ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΔΡΩΜΕΝΩΝ

 

 

Σε προηγούμενο άρθρο μας, που δημοσιεύτηκε σ’ αυτήν εδώ τη στήλη με τίτλο «Η Γιορτή της Μπάμπως = Μαμής», εστιάσαμε την αναφορά μας στη σημασία του δρώμενου, το οποίο σχετίζεται άμεσα με την ευγονία, όχι μόνο των ίδιων των ανθρώπων, αλλά και των ζώων, τα οποία εκτρέφανε αυτοί στις αγροτοποιμενικές κοινωνίες.

Και ήταν εύλογη η τεράστια σημασία, την οποία αποδίδανε στην ευγονία, αφού από αυτήν εξαρτιόταν άμεσα η επιβίωσή τους.

Αναφερθήκαμε στην προστάτιδα θεά των τοκετών, τη Βαυώ, γλωσσική εξέλιξη της οποίας υπήρξε η σήμερα ισχύουσα γιορτή της Μπάμπως.

Ασφαλώς ο πρωτόγονος άνθρωπος δεν αρκέσθηκε στην επινόηση μιας μόνο θεότητας, η οποία θα βοηθούσε στον επιτυχή τοκετό των ανθρώπων και της παραγωγής της γης, αλλά προχώρησε για περισσότερη ασφάλεια στην επινόηση κι άλλης θεότητας, που θα προστάτευε έναν επιτυχή και αίσιο τοκετό. Και η θεότητα αυτή, που μνημονεύεται τόσο από τον Όμηρο, τους τραγικούς και τους πεζογράφους της ελληνικής αρχαιότητας ήταν η Ειλείθυια, που με το πέρασμα του χρόνου ταυτίστηκε άλλοτε με τη ζηλιάρα Ήρα, που έκανε το βίο του Δία αβίωτο, αλλά και με την Άρτεμη. Η πρώτη, η Ήρα, είχε κάθε λόγο να φέρεται εχθρικά προς την Ειλείθυια, αφού αυτή ξεγεννούσε τα νόθα παιδιά του Δία. Από την άλλη ταυτίστηκε η Ειλείθυια με την Άρτεμη, γιατί βοήθησε στον τοκετό της κυνηγημένης από την Ήρα Λητούς, η οποία έφερε στον κόσμο τον Απόλλωνα και την Άρτεμη στην ιερή Δήλο κάτω από Φοίνικα.

Βέβαια το έργο της συμμετοχής της Ειλείθυιας στον τοκετό της Λητούς δεν ήταν εύκολη υπόθεση, γιατί η αντίδραση της Ήρας ήταν έντονη. Μεσολάβησε όμως η Ίριδα, η οποία διευκόλυνε τη μετάβαση της Ειλείθυιας στη Δήλο, με την υπόσχεση να της χαρίσει περιδέραιο εννέα πήχεων, περασμένο σε χρυσή κλωστή.

Ο αρχέγονος αυτός μύθος με την τεράστια σημαία του έγινε κτήμα των Αρχαίων Αθηναίων, οι οποίοι τον ενέταξαν στο μήνα Γαμηλίωνα, το σημερινό Ιανουάριο, και ονομάσανε την τελούμενη γιορτή Γαμήλια ή Θεογαμία, σε ανάμνηση της θείας ένωσης του Δία και της Ήρας. Γιορτή, που είχε την ιδιαίτερη τιμητική της για τους αρχαίους Αθηναίους, οι οποίοι επιδεικνύανε μεγάλο σεβασμό στο θεσμό του γάμου, παρά τα όσα παρατράγουδα συνέβαιναν κατά τη διάρκεια της συμβίωσης των συζύγων.

Παράλληλα με την ιερή αυτή γιορτή τελούσαν και μιαν άλλη γιορτή προς τιμή του θεού Διονύσου, που την ονομάζανε Λήναια. Η γιορτή αυτή συνοδευόταν από τα όργια, στα οποία επιδίδονταν οι Λήνες –άλλη ονομασία των συνοδών γυναικών του Διονύσου-, των Μαινάδων ή των Βάκχων, οι οποίες επιδίδονταν σε ξέφρενους χορούς εκστασιασμένες και αναμαλλιασμένες. Βέβαια καθ’ όλη τη διάρκεια μιας τέτοιας εξωλογικής γιορτής δεν έλειπαν και τα πειράγματα προς το γυναικείο φύλο, χωρίς βέβαια να προκαλούν σοβαρές αντιδράσεις, αφού, κατά τους Λατίνους, naturalia non turpia sunt και εξάλλου είχαν σχέση με την τόσο ποθητή γενετήσια ορμή όχι μόνο από το ανθρώπινο είδος, αλλά και τον κόσμο των ζώων.

Αυτή λοιπόν τη διαχρονική παράδοση τη συναντάμε ως μακρινό απόηχο και στον εικονικό γάμο της Καλής Βρύσης στο πλαίσιο των δρώμενων των Μπαμπούγερων.

Ασφαλώς, όπως τονίσαμε και στα περί της γιορτής της Μπάμπως, ο σημερινός εικονικός γάμος έχει αποκτήσει χαρακτήρα κοσμικό, αφιστάμενος παντελώς από τον πρωταρχικό του ρόλο. Έμεινε όμως το ψυχαγωγικό στοιχείο του, το οποίο, χωρίς το πέπλο της σεμνότητας, δίνει το δικαίωμα και την ευχέρεια στους δρώντες να διατυπώνουν ευτράπελες ενίοτε φράσεις, αλλά και λόγους χωρατατζίδικους, οι οποίοι δικαιολογημένα προκαλούν τον γέλωτα των παρισταμένων, χωρίς βέβαια να ενοχλείται το κατ’ ευφημισμόν ασθενές φύλο. Άλλωστε κάτι τέτοιο το καλεί και η παράδοση και η αθωότητα της έκφρασης, που δεν εμπίπτει σε ποινικές διατάξεις. Το τονίσαμε και πιο πάνω: , naturalia non turpia sunt (=τα φυσικά πράγματα δεν είναι αισχρά). Απλώς διαιωνίζουν έναν μακρινό απόηχο, απογυμνωμένο από τον ουσιαστικό αρχικό του σκοπό. Έστω και μ’ αυτό το πνεύμα η διαχρονικότητα της ελληνικής παράδοσης εξακολουθεί ζώσα ως εικονική πραγματικότητα, που αποτελεί επιβεβαίωση του αρχαίου θυμόσοφου λόγου: «Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος» [=Ζωή χωρίς γιορτές, μοιάζει με δρόμο μακρινό χωρίς κατάλυμα (πανδοχείο)] (Δημοκρ. Παρά Στοβαίω 154,38).