ΑΡΘΡΟ

Του Χάρη Δαμιανίδη

Απόφοιτου του τμήματος Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης

 

 

«Λευκή Γυναίκα εθεάθη με Έλληνα!» ενημέρωνε τους αναγνώστες της αμερικάνικη εφημερίδα την περίοδο όπου οι Έλληνες κατά χιλιάδες έφθαναν στις ΗΠΑ για να κυνηγήσουν το αμερικανικό όνειρο.«Στο Ροντάιλαντ, όπου οι Έλληνες ασχολούνται εις την αλιείαν αστακών, οι Αμερικανοί αλιείς εξηγέρθησαν ζητούντες την εκδίωξίν των, ως μη όντων Αμερικανών πολιτών. Ευτυχώς ο διωγμός εματαιώθη». Εις την Φλώριδαν κατά το έτος 1911 οι ιθαγενείς (ντόπιοι) εβύθισαν Ελληνικόν σπογγαλιευτικόν του οποίου τα πλήρωμα επνίγη». Η απέχθεια για τους Έλληνες εμφανίζονταν και στις μαρκίζες των καταστημάτων, στις οποίες αναγράφονταν «Αμιγές Αμερικάνικο. Όχι ποντίκια. Όχι Έλληνες».

Αλλά και στην Ευρώπη τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Στην «πολιτισμένη» Γαλλία, ο Έλληνας ήταν συνώνυμο με τη λέξη «λωποδύτης», «απατεώνας» και «παλιάνθρωπος». Αυτό ίσχυε μέχρι το 1960, όπου με παρέμβαση της Γαλλικής Πρεσβείας απαλείφονται από το γαλλικό λεξικό οι παραπάνω ρατσιστικές ορολογίες που ταυτίζονταν με την ελληνική φυλή. Όχι από φιλελληνισμό των Γάλλων, όχι επειδή κατάλαβαν το λάθος τους αλλά γιατί λίγες εβδομάδες πριν, ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Κωνσταντίνος Καραμανλής υπέγραψε την σκανδαλώδη σύμβαση του ελληνικού κράτους με την γαλλική εταιρεία ΠΕΣΙΝΕ.

Οι Έλληνες που μετανάστευαν στις υπερπόντιες χώρες, πέρα από τη σωματική ικανότητα, δε διέθεταν άλλο προσόν. Πολλοί, οι οποίοι έφταναν στον Πειραιά από την ύπαιθρο, αντίκριζαν για πρώτη φορά θάλασσα και βαπόρια. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είτε κοιμόντουσαν στο κατάστρωμα είτε στο κουφάρι του πλοίου. Ήταν αγράμματοι, ελάχιστοι είχαν τελειώσει το Δημοτικό και ονειρεύονταν μια καλύτερη ζωή για τους ίδιους και για την οικογένεια τους. Μέχρι το 1920 γύρω στους 400.000 Έλληνες, από το μισό εκατομμύριο που έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, δουλεύουν στις ΗΠΑ. Δουλεύουν κυρίως στους σιδηρόδρομους, στα σφαγεία ή και σε κάποιες μικροεπιχειρήσεις. Αρκετοί τους αντιμετώπιζαν ως υποδεέστερη φυλή.

Οι παραβατικές συμπεριφορές των Ελλήνων δεν αποτελούσαν σπάνιο φαινόμενο. Τη δεκαετία του 1940 οι Έλληνες παρουσιάζονταν ως οι πλέον επιρρεπείς στη διάπραξη απεχθών εγκληματικών πράξεων και μάλιστα στο σύνολο των αδικημάτων οι Έλληνες προηγούνταν τόσο των Ιταλών όσο και των Ρώσων. Οι Έλληνες κατηγορούνται ότι οι περισσότερες από τις παραβατικές πράξεις τους αναφέρονται σε ιδιαίτερα σοβαρά αδικήματα, όπως ανθρωποκτονίες, βιασμοί, επιθέσεις, κλοπές, ληστείες και εμπορία ναρκωτικών. Η διανυκτέρευση τους σε αστυνομικά τμήματα μέχρι να επιβεβαιωθεί ο τόπος εργασίας τους και κατοικίας τους αποτελούσε κάτι το συνηθισμένο. Σε αρκετές περιοχές επιβάλλονταν οι «κανόνες» που εφαρμόζονταν στους αφροαμερικάνους ή αλλιώς τους «νέγρους», όπως υποτιμητικά τους αποκαλούσαν. Παράλληλα, οι εξονυχιστικές εξετάσεις και οι πολύωρες ανακρίσεις στις οποίες υποβάλλονταν κατά την άφιξη τους οι Έλληνες αποτελούσε κάτι το συνηθισμένο. Όσοι κατάφερναν να τις περάσουν προσλαμβάνονταν με μισθούς πείνας στις ανθυγιεινές δουλειές που δεν προτιμούσαν να εργαστούν οι Αμερικανοί. Καταλυτικό ρόλο για αυτό το μένος και τις ρατσιστικές συμπεριφορές έπαιξε η Κου-Κλουξ-Κλαν (ΚΚΚ), η περίφημη ρατσιστική οργάνωση, που έδειξε ιδιαίτερη «συμπάθεια» πέραν από τους ανθρώπους μαύρου δέρματος και… στους Έλληνες.

