ΑΡΘΡΟ

Του Γεώργιου Καζάνα

ΜSc Μηχανολόγου Μηχανικού Α.Π.Θ.

Ο Κωνσταντίνος Καζάνας του Δημητρίου και της Μαρίας γεννήθηκε στο Δεμιρδέσιο Προύσας της Μικράς Ασίας το 1910. Το Δεμιρδέσιο (Ντεμερντές ή Ντεμερντέσι στη μικρασιατική διάλεκτο) δημιουργήθηκε στα μέσα του 17ου αιώνα από 32 ελληνικές οικογένειες της περιοχής των Αγράφων, οι οποίες λόγω των δυσχερών συνθηκών ζωής στις ορεινές περιοχές μετακινήθηκαν προς τη Μικρά Ασία και δημιούργησαν τον νέο οικισμό τους στην εύφορη πεδιάδα της Προύσας.

Οι κάτοικοι του Δεμιρδεσίου μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την αναγκαστική εγκατάλειψη των εστιών τους, εγκαταστάθηκαν στην πλειονότητά τους στο Μεσολόγγι. Όμως λόγω της ελονοσίας που μάστιζε την περιοχή και των πολλών θανάτων από την ασθένεια μετακινήθηκαν στη βόρεια Ελλάδα προς αναζήτηση καλύτερου κλίματος. Έτσι εγκαταστάθηκαν στην Προσοτσάνη Δράμας. Ανάμεσά τους και ο δωδεκάχρονος τότε Κώστας Καζάνας με την πολυμελή οικογένειά του. Μετά την ενηλικίωσή του εργάστηκε αφιλοκερδώς επί μακρόν ως δημοδιδάσκαλος για τη βελτίωση της ελλιπούς – λόγω της δυσπραγίας του κράτους – εκπαίδευσης των νέων της περιοχής. Μετέβαινε πεζός στον οικισμό του Μεγαλόκαμπου, που απείχε εννέα και πλέον χιλιόμετρα από την κατοικία του, για να διδάξει εθελοντικά στους μαθητές του Σχολείου. Διετέλεσε επίσης γραμματέας της Κοινότητας Πυρσούπολης-Προσοτσάνης, αφήνοντας μνήμη αγαθή στους κατοίκους για την ακεραιότητα του χαρακτήρα του και την παροιμιώδη ανθρωπιστική του δράση.

Τον Σεπτέμβριο του 1944 και ενώ η περιοχή της Δράμας και της ευρύτερης Ανατολικής Μακεδονίας βρισκόταν υπό την Κατοχή των Βουλγάρων προέβη σε ένα μοναδικό για ολόκληρη την κατακτημένη Ευρώπη γεγονός: την υποστολή της σημαίας του κατοχικού στρατού υπό το φως της ημέρας και την έπαρση της εθνικής σημαίας. Συγκεκριμένα στην κεντρική πλατεία της Προσοτσάνης ο Κώστας Καζάνας μαζί με τον Αστέριο Αστεριάδη υπέστειλαν τη βουλγαρική φασιστική σημαία και ύψωσαν την ελληνική, αψηφώντας την τρομοκρατία και τις απειλές που αποτελούσαν την καθιερωμένη πρακτική των Βουλγάρων κατακτητών. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε ισχυρό πλήγμα για τις φασιστικές βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής ενώ ταυτόχρονα αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων αγωνιστών και του τοπικού πληθυσμού. Είχε όμως ως αποτέλεσμα τη σκληρή δίωξή του. Ο Κώστας Καζάνας συνελήφθη και εστάλη εξορία στις φυλακές της Σόφιας στη Βουλγαρία όπου υπέστη βασανιστήρια. Κατάφερε όμως με κίνδυνο της ζωής του να δραπετεύσει τον χειμώνα του 1944 και μετά από πολυήμερη πεζοπορία βρήκε καταφύγιο στην πόλη της Δράμας.

Νυμφεύθηκε την Ξανθίππη Σαββοπούλου (καταγόμενη εκ Σκοπού Ανατολικής Θράκης) και απέκτησαν δυο παιδιά, τον Χρήστο και τον Δημήτριο. Διετέλεσε υπεύθυνος οικονομικών της ΣΕΚΕ (Συνεταιριστικής Ένωσης Καπνοπαραγωγών Ελλάδας) στην πόλη της Δράμας, όμως παύθηκε άδικα από τη θέση του μετά την επιβολή του δικτατορικού καθεστώτος των Συνταγματαρχών το 1967 που απομάκρυνε κάθε δημοκρατικό στοιχείο από υπεύθυνες θέσεις.

Μετά τις διώξεις του από τη Χούντα, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Καβάλα όπου εργάστηκε στο λογιστήριο των Καπνεργοστασίων της πόλης, μαχόμενος και από τη θέση αυτή για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας τους.

Ανήγειρε με τη σύζυγό του, ιδίαις δαπάναις, παρόδιο εικονοστάσιο (ένα ιδιαίτερο δείγμα ευλάβειας των Ελλήνων προσφυγικής καταγωγής) προς τιμήν της Αγίας Αικατερίνης – προστάτιδας της εκπαίδευσης – στην περιοχή των Εργατικών Κατοικιών Δράμας, το οποίο κατά την κατασκευή του νέου κτηρίου του 6ου Δημοτικού Σχολείου Δράμας εντάχθηκε στο προαύλιο του διδακτηρίου και διατηρείται μέχρι σήμερα αποτελώντας τοπόσημο της περιοχής. Το 1977 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη, στη συνοικία του Ντεπώ, επιδεικνύοντας σημαντική κοινωνική δράση και σε δύσκολες στιγμές για την πόλη όπως ο σεισμός του 1978.

Εκοιμήθη στη Θεσσαλονίκη το αναστάσιμο Σάββατο της Διακαινησίμου εβδομάδας, στις 24 Απριλίου 1982, και αναπαύεται στο κοιμητήριο της Προσοτσάνης.