς αἰτία καί τόν χτύπησαν ἀλύπητα. Ὅσοι παρακολούθησαν τό θανάσιμο μαρτύριό του θαύμασαν τό ὑψηλό ἠθικό του. Μετά τόν βάρβαρο ξυλοδαρμό τόν μετέφεραν στό σπίτι του. Σέ δυό-τρεῖς μέρες παρέδωσε τήν ψυχή του.

Κορυφίδης Ἰάκωβος

Γεννήθηκε στό χωριό Ὅλασα τῆς Τραπεζούντας τό 1872. Ἦρθε στη Δράμα μέ τήν ἀνταλλαγή πληθυσμῶν καί διορίστηκε ἱερέας στό χωριό Σίλλη στά Ἑλληνοβουλγαρικά σύνορα. Δέκα χρόνια ἀργότερα μετατέθηκε στό συνοικισμό Ἀγάπη τῶν Κυργίων.

Τόν καιρό ἐκεῖνο οἱ Βούλγαροι ὀργίαζαν στη Μακεδονία. Μέ τίς σφαγές τῆς Δράμας ὁ π. Ἰάκωβος παρότρυνε τούς ἄνδρες τῶν Κυργίων να καταφύγουν στά βουνά. Ὁ ἴδιος ἔμεινε μέ τά γυναικόπαιδα καί τούς γέρους. Οἱ Βούλγαροι στρατιῶτες μπῆκαν στό σπίτι του καί πρόσταξαν να βγοῦν ὅλοι ἔξω.

Τελευταῖος βγῆκε ὁ π. Ἰάκωβος. Οἱ Βούλγαροι, ἀφοῦ λεηλάτησαν τό σπίτι του, ὅρμησαν ἐπάνω του καί τόν χτυποῦσαν μανιασμένοι μέ τίς γροθιές τους. Τόν ἔσυραν ὕστερα στή Δράμα. Ἐκεῖ τόν βασάνισαν φρικτά δυό-τρεῖς ἡμέρες καί τόν ἔσφαξαν μέ μαχαίρι.

Ἡ ψυχή του πέταξε στόν οὐρανό μαζί μέ τους ἄλλους μάρτυρες τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδας. Ἦταν Ὀκτώβριος τοῦ 1941.

Δανιήλ Θάσιος

Ἱερομόναχος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Εἰκοσιφοινίσσης. Καταγόταν ἀπό τίς Μαριές Θάσου. Κατά τά γεγονότα τῆς ἐξέγερσης τῆς Δράμας (28 Σεπτεμβρίου 1941) οἱ Βούλγαροι τόν συνέλαβαν ἔξω ἀπό τό Παλαιοχώρι Παγγαίου, στή θέση Πλατανάκια, ἐνῶ ἐπέστρεφε ἀπό τήν Καβάλα. Ἀφοῦ πρῶτα τόν βασάνισαν, τόν ἐκτέλεσαν στίς 25 Ὀκτωβρίου 1941.

Σωφρόνιος ἱερομόναχος

Ἱερομόναχος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Εἰκοσιφοινίσσης. Σκοτώθηκε στήν ἱερά Μονή ἀπό τίς βολές τοῦ Βουλγαρικοῦ πυροβολικοῦ τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1941.

Καρυπίδης Ἀναστάσιος

Γεννήθηκε στό Κιούρτ-Ἀλάν τῆς Τραπεζούντας τό 1881. Μετά τή Μικρασιατική καταστροφή ἦταν ἐφημέριος στή Δράμα. Στίς 4 Ὀκτωβρίου τοῦ 1942 τόν πυροβόλησε καί τόν σκότωσε ὁ Βούλγαρος πρόεδρος τοῦ Πλατανότοπου Παγγαίου. Προστέθηκε καί αὐτός στήν ἱερή φάλαγγα τῶν νεομαρτύρων.

Βασίλειος Ζωγράφος

Ἱερέας. Συνελήφθη καί βασανίσθηκε ἀπό τους Βουλγάρους. Κατέφυγε στή Θεσσαλονίκη, ὅπου και πέθανε ἀπό τίς κακουχίες τό ἔτος 1943.