Όπως και σήμερα αλλά έτσι και τότε οι μετανάστες θεωρούνταν πηγή μόλυνσης. Κίνδυνος για τη δημόσια υγεία και γενικότερα για τη κοινωνία. Η έλλειψη διάθεσης από τους Έλληνες να μάθουν Αγγλικά και να ενταχθούν στην κοινωνία «υποδοχής», τους έβαζε αυτομάτως στη «μαύρη λίστα» των Αμερικάνων. Μαζεύονταν στα καφενεία και μιλούσαν πολιτικά μεταξύ τους πίνοντας και τζογάροντας. Πράγματα ασυνήθιστα για τον συντηρητικό Βορειοαμερικάνο. Όσον αφορά τον εργασιακό τομέα, όταν πρωτοσυστάθηκαν τα εργατικά συνδικάτα, οι Έλληνες είχαν αποκλειστεί ως μη λευκοί. Αυτοί με τη σειρά τους για να υπερασπιστούν τα δικαιώματα τους είχαν σχηματίσει συνδικάτο με τους Αλβανούς και τους Τούρκους μετανάστες. Κατηγορούσαν τους Έλληνες ότι τους έπαιρναν τις δουλειές στις οποίες την ίδια ώρα οι Αμερικάνοι δεν ήθελαν να εργάζονται θεωρώντας τες κατώτερες. Όπως ακριβώς σήμερα στη χώρα μας στοχοποιούνται συνεχώς οι μετανάστες. Συχνά οι Έλληνες εργαζόμενοι χρησιμοποιούνταν και ως απεργοσπαστικός μηχανισμός, κάτι που προκαλούσε την οργή και το μίσος των Αμερικανών εργαζομένων. Ο ρατσισμός και ο εθνικισμός καλλιεργείται πάντα ανάμεσα σε φτωχούς, όχι ανάμεσα σε πλούσιους. Οι τελευταίοι παράγουν τις θεωρίες και οι πρώτοι τις εφαρμόζουν. Δυστυχώς.

Αυτή η συνοπτική αναφορά για τις συνθήκες ζωής των Ελλήνων μεταναστών στις ΗΠΑ αλλά κυρίως η αντιμετώπιση που έτυχαν από το γηγενή πληθυσμό, οι απαξιωτικές εκφράσεις με τις οποίες χαρακτηρίζονταν δείχνουν ότι ο ρατσισμός και ο εθνικισμός, η αντιπάθεια απέναντι στους μετανάστες δεν είναι χαρακτηριστικό κανενός έθνους και καμίας φυλής. Οι κοινωνικές παράμετροι (ανεργία, φτώχεια, έλλειψη κοινωνικών δικαιωμάτων) είναι αυτοί οι οποίοι γεννούν και τροφοδοτούν τις διχαστικές αντιλήψεις της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Και αυτό το δηλητήριο του ρατσισμού, για λόγους συμφέροντος κάποιοι το ενσταλάζουν στη συνείδηση του κόσμου και το αξιοποιούν ανάλογα με τις περιστάσεις. Ο μισαλλόδοξος ρατσιστικός και εθνικιστικός λόγος καμουφλάρει την πραγματική διαχωριστική γραμμή όλων των κοινωνιών, αυτή ανάμεσα στους παραγωγούς του πλούτου και σε αυτούς που τον καρπώνονται. Οι πρώτοι είμαστε οι πολλοί και αυτό το χαρακτηριστικό σαν παραγωγοί, είναι το ουσιαστικό. Αυτό πρέπει να μας ενώνει. Οποιεσδήποτε άλλες διαφορές υπάρχουν (φυλετικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές) είναι δευτερεύουσες. Αυτό πρέπει να νιώσουμε, να το πιστέψουμε για να κάνουμε βήματα μπροστά ως κοινωνία.