ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

τ. Λυκειάρχη

ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Αναφερόμενος στους κατοίκους της Δράμας, τους βρίσκει να ασχολούνται με το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Κάνοντας λόγο για το βυζαντινό της κάστρο (hisar = Ισάρ των Τούρκων), αποφαίνεται ότι η Δράμα θα πρέπει να ήταν σημαντική πόλη. Τον εντυπωσιάζει ακόμη το ρολόι της κτισμένο πάνω σ’ έναν από τους πύργους του κάστρου, τόσο ψηλά, ώστε να φαίνεται από μεγάλη απόσταση. Τον εντυπωσιάζουν ακόμη τα πολλά νερά, που διέσχιζαν την πόλη. Τον ίδιο εντυπωσιασμό νιώθει και ο Τούρκος περιηγητής Evliya Mehmet Zihl, Celebi, επισημαίνοντας ιδιαίτερα τις 100 πηγές, που αναβλύζανε μπροστά στο Εσκί τζαμί, καθώς και την παρουσία υπεραιωνοβίων πλατάνων.

Δεν παραλείπει ο P. Lucas να αναφερθεί και στο μεγάλο παζάρι, όπου πωλούνται διάφορα είδη δημητριακών κάθε Κυριακή.

Από τη Δράμα θα βρεθεί στους Φιλίππους. Εδώ εντυπωσιάζεται από την αρχιτεκτονική των μισογκρεμισμένων κτιρίων (ναών και παλατιών).

Κλείνοντας τη σύντομη αναφορά μας στον περιηγητή και λήσταρχο των αρχαιοτήτων μας P. Lucas, δεν μπορούμε να αποφύγουμε το πικρόχολο σχόλιο: Ασφαλώς δεν θα ήταν ορθό να μιλάμε για αγαθές προθέσεις και επίδειξη ενδιαφέροντος για τους ελληνικούς θησαυρούς και τη σωτηρία τους από τους κατ’ επίφαση πνευματικούς ηγέτες της χριστιανικής Δύσης. Οδηγούμενοι από το προσωπικό τους συμφέρον, συμπράξανε με τους Τούρκους για τον αφανισμό των ελληνικών θησαυρών, τους οποίους μετατρέπανε σε ασβέστη ή και χρησιμοποιούσανε ως οικοδομικό υλικό (οι Τούρκοι) αδιάψευστα στοιχεία της πολιτιστικής μας ταυτότητας. Όμως το μη χείρον βέλτιστον. Αν και επιδόθηκαν σε ασύστολες κλοπές και εμπλούτισαν τα ανάκτορά τους και στη συνέχεια τα μουσεία τους διογκώνοντας το βαλάντιό τους, παρά ταύτα διέσωσαν από τον στυγνό κατακτητή κομμάτια ατόφια της γνήσιας πολιτιστικής μας ταυτότητας. Όμως αναμφίλεκτα πρέπει να διακατέχονται από ενοχές, αν πιστεύουν αληθινά ότι τα δημιουργήματα του νου και των χεριών ενός λαού είναι αιώνιο και αποκλειστικό κτήμα του. Αν και πέρασαν αιώνες από το ανοσιούργημά τους, δεν φαίνεται να ιδρώνει το αυτί τους για να τα επιστρέψουν. Οι θησαυροί μας εξακολουθούν να κοσμούν τα μουσεία τους ενισχύοντας την οικονομία τους.

Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να τους αναγνωρίσουμε και κάποια πολύ χρήσιμη προσφορά. Από τη σωρεία των πληροφοριών, που μας παρέχουν στα «Οδοιπορικά» τους, κάποιες βοήθησαν και βοηθούν στο ανασκαφικό τους έργο τους Έλληνες και ξένους αρχαιολόγους, που δρουν στη χώρα μας. Βοήθεια προσέφεραν και προσφέρουν και στους Έλληνες και ξένους ιστορικούς και λαογράφους, αφού παραθέτουν πληροφορίες, χρήσιμες για την επιστήμη τους καταγράφοντάς τις από το στόμα του λαού μας.

Οι ξένοι περιηγητές, μεταξύ των οποίων και ο Paul Lucas λειτούργησαν ως άλλος Παυσανίας, ο οποίος με το δεκάτομο έργο του «Ελλάδος Περιήγησις» αποτελεί και σήμερα ακόμη τον καλύτερο οδηγό όχι μόνο για τις αρχαιολογικές έρευνες, αλλά και για τους λαογράφους με όσα στοιχεία παραθέτει για την Αττική, ολόκληρη την Πελοπόννησο, τη Βοιωτία και τη Φωκίδα.

Ασφαλώς η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον Παυσανία και στον Paul Lucas είναι ότι ο μεν πρώτος προσέφερε μόνον εθνικό έργο, ενώ ο δεύτερος κοντά στο εθνικό έργο, προσέφερε και ληστρικό.