Ἠλιάδης Ἰωάννης

Καταγόταν ἀπό τό Μυλετλῆ τοῦ Πόντου καί ἦταν ἱερέας στον Πρινόλοφο. Στά 75 του χρόνια συνάντησε τή βουλγαρική μανία. Στίς 2-8-1943 τυφλοί καί φανατισμένοι Βούλγαροι μπῆκαν στό ἡσυχαστήριο τοῦ π. Ἰωάννη, τόν χτύπησαν χωρίς οἶκτο καί σε ὀκτώ ἡμέρες ὁ γέροντας ἱερέας παρέδωσε την ψυχή του.

Γρηγοριάδης Ἰωάννης

Ἱερέας τῆς Δρατσίστας (Μελισσοχωρίου). Οἱ Βούλγαροι τόν συνέλαβαν καί τόν ἔδειραν σκληρά, διότι στήν ἐρώτησή τους ἄν ὑπάρχουν ὅπλα στο χωριό, ἀπάντησε ἀρνητικά. Μετά ἀπό μέρες ξαναμπῆκαν στό σπίτι του καί τόν βρῆκαν κλινήρη λόγῳ τοῦ ξυλοδαρμοῦ, ὁπότε ἔδειραν τή σύζυγο καί την κόρη του.

Στίς 16-11-1943 τόν συνέλαβαν πάλι καί μέ χειροπέδες τόν ὁδήγησαν σέ κάθυγρο καί σκοτεινό ὑπόγειο στή Δράμα, ὅπου τόν ἄφησαν ἐπί εἴκοσι μέρες. Κατόπιν φυλακίστηκε γιά ὀκτώ μῆνες καί καταδικάστηκε σε θάνατο μαζί μέ ἄλλους 30 πολίτες. Λόγῳ τῆς συνθηκολόγησης πού ἀκολούθησε, ἡ θανατική καταδίκη του δέν ἐκτελέστηκε.

Αἰμιλιανός Δονβατζῆς

Ἀρχιμανδρίτης, ἐφημέριος τῆς Πλατανιᾶς. Κλήθηκε γιά ὑπηρεσία στό Νικηφόρο, ὅπου συνελήφθη ἀπό Βούλγαρο ἀξιωματικό, ἀπό τόν ὁποῖο ὑπέστη ξυλοδαρμό ἐπί ἕνα εἰκοσιτετράωρο. Ἐπανει λημμένα ἀπειλήθηκε νά θανατωθεῖ. Σώθηκε ἀπό τό θάνατο μέ την ἐπέμβαση γιατροῦ. Τοῦ ἀφαιρέθηκε ὅ,τι πολύτιμο ἔφερε πάνω του.

Νικόλαος Ξανθόπουλος

Ἱερέας στό Φωτολίβος. Ὑπέστη ξυλοδαρμό και ἐκδιώχθηκε. Μετά ἀπό αὐτόν ἔδειραν ἀνηλεῶς και τούς ἐνορίτες του, γιατί δεν εἶχαν σπόρο νά σπείρουν σέ ὅλη την περιφέρεια γιά τίς ἀνάγκες 60 Βουλγαρικῶν οἰκογενειῶν πού μόλις ἔφτασαν ἀπό τή Βουλγαρία.

Νικόλαος Παπαδόπουλος

Ἱερέας στό Στενήμαχο. Δέχθηκε φοβερό ξυλοδαρμό στό σπίτι του ἀπό χωροφύλακα καί τρεῖς κομιτατζῆδες, μπροστά στή σύζυγο καί τά παιδιά του. Ὅταν συνῆλθε λίγο, διέφυγε ἀπό τήν πίσω πόρτα τοῦ σπιτιοῦ. Ἐπιτέθηκαν τότε στό γιό του, ὁ ὁποῖος διέφυγε. Ἔπειτα στράφηκαν κατά τῆς συζύγου του, ἡ ὁποία διασώθηκε.Τέλος ἔλαβαν ὅ,τι μπόρεσαν ἀπό τό σπίτι καί ἀναχώρησαν. Τήν ἑπομένη, ὅταν ὁ ἱερέας παρουσιάστηκε στήν Ἀσφάλεια καί ζήτησε δικαιοσύνη, ὁδηγήθηκε μέ τήν οἰκογένειά του στο σιδηροδρομικό σταθμό καί ἐκδιώχθηκε.

Παναγιώτης Παρασκευόπουλος

Ἱερέας στή Γραμμένη. Κατηγορήθηκε ὡς κατάσκοπος, ὑπέστη σκληρό ξυλοδαρμό καί ἐκδίωξη.

Χρυσόστομος Τοπάσης

Ἀρχιμανδρίτης τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Εἰκοσιφοινίσσης. Συνελήφθη τό Σεπτέμβριο τοῦ 1942 ἀπό τούς Βουλγάρους, οἱ ὁποῖοι τόν ἔστειλαν ὡς ὅμηρο στή Βουλγαρία. Πέθανε λόγῳ κακουχιῶν δύο χρόνια ἀργότερα, το Μάρτιο τοῦ 1944.

Ἀριστοτέλης Ἠλιάδης

Ἦταν ὁ ἱερέας τῆς Πλατανιᾶς. Κατηγορήθηκε ὅτι τροφοδοτοῦσε τούς ἀντάρτες τοῦ Δρυμότοπου και τόν κάλεσαν στή βουλγαρική ἀστυνομία. Μέ τό περίστροφο στόν κρόταφο προσπαθοῦσαν νά τόν ἐξαναγκάσουν νά ὁμολογήσει τήν ἀντιστασιακή του δράση. Ὁ παπα-Ἀριστοτέλης ἔπαθε ἰσχυρό ψυχικό κλονισμό καί σοβαρό καρδιακό ἐπεισόδιο, πού σημάδεψαν την ὑπόλοιπη ζωή του.

Κωνσταντῖνος Δημητριάδης

Ἱερέας τῆς Φτελιᾶς. Τόν κακοποίησαν οἱ Βούλγαροι βάναυσα μπροστά στό ποίμνιό του καί τόν ὑποχρέωσαν νά πληρώσει πρόστιμο 10.000 λέβα, ἐπειδή δήλωσε στό βούλγαρο ἀρχιερατικό ἐπίτροπο ὅτι λόγῳ γήρατος δέν μπορεῖ νά μάθει τή βουλγαρική γλῶσσα, γιά να τελεῖ σ’ αὐτήν τή θεία Λειτουργία καί τά Μυστήρια.

Ἱερώνυμος Γιαμαλάκης

Ἀρχιμανδρίτης καί ἀρχιερατικός ἐπίτροπος τῆς Δράμας. Στίς 23-5-41 ὁ Βούλγαρος ἀρχιερατικός ἐπίτροπος μέ τρεῖς στρατιωτικούς ἱερεῖς ἀπαίτησε ἀπό αὐτόν νά τοῦ παραδώσει τό Μητροπολιτικό Ναό καί τό Ἐπισκοπεῖο. Ἐπειδή ἀρνήθηκε νά συμμορφωθεῖ, ἄρχισαν νά καταλαμβάνουν αὐθαίρετα ὅλα τά διαμερίσματα τῆς Μητροπόλεως καί νά τά σφραγίζουν. Ἄνοιξαν κατόπιν τό χρηματοκιβώτιο και τά συρτάρια τῆς Μητροπόλεως καί κατάσχεσαν τά λίγα χρήματα πού βρῆκαν, καθώς καί τήν ἀτομική ἀλληλογραφία τοῦ Μητροπολίτη. Μετά ἀπό ἐπανειλημμένες ἀπειλές ἀπό τή βουλγαρική διοίκηση, ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἱερώνυμος Γιαμαλάκης ἀναγκάστηκε νά ἀναχωρήσει ἀπό τή Δράμα πέραν τοῦ Στρυμόνα.

Γρηγόριος Κατσιβάκης

Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς μονῆς Εἰκοσιφοινίσσης καί παλαιός Μακεδονομάχος. Γεννήθηκε στήν Ἡράκλεια Σερρῶν το 1882. Ἐκάρη μοναχός στην Ἱερά Μονή Εἰκοσιφοινίσσης το 1903 καί συγχρόνως χειροτονήθηκε διάκονος. Τό 1909 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καί διετέλεσε Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς κατά τά ἔτη 1927-1932 καί 1941-1955.

Τό 1916 κατέφυγε στή Θάσο. Τό Σεπτέμβριο τοῦ 1942 ὁδηγήθηκε ἀπό τούς Βουλγάρους σέ ἐξορία καί παρέμεινε ἕξι μῆνες στό Βουγάτοβλο τῆς ἐπαρχίας Σεβλιέβου. Κατά τήν πυρπόληση τῆς Εἰκοσιφοινίσσης ἀπό τούς Βουλγάρους βρισκόταν στή Νικήσιανη με 12 μοναχούς. Ἀπεβίωσε στίς 26-6-1966.

Ἄγγελος Δικμάνης

Εἶναι ὁ μόνος ἐπιζῶν ἀπό την ὁμηρία τῆς Γ’ Βουλγαρικῆς κατοχῆς (1941-1944). Γεννήθηκε στήν Πετροῦσα. Σέ ἡλικία 22 ἐτῶν οἱ Βούλγαροι τόν ἔστειλαν στη Φιλιππούπολη μαζί μέ 40 περίπου παλικάρια ἀπό τό χωριό του -συνολικά ἔστειλαν 104 ἄτομα και ἀπό τίς γύρω περιοχές- γιά νά ἐργαστοῦν σέ καταναγκαστικά ἔργα (ντουρντουβάκια) γιά τήν κατασκευή μεγάλου δημόσιου δρόμου. Δύο χρόνια μετά τούς ξαναγύρισαν στήν Ἑλλάδα.

Χειροτονήθηκε ἱερέας τό 1952 καί ὑπηρέτησε ὅλα τά χρόνια τῆς ἱερατικῆς διακονίας του στόν ἱερό ναό Ἁγίων Ἀναργύρων Δράμας.

Ἐκτός ἀπό τούς παραπάνω κληρικούς κακοποιήθηκαν καί ἐκδιώχθηκαν καί οἱ ἑπόμενοι ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεως Δράμας:

Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρίδης, Καλλιφύτου

Κωνσταντῖνος Βαλαβάνης, Πετρούσης

Ἀβέρκιος Βαμβακᾶς, Πλατανόβρυσης

Μιχαήλ Βαμβακίδης, Παρανεστίου

Δημ. Βογιατζῆς, Προσοτσάνης

Παναγιώτης Γκανογιάννης, Μαυρολεύκης

Βησσαρίων Δημητριάδης, Δράμας

Ἀναστάσιος Ἐλευθεριάδης, Ν. Ἀμισοῦ

Βασίλειος Εὐτυχίδης, Δράμας

Γεώργιος Θεοδωρίδης, Δράμας

Ἀντώνιος Ἰωαννίδης, Μακρυπλαγίου

Παρθένιος Ἰωαννίδης, Ἱ.Μ. Εἰκοσιφοινίσσης

Σταῦρος Ἰωαννίδης, Δράμας

Ἠλίας Καλαϊτζίδης, Προσοτσάνης

Δημήτριος Καλμπουσίδης, Καλοῦ Ἀγροῦ

Δημήτριος Καραγιαννίδης, Μικροπόλεως

Ἠλίας Καλύβας, Μακροτόπου

Ἀθανάσιος Καραναστάσης, Τείχους-Γύρου

Βασίλειος Καριπιάδης, Ἁγίας Παρασκευῆς

Στέφανος Κακκάρας, Δράμας

Διονύσιος Κλαυδιανός, Ξηροποτάμου

Ἀθανάσιος Κοντογιάννης, Νικοτσάρα

Πέτρος Κοτανίδης, Μαυροβάτου

Εὐστάθιος Κυριακίδης, Δράμας

Ἰωάννης Κυριακίδης, Διποτάμων

Ἀλέξανδρος Κυριλλίδης, Σιταγρῶν

Βασίλειος Λάμπρου, Δράμας

Ἰωάννης Λαφτίδης, Βαθυλάκκου

Γρηγόριος Μακρίδης, Προσοτσάνης

Γεώργιος Μαυρουδῆς, Ξηροποτάμου

Εὐστάθιος Μαντεσίδης, Μικροκλησιᾶς

Λάζαρος Μητριπίδης, Κεφαλαρίου

Γρηγόριος Μισαηλίδης, Ἀδριανῆς

Σπυρίδων Ξανθόπουλος, Πετρούσης

Στυλιανός Ὀρφανίδης, Δράμας

Γεώργιος Παπαδόπουλος, Δράμας

Εὐτύχιος Παπαδόπουλος, Δράμας

Κυριάκος Γ. Παπαδόπουλος, Ἁγ. Ἀθανασίου

Κυριάκος Παπαδόπουλος, Μεγαλόκαμπου

Κυριάκος Σ. Παπαδόπουλος, Ἁγ. Ἀθανασίου

Μελέτιος Παπαδόπουλος, Ν. Ἀμισοῦ

Μιχαήλ Παπαδόπουλος, Δράμας

Μακάριος Παπαδόπουλος, Κοκκινογείων

Θεόδωρος Σαμίδης, Καλλιφύτου

Πολύκαρπος Σουμελίδης, Δράμας

Ἰωάννης Τερζῆς, Μοναστηρακίου

Παντελεήμων Τζιτζιμπάσης, Δοξάτου

Θεόδωρος Τασμαλίδης, Δράμας

Ἀγαθάγγελος Φραντζέσκος, Ἀδριανῆς

Γεώργιος Χατζηβασιλείου, Δοξάτου

Χαρίτων Χατζηβασιλείου, Δοξάτου

Θεόδωρος Χρυσανθίδης, Κουδουνίων

 

Πηγές

 

  1. Τό Ἀρχεῖον τοῦ Ἐθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσοστόμου, τ. Α’, Ἀθήνα 2000, Ἔκδ. Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος Ἑθνικῆς Τραπέζης
  2. Αἱ βουλγαρικαί ὠμότητες ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Μακεδονίᾳ 1912-13, ἐν Ἀθήναις 1914
  3. Ἡμερολόγιον Μητροπολίτου Δράμας Ἀγαθαγγέλου τοῦ Μάγνητος, Καβάλα 1913
  4. Μητροπολίτου Δράμας Διονυσίου, Ἱστορία τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Δράμας, Δράμα 1995
  5. Μητρ. Διονυσίου Κυράτσου, Ἱστορία καί θαύματα Παναγίας Εἰκοσιφοινίσσης, Δράμα 1992
  6. Νικολάου Ρουδομέτωφ, Τετράδια Βουλγαρικῆς Κατοχῆς – Ἀνατολική Μακεδονία 1916 -1918, τόμ. 2ος, Καβάλα 2008
  7. Γ.Κ.Χατζοπούλου, Ἱστορικά ἀνάλεκτα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Δράμας, ΔΕΚΠΟΤΑ, Β’ Ἔκδ., Δράμα 2017
  8. Συναξάρι Ἐθνομαρτύρων Κληρικῶν, Κατάλογος πεσόντων, Ἱστοσελίδα Ἀποστολ. Διακονίας
  9. Βικιπαίδεια, Ἱερά Μητρόπολις Δράμας, Μάρτυρες 1912-1918, 1941-1944
  10. Δημ. Πασχαλίδη, Ἡ Χωριστή Δράμας (Τσατάλτζα) κατά τή δεύτερη βουλγαρική Κατοχή τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας (1916-1918)
  11. Ἀρχιμ. Γαβριήλ, Ἀναμνήσεις καί Νοσταλγία, Θεσσαλονίκη 1958
  12. Μητροπολίτου Λήμνου Διονυσίου, Ἐκτελεσθέντες καί μαρτυρήσαντες κληρικοί 1941-1949, Ἀθῆναι 1959
  13. Ἡ Μαύρη Βίβλος τῶν βουλγαρικῶν ἐγκλημάτων εἰς τήν Ἀνατολικήν Μακεδονίαν καί Δυτικήν Θράκην 1941-1944, Ἀθῆναι 1945
  14. Ἀθαν. Παπαευαγγέλου, Μάρτυρες Κληρικοί Μακεδονίας-Θράκης (1941-1945), ἔκδ. 2α, Ἀθῆναι 1949