ΑΙΧΜΕΣ

Γράφει ο Σίμος Ματεντζόγλου

Διεθνολόγος – Πολιτικός Επιστήμονας

Απόφοιτος Τμήματος Διεθνών Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστημίου Μακεδονίας

Μ.Α. «Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές» Παντείου Πανεπιστημίου

Email: [email protected]

 

Το διάστημα αυτό, μετά και τον σχηματισμό ισραηλινής κυβέρνησης συνεργασίας υπό τον Pρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου, εκτυλίσσεται ο σχεδιασμός του Ισραήλ για προσάρτηση μέσα στο καλοκαίρι της Κοιλάδας του Ιορδάνη, βόρειων ακτών της Νεκράς Θάλασσας και εβραϊκών εποικισμών και παλαιστινιακών περιοχών της υπόλοιπης Δυτικής Όχθης.

Αυτή η στρατηγική για «ένα μεγαλύτερο Ισραήλ» αναμένεται να αναταράξει την εύθραυστη ισορροπία στην ευρύτερη περιοχή και να προκαλέσει ένα νέο γύρο βίας, αίματος και χάους.

Στην ουσία, πρόκειται για μία μονομερή, εκβιαστική και ντε φάκτο εφαρμογή από το Ισραήλ, του πλαισίου της πρότασης Τραμπ για το Παλαιστινιακό.

Πράγματι, τους τελευταίους μήνες, ανακινείται στο διεθνές διπλωματικό επίπεδο το παλαιστινιακό ζήτημα, με κύριο μοχλό την πρόταση Τραμπ για την επίλυση της ισραηλινοπαλαιστινιακής σύγκρουσης, που κατατέθηκε τον Ιανουάριο. Μία πρόταση, η οποία, στην ουσία, αποτελεί «ταφόπλακα» για το πάγιο και δίκαιο παλαιστινιακό εθνικό αίτημα, για τη δημιουργία ανεξάρτητου και κυρίαρχου Παλαιστινιακού Κράτους, στα σύνορα του 1967 και με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ.

Καταρχήν, χρήζει να υπογραμμισθεί η κομβική σημασία του Παλαιστινιακού ζητήματος για την συνολική ειρήνη και την μακροχρόνια σταθερότητα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Εύστοχα, έχει χαρακτηρισθεί «το πρόβλημα των προβλημάτων». Η σκληρή κατοχική πολιτική του Ισραήλ απέναντι στους Παλαιστινίους, ο ρόλος του ως αφοσιωμένος στρατηγικός φύλακας των αμερικανικών συμφερόντων και η ευνοϊκή στάση των ΗΠΑ υπέρ του, αποτελούν τα μεγαλύτερα αποσταθεροποιητικά στοιχεία στην Μέση Ανατολή. Άλλωστε, το Παλαιστινιακό αποτελεί ένα περιφερειακό, αλλά και διεθνές ζήτημα, στο οποίο εμπλέκονται πολλοί παίκτες, τόσο παγκόσμιοι, όσο και τοπικά αραβικά κράτη, τους οποίους και επηρεάζει.

 

Αναφορικά με το αμερικανικό σχέδιο, αυτό κατατέθηκε χωρίς άμεσες διαπραγματεύσεις, ούτε με τους Παλαιστίνιους, ούτε και με το λεγόμενο «διεθνές κουαρτέτο» για τη μεσολάβηση στη Μέση Ανατολή, δηλαδή τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, τη Ρωσία και την Ευρωπαϊκή Ένωση, καταστρατηγώντας τις βασικές αρχές της διπλωματικής διαδικασίας.

Το κυριότερο, η πρόταση Τραμπ αποτελεί ένα αμερικανο-ισραηλινό προκλητικό σχέδιο ακύρωσης του παλαιστινιακού κράτους. Εκ προοιμίου, δημιουργεί ένα «μόνο κατ’ όνομα παλαιστινιακό κράτος» και υπό αυστηρές προϋποθέσεις, ένα μόρφωμα με περιορισμένη κυριαρχία και εξουσία, ένα κρατίδιο εξαρτημένο από τις ισραηλινές κατοχικές δυνάμεις, δηλαδή, στην πράξη, ένα «μη κράτος».

Αρνητικότατο σημείο είναι ότι σε αντίθεση με τις προηγούμενες ειρηνευτικές συμφωνίες, δεν αναγνωρίζει την Ανατολική Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του παλαιστινιακού κράτους, παρά μόνο κάποια άνευ σημασίας προάστια της και θεσμοθετεί την Ιερουσαλήμ ως «αδιαίρετη πρωτεύουσα» του Ισραήλ. Επίσης, αναγνωρίζει και εμπεδώνει την ισραηλινή κατοχή και τον εποικισμό σε καίρια παλαιστινιακά εδάφη, όπως στην Κοιλάδα του Ιορδάνη και σε μεγάλο τμήμα της Δυτικής Όχθης, καθιστώντας μικρό σε έκταση το προτεινόμενο παλαιστινιακό κράτος.

Εκ του αποτελέσματος, επανιδρύει, σε αποικιοκρατική βάση, συνολικά το κράτος του Ισραήλ, μετατρέποντάς το στο όνομα της «ασφάλειας» σε ένα κράτος-απαρτχάιντ, που του επιτρέπει να χαράσσει ρατσιστικές φυσικές και πολιτικές διαχωριστικές γραμμές από τα παλαιστινιακά εδάφη, νομιμοποιώντας τον αποκλεισμό τους και μετατρέποντας τα σε «γκέτο».

Το σχέδιο Τραμπ δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά κορύφωση και πολιτική αποκρυστάλλωση των εξελίξεων των τελευταίων χρόνων. Από την μία πλευρά, έχουμε την σκλήρυνση της ισραηλινής κατοχικής στάσης (βλέπε όξυνση της καταστολής, με δολοφονίες, φυλακίσεις κλπ, διεξαγωγή συνεχών στρατιωτικών επιθέσεων, ένταση των εποικισμών και της αγοράς γης, χτίσιμο Τείχους, πολιτική μεγαλύτερων ρατσιστικών διακρίσεων, αποκλεισμός Γάζας). Από την άλλη, την όλο και πιο μεροληπτική πολιτική των ΗΠΑ υπέρ των ισραηλινών συμφερόντων (βλέπε αναγνώριση το 2017 της Ιερουσαλήμ σαν πρωτεύουσας του Ισραήλ, με την μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας εκεί, διακοπή ανθρωπιστικής βοήθειας μέσω του Ο.Η.Ε. στους Παλαιστίνιους πρόσφυγες κ.α.).

Πολιτικά και στρατηγικά, η αμερικανική πρόταση δίνει σάρκα και οστά στο εδώ και δεκαετίες κρυφό και βάρβαρο «μεγάλο σχέδιο» του Ισραήλ, για εδαφική επέκτασή του, για άμεση προσάρτηση και ολική κατάκτηση των παλαιστινιακών εδαφών, για εκδίωξη των Παλαιστινίων από την γη τους ή ακόμα και για εξόντωσή τους.

Ως προς τα αίτια των εξελίξεων αυτών και της επιδείνωσης της κατάστασης των Παλαιστινίων, θα πρέπει να τοποθετήσουμε τα γεγονότα μέσα σε μία «ευρύτερη εικόνα», με βάση τον προσανατολισμό των γεγονότων και τις υποβόσκουσες τάσεις. Ως εκ τούτου, η αρνητική έκβαση του ζητήματος σχετίζεται με τεκτονικούς μετασχηματισμούς τόσο σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, όσο και στο επίπεδο του παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων.

Σε ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο, η υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης στο παλαιστινιακό κίνημα και η έμπρακτη διεθνιστική αλληλεγγύη της, έδιναν ώθηση προς την πολιτικοποίηση του παναραβικού κινήματος, με το Κίνημα για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τις Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και τα Ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στις δεκαετίες ’60, ’70 και ’80, υπέρ της ίδρυσης παλαιστινιακού κράτους, τα οποία αποτελούν κύριο τμήμα του συμβατικού Διεθνούς Δικαίου,

Μετά όμως από την ανατροπή και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ο πολιτικός παράγοντας στο αραβικό κίνημα έδωσε την θέση του στον θρησκευτικό, με αποτέλεσμα την πλήρη ισλαμικοποίηση του μεσανατολικού προβλήματος και την μετατροπή του σε ζήτημα «σύγκρουσης θρησκειών».

Χαρακτηριστικά, σημειώνεται η άνοδος στην παλαιστινιακή εξουσία της ισλαμικής φονταμενταλιστικής οργάνωσης «Χαμάς». Αξίζει η υπενθύμιση ότι το Ισραήλ, τις προηγούμενες δεκαετίες, με υπόγειους τρόπους, ενίσχυε τα εξτρεμιστικά ισλαμιστικά στοιχεία στο παλαιστινιακό κίνημα, με στόχο την αποδυνάμωση της Φατάχ και της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, την υπόσκαψη της παλαιστινιακής ενότητας και τον τερματισμό του ενδεχομένου ίδρυσης παλαιστινιακού κράτους μέσα από ειρηνευτικές συνομιλίες. Η επίτευξη αυτού του στόχου πήρε σάρκα και οστά με τις αλυσιδωτές εξελίξεις που πυροδοτήθηκαν στην παλαιστινιακή πλευρά μετά από τον θάνατο του Παλαιστίνιου ηγέτη Γιασέφ Αραφάτ.

Στην ισλαμικοποίηση του παλαιστινιακού προβλήματος συνετέλεσε και η άνοδος του τζιχαντσισμού στην Μέση Ανατολή ως απόρροια της λεγόμενης «Αραβικής Άνοιξης» και μίας σειράς ανατροπής καθεστώτων, η ίδρυση του Ισλαμικού Κράτους και η εκστρατεία εναντίον του, καθώς και η υποδαύλιση της μακραίωνης ενδομουσουλμανικής διαμάχης σουνιτών-σιιτών.

Σε επίπεδο παγκόσμιου συστήματος ισχύος, την τελευταία δεκαετία, μαίνεται μία μείζονα ηγεμονική σύγκρουση στην περιφέρεια της Εγγύς Ανατολής μεταξύ της αμερικανικής υπερδύναμης και του άξονα Ρωσίας-Κίνας-Ιράν-Συρίας. Εκ βαθέων, πρόκειται για μία διαπάλη μεταξύ της μετά το 1990 μονοπολικής τάσης του διεθνούς συστήματος και της τάσης διαμόρφωσης ενός πολυπολικού κόσμου, όπου η Ρωσία και η Κίνα, αλλά και άλλες Μεγάλες Δυνάμεις, όπως Γερμανία και Γαλλία, αμφισβητούν την αμερικανική παντοκρατορία. Στο πλαίσιο αυτό, οι ΗΠΑ, προσπαθώντας να αναδιαμορφώσουν τον χάρτη της Μέσης Ανατολής με τρόπο που να εξυπηρετούνται τα ίδια γεωπολιτικά και ενεργειακά συμφέροντά τους, προκρίνουν και εκβιάζουν μία διευθέτηση της ισραηλινοπαλαιστινιακής σύγκρουσης και ένα «κλείσιμο» του παλαιστινιακού ζητήματος προς την ανωτέρω πολιτική κατεύθυνση, όπως με το σχέδιο Τραμπ, βάζοντας τέλος στην υπόθεση ίδρυσης παλαιστινιακού κράτους.

Βέβαια, στην διεθνή πολιτική, λόγω της πολυπλοκότητάς της και των διαρκών μεταβολών, κανένα εθνικό και διεθνές ζήτημα δεν πρέπει να θεωρείται λήξαν. Το αναφαίρετο εθνικό δικαίωμα των Παλαιστινίων για αυτοδιάθεση και για ίδρυση βιώσιμου και κυρίαρχου κράτους, θα μπορούσε να «νεκραναστηθεί», μέσα από μία ριζική αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων, τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο και στο εσωτερικό των αραβικών κρατών.

Με τις σχέσεις ισχύος στο παγκόσμιο σύστημα να τελούν υπό συνεχή διαμόρφωση, ένα ευνοϊκό για το παλαιστινιακό ζήτημα διεθνές περιβάλλον θα μπορούσε ίσως να δημιουργηθεί με την ανάδυση ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος, έστω μέσα από τις αντιθέσεις των ΗΠΑ με τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις. Επίσης, θα ήταν θετικό για το παλαιστινιακό αίτημα αν διαμορφωθεί ένας κοινωνικός-πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων στο εσωτερικό των κρατών της περιοχής, τέτοιος που να ευνοεί την επαναπολιτικοποίηση του παναραβικού και παλαιστινιακού κινήματος, εκ νέου σε κατεύθυνση εθνικοαπελευθερωτική, αντιαποικιακή και αντιιμπεριαλιστική. Μία τέτοια μεταβολή θα μπορούσε να οδηγήσει στην αναζωογόνηση και την αναγέννηση της αντίστασης του παλαιστινιακού λαού